ΑΠΟΨΕ όπου στου καλοκαιριού το πτώμα βαθιά του ανέμου το στιλέτο είναι μπηγμένο είδα το μελαμψό σου πρόσωπο στο δώμα, προφίλ Τσιγγάνου, στις σκιές ζωγραφισμένο.
Όπως ακριβώς υπάρχουν ποιητές που βρίσκουνε μορφή έκφρασης στο δράμα ή στο αφήγημα, υπάρχουν κι εκείνοι που επιλέγουν τη δράση και το λόγο και σε όλη τη διάρκεια της ζωή τους, με τα έργα τους, αφήνουν στην ιστορία το ίχνος της ποίησης. Τέτοια είναι η περίπτωση του Φιντέλ Κάστρο.
Απ’ άκρη σ’ άκρη Μέλι είναι η χώρα μου Κι αναμμένο είναι κάρβουνο Κι άνεμος που δεν στροβιλίζεται Σε πράσινα φύλλα
Παίζουνε δυνατά τα σύννεφα πιάνο, ο ουρανός κοκκινόμαυρος, οι μέρες περνούν, η φωτιά επιμένει, ύστερα έρχεται η στάχτη…
Μικραίνει ο χρόνος από την ταχύτητα, στενεύουν οι μέρες, μεγαλώνουν αφόρητα οι νύχτες. Ζεις; Ή απλά επιβιώνεις όπως – όπως;
“Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας…”
Τ’ άψυχο έπειτα παιδάκι, κι έβρεχε βροχή από αίμα, Στο ποτάμι το βουλιάξαν, να του πνίξουνε τον πόνο Κι όλο αυτό το φονικό έγινε –δεν είναι ψέμα– Για να δουν ν’ αργοπεθαίνει, για την πλάκα τους και μόνο
Στο καλό των στεναγμών βαρκούλες, γειά σας και σε σας νεαρά ζευγάρια στου Λύτρα το ρηχό ακρογιάλι έχοντας την αλμύρα στα χείλη σας, σ’ εποχή άλλη ακόμα τραγουδάτε “θα ’ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς”.
Σ’ αυτούς τους νεκρούς Τίποτα δεν θ’ ανάψουμε Μόνο θα σκάψουμε Έξω να τους βγάλουμε Απ’ τα προδομένα σήμερα χώματα
“Πλάι στην βρύση πεθαίνω διψασμένος καίω σα φωτιά και τρεμοτουρτουρώ στον τόπο μου ενώ ζω είμαι τέλεια ξένος κοντά στη στιά τα δόντια κουρταλώ…”