“ποτέ δεν θα ‘χω άλλα φεγγάρια πλάι μου ποτέ δεν θα φέγγουν οι νύχτες περισσότερο ποτέ κανένας δεν θα με νιώσει”
Έξω ακούγεται μια μπόρα λυσσασμένη Στα δάση πέφτουνε καμένα τα πουλιά
Ο Γιώργος Κακουλίδης ασκούσε σκληρή κριτική στους εχθρούς του ανθρώπου, της ανθρωπότητας, στους εχθρούς του δίκιου του εργάτη, στους δολοφόνους των ψυχών, στους συμβιβασμένους συνοδοιπόρους του κάθε εφιάλτη. Ταυτίστηκε με την αγωνία του λαού, τους αγώνες της εργατικής τάξης, τον προλεταριακό διεθνισμό, την προοπτική για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
“Καλότυχοι είστε σεις, που ξενυχτάτε με την αξέγνιαστή σας πάντα νιότη και για τρελά ταξίδια ξεκινάτε με την αρματωσιά του Δον Κιχώτη…”
“Ξημερώνει, στο απέναντι γιαπί βλέπω τους οικοδόμους να ανάβουν φωτιά να ζεσταθούν. Μην κλαις… Στο βάθος του δρόμου, κοίτα, φως!”
“Σ’ αυτήν εδώ την άκρη στην άκρη της Μεσογείου μεσοπέλαγα, μόλις χέρια φαίνονται βοήθεια ζητάν εμεσοπέλαγα πνίγεται η περηφάνια του ανθρώπου…”
“Κάτι χειρότερο από γερατειά η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα…”
η εξουσία δεν εννοεί / να καταλάβει ότι / εξακολουθεί να μάχεται / γλυκά, πεισματικά / για την ευτυχία / του ανθρώπου
“Μου ’παν για την έγνοια που σε δέρνει και τον πόνο σου για μένα τον πνιχτό παίρνεις, λένε, τα σοκάκια τυλιγμένη στο φτενό, παλιομοδίτικο παλτό…”
“Σε βρήκα κάποια νύχτα σ’ ένα στίχο και κύλισε το δάκρυ μου στο χώμα, σε είδα στον καθρέφτη σ’ έναν τοίχο στην πόλη που δε γέρασε ακόμα…”