Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών ο Νάνος Βαλαωρίτης, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές μας, δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Κρατώ στα χέρια μου ένα παλιό βιβλίο. Οι φορτωμένες από το βάρος 65 χρόνων ζωής σελίδες του, λύγισαν. Το εξώφυλλο αποκόπηκε από το υπόλοιπο σώμα και το χαρτί κιτρίνισε. Όμως η ψυχή του στέκει εκεί ανάμεσα στις τυπωμένες αράδες, ζωντανή και καθάρια. Είναι η ψυχή του συγγραφέα του.
Μετά το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ το 1962, με έκδηλη τη νοσταλγία και τη μελαγχολία, ίσως και με κάποια διάθεση αυτοκριτικής, θα γράψει: «Με την ψυχή στα χείλη μου, διερωτώμην στην ηλικία που έφθασα αν έκανα καλά ή άσχημα (φιλειρηνικώς και πνευματικώς) που γύρισα τη ράχη μου στον Μαρξισμό και εγκατέλειψα την Επανάστασι, που τόσο πολύ εφλόγιζε τα νεανικά μου χρόνια…»
Η δολοφονία του Λόρκα ήρθε να επιβεβαιώσει ακόμα μια φορά, την αλήθεια πως ο φασισμός μισεί θανάσιμα το πνεύμα και τους πνευματικούς δημιουργούς. Επιδίωξή του είναι να γυρίσει την ανθρωπότητα πίσω, στην κατάσταση του κτήνους.
Αιρετικός, δαιμόνιος και ανατρεπτικός. Δεν έμπαινε εύκολα σε καλούπια, ονειρευόταν βαθιά και αισθαντικά έναν κόσμο αλλιώτικο, αντισυμβατικό, με περισσότερη δικαιοσύνη και λιγότερη υποκρισία. Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1920.
Πότε απλά συναισθηματικός, πότε κοινωνικός ποιητής, πότε αντιτυραννικός και λάτρης της αρετής, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της ελευθερίας, πότε θαυμαστής ανεπανάληπτος του αρχαίου κόσμου, πότε μεγαλόστομος ανθρωπιστής, μας χάρισε μια ποίηση που συνδυάζει τη γλωσσική στιλπνότητα με τη φιλοσοφική ανησυχία, η οποία είναι πραγματικά αξιόλογη.
«…η βία δεν [θα] είναι μόνο η μαμή της ιστορίας αλλά και η μάνα του νεογέννητου λαού» (Ρ. Δ.)
Ανάμεσα στην Καραϊβική θάλασσα και τον Ειρηνικό Ωκεανό ανοίγεται ένα μονοπάτι με αψίδες θριάμβου. Ο στρατηγός Μπολίβαρ έρχεται από τον […]
Έτσι κι αυτός, προτίμησε πάντα το μαύρο. Μα ό,τι είχε να δώσει απ’ την ενατένιση του μαύρου, το έδωσε. Καλό θα ήταν να σταθεί και σε άλλα χρώματα. Μα δεν ήταν σε θέση. Εκτός αν στή ζωή του γινόταν το θαύμα. Αλλά πώς;
«Κόντρα» του στάθηκαν εκείνοι που τον μίσησαν, γιατί μισούσαν την ίδια την Επανάσταση, που ο Μαγιακόφσκι της έδινε ρυθμό και παλμό. Όλοι εκείνοι έφυγαν, ξεχάστηκαν, σα να μην έζησαν ποτέ. Μα ο ποιητής έμεινε να δίνει όλη τη δύναμη του στίχου του στην εργατική τάξη που επιτίθεται…