Μικραίνει ο χρόνος από την ταχύτητα, στενεύουν οι μέρες, μεγαλώνουν αφόρητα οι νύχτες. Ζεις; Ή απλά επιβιώνεις όπως – όπως;
“Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας…”
Τ’ άψυχο έπειτα παιδάκι, κι έβρεχε βροχή από αίμα, Στο ποτάμι το βουλιάξαν, να του πνίξουνε τον πόνο Κι όλο αυτό το φονικό έγινε –δεν είναι ψέμα– Για να δουν ν’ αργοπεθαίνει, για την πλάκα τους και μόνο
Στο καλό των στεναγμών βαρκούλες, γειά σας και σε σας νεαρά ζευγάρια στου Λύτρα το ρηχό ακρογιάλι έχοντας την αλμύρα στα χείλη σας, σ’ εποχή άλλη ακόμα τραγουδάτε “θα ’ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς”.
Σ’ αυτούς τους νεκρούς Τίποτα δεν θ’ ανάψουμε Μόνο θα σκάψουμε Έξω να τους βγάλουμε Απ’ τα προδομένα σήμερα χώματα
“Πλάι στην βρύση πεθαίνω διψασμένος καίω σα φωτιά και τρεμοτουρτουρώ στον τόπο μου ενώ ζω είμαι τέλεια ξένος κοντά στη στιά τα δόντια κουρταλώ…”
Είναι το τελευταίο από τα 23 ποιήματα της συλλογής «Με την Ισπανία στην Καρδιά», που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος διήρκεσε από 17 Ιουλ. 1936 – 1 Απρ. 1939.
Δύο τραγούδια, ίδια μελωδία, μια μετάφραση στα μέτρα της.
Σώμα γυναίκας, κάτασπροι μηροί, κάτασπροι λόφοι, καθώς μου παραδίνεσαι μοιάζεις ο κόσμος όλος. Σώμα χωριάτη άγριου το σώμα μου σε σκάβει κι ένα παιδί απ’ τα τρίσβαθα της γης ξαναγεννιέται.
“Κοιμήσου ήσυχα, συντρόφισσα. Κοιμήσου, αδελφή του Κόμματός μας. Η Λευτεριά κι η Εκδίκηση πλησιάζει…”