Ο Κ. Παρορίτης ήταν ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που διώχτηκε από το επίσημο κράτος για τις ιδέες που διατύπωσε στα έργα του. Έχει ενταχθεί στις γραμμές του ΚΚΕ, ακόμα από την ίδρυσή του, και συνεργάζεται με δημοσιεύματά του με το Ριζοσπάστη. Έχει βιώσει ολόκληρη την ως τότε ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος στη χώρα μας και την απεικονίζει στο έργο του.
Στις καταθέσεις του Τολστόι – άρθρα, γράμματα, ημερολογιακές σημειώσεις – είναι αποτυπωμένο το διάγραμμα του ανερχόμενου πυρετού όσο η Ρωσία πλησίαζε τις κρίσιμες χρονολογίες του ρωσοϊαπωνικού πολέμου και της επανάστασης του 1905. Ότι η απολυταρχία έπνεε τα λοίσθια, το λέει και το γράφει με απόλυτη βεβαιότητα.
Ο σοσιαλισμός ήταν ο πρώτος ιδεολογικός έρωτας και του Ντοστογιέφσκι. Μ’ αυτή την πρώτη αγάπη μπήκε στη λογοτεχνία, γι’ αυτήν πήγε στο κάτεργο. Αποκεί γύρισε σκεφτικός κι έπειτα από μερικά χρόνια (1864) τον κέρδιζε ο ιδεολογικός αγώνας κατά των σοσιαλιστών. Όλο το λογοτεχνικό έργο κι ο στοχασμός του ως το τέλος είναι αδύνατο να αποσπαστούν από το θέμα του σοσιαλισμού.
Έκανα το χρέος μου. Παραπάνω δεν μπορούσα. Σφογγίζω σαν τον αργάτη μια στιγμή τον «φαρδήν ιδρώτα»’, όπως λέει ο Ντάντες, και δεν απλώνω χέρι, γιατί ξέρω πως δεν υπάρχει κανένας να μου πλερώσει το μεροκάματο…
Ο Ν. Λαπαθιώτης ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία τη δεκαετία του ’20. Τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου ο ποιητής παρακολουθούσε ανοιχτά συγκεντρώσεις «παράνομων». Συνεργάστηκε με τον παράνομο «Ριζοσπάστη». Στα 1932 δημοσίευσε στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό ποίημα «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου».
Ο Καρυωτάκης βλέπει καθαρά πως τον φόρτωσαν άχρηστο υλικό και πως οι προκατασκευασμένες «αξίες», ηρωισμός, παρθενικοί έρωτες, καταχτητικοί πόλεμοι, πολεμική δόξα ως κι ο Θεός, δεν αποτελεί πια καμιά εγγύηση για το νέο άνθρωπο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο ακριβός μας, ο αγαπημένος μας ποιητής, έφυγε από τη ζωή στις 30 του Οκτώβρη 1988, αθόρυβα όπως έζησε ταξιδεύοντας «πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων». Μα δεν έφυγε ποτέ απ’ το νου κι απ’ τις καρδιές αυτών που «θέλουν να λέγονται άνθρωποι»…
Σαν σήμερα, στις 24 του Οκτώβρη 1963, η Σουηδική Ακαδημία τιμά τον Γιώργο Σεφέρη με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν μια από τις φορές που η απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας δεν προκάλεσε αντιδράσεις, αφού τίμησε ένα ποιητή με σπουδαίο έργο.
Ο Αντρέας Καρκαβίτσας καθότανε όλη την ημέρα κάτω από το μεγάλο πυκνόφυλλο πεύκο, δίπλα στα ντεπόζιτα του νερού. Δεν τον είδα ποτέ να γράφει· όλες τις ώρες διάβαζε. Οι άλλοι, όταν σταματούσαν τη δουλιά βολτάριζαν πάνω κάτω ή κάθιζαν όλοι μαζί μια παρέα και οι φωνές τους, τα γέλια τους, οι καβγάδες τους γέμιζαν την πλατεία. Ύστερα πάλι όλοι μαζί τραβούσαν για το μαγέρικο του μπάρμπα Κώστα.
Μερικοί από μας θεωρούν τους μεν δημιουργούς του παρόντος ως βωβούς και απόντες, τους δε του παρελθόντος ως φέροντες τον τίτλο του διάσημου συγγραφέα, και ρίχνουν το βάρος στο ίδιο το έργο τέχνης, πιστεύοντας ότι διαθέτει πιο καθαρή και ανόθευτη φωνή απ’ αυτήν του δημιουργού του.