Ο πολιτοφύλακας που πεθαίνοντας από τα πυρά των γιάνκηδων έγραψε με το αίμα του το όνομα του Fidel. Ζει μονάχα όποιος πεθαίνει / με την καταχνιά μπροστά του / και την ξαστεριά στο αίμα.
“Χέρι βαρύ, αρπακτικό/ της γης τον πλούτο συγκεντρώνει/ λίγοι να τον γεύονται…” – Δυο ποιήματα του Στρατή Γαλιάτσου
«Εμείς,/ καθένας από μάς,/ κρατάμε μέσα στη γροθιά μας/ τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος…» – Αποσπάσματα από τον πρόλογο του Γιάννη Ρίτσου στην έκδοση «Μαγιακόβσκη – Ποιήματα» και το ποίημα «Σύννεφο με παντελόνια» σε απόδοση του ίδιου.
“Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές των πετρωμάτων σάμπως να ’σουν σίγουρος πως θα ’ρθει μια μέρα όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.”
“Σκύψε μονάχος, ω Άδη, στη θολή σου σπηλιά και τρόμαξε: να, ο Ήφαιστος, ο κόκκινος, άναψε! Με σφυρί και δρεπάνι σου στέκει φρουρός. Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός…”
”κι ορθοί / ξαναπάμε κι αδάκρυτοι / τον ίδιο όρκο μας ενάντια στο θάνατο”
Υπήρξε για την εποχή της μια γυναίκα απίστευτα δυναμική και ανατρεπτική και ταυτόχρονα εύθραυστη. Έζησε μόλις 28 χρόνια αναζητώντας και πιστεύοντας σε μια ιδανική ευτυχία που ποτέ δεν συνάντησε. Από τις πιο χαρακτηριστικές παρουσίες της μεσοπολεμικής μας ποίησης, η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε σαν σήμερα.
Ο χαιρετισμός του Ρίτσου στον ομότεχνό του Αγγουλέ συμπυκνώνει τη ρεαλιστική αισιοδοξία του κομμουνιστή, που δεν χάνεται μπροστά και στη μεγαλύτερη δυσκολία, ούτε ακόμα μπροστά στον ίδιο το θάνατο.
Είν’ η ζωή μου μια πληγή σε νιότη ευτυχισμένη. Κι αλίμονο όποιος δεν τα ζει ποτέ τα τραύματά του –πληγές ζωής· πάντα θα ’ναι η ζωή του σκορπισμένη και σκόρπια κι η χαρά του.
Και τα δικά μας σπίτια δίπλα είναι, η έστω παραδίπλα. Όταν όμως κοιτάμε ψηλά στον ουρανό και βλέπουμε τα αεροπλάνα τους να κάνουν τον απαραίτητο ελιγμό, για να πάρουν την γνωστή τους κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά της Κρήτης, τότε ντρεπόμαστε…