“Δεν τρομάζεις πια ποτέ σου και με τίποτα, συνήθεια έγινε όταν βλέπεις τις ειδήσεις, σαν κεράκι, σε σαρώνει άγριος άνεμος και δεν ξέρεις αν θα ζήσεις ή θα σβήσεις…”
“Θυμάμαι τον Μάη της μεγάλης απεργίας, τότε δεν υπήρχανε εφημερίδες ούτε πολλές προκηρύξεις κι ο κόσμος έτρεχε και πάλευε μόνο με το δίκιο του και την ψυχή του!…”
Σύμφωνα με τον Σουρή, αν ήσουν πλούσιος στη Γη είσαι προνομιούχος και στον άλλο κόσμο. Έχεις VIP μεταχείριση, αγγελικούς προστάτες, και όλα τα καλά…. Αλλά αν ήσουν φτωχός… Ουπς. Λυπάμαι….
Της Νάγιας Νομικού
Κύριες και κύριοι, οφείλω να ομολογήσω πως αισθάνομαι ότι όλα στην γη βαίνουν καλώς. Πως κανείς δεν σκοτώνεται και πως πλέον εμείς φταίμε, καθώς έχουμε παραισθήσεις με σκοτωμένα παιδιά, πείνα, ερημιά και μανάδες που κλαίνε. Λανθάνουμε! Σεις λέτε κι ομολογείτε τ´ αληθή! Και εξηγούμαι ευθύς!
“Να μου χαράξεις θέλω, εδώ πα’ στην κόρη του ματιού τι φοβάσαι; μην φοβάσαι τούτα τα μάτια έχουν δει χειρότερα…”
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι αυτός που «μας έδωσε τη γλώσσα που μιλάμε και που διεύρυνε τον λογοτεχνικό ορίζοντα της γλώσσας μας. (…) Αν είχαν μελετηθεί και είχαν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις του, θα είχαμε γλιτώσει από όλες τις γλωσσικές περιπέτειες. Κατά τη γνώμη μου ο Σολωμός είναι εθνικός ποιητής, ακριβώς επειδή έδωσε στο έθνος γλώσσα…»
“Κρύβει στα ερείπια κλαίγοντας η Λάιλα την καρδιά της. Μ΄ ένα μαχαίρι έκοψε την μαύρη της κοτσίδα, τη ράβει σταυροβελονιά στην πλουμιστή κεφίγια κι αυτά, τα δένει τρείς φορές τριγύρω στο κορμί της…”
“Άνοιξε το χέρι σου, μυρίζει ξεσηκωμός.. Κι ας μην ήρθε η άνοιξη, άνοιξε το χέρι σου, θα φυτέψουμε κόκκινα δένδρα στην θάλασσα…”
Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Μην ξεστήνετε ακόμη, πυκνώνει ο κόσμος και στην πύλη του φεστιβάλ τόσες γενιές συνωστίζονται στο κατώφλι της Ιστορίας…”