Απροσάρμοστα ρατσιστής ο Βασίλης Τσιάρτας – “Ο Αντετοκούμπο προσαρμόστηκε και ακολούθησε τα του Έλληνα, δεν ήρθε να επιβάλλει τα της Νιγηρίας”
Πίσω από τους Αντετοκούμπο και Μπατίστα επιχείρησε να κρύψει ο Βασίλης Τσιάρτας την ακροδεξιά ρητορική του για “εισβολείς” μετανάστες.
Ο Βασίλης Τσιάρτας δεν κρύβει εδώ και καιρό τις ξενοφοβικές και εθνικιστικές του απόψεις, το πρόβλημα είναι ωστόσο ότι πλέον δεν τις εκφράζει μόνο από τα σόσιαλ μίντια, αλλά και από τηλεοπτικού βήματος. Αυτή τη φορά μέσα από την εκπομπή του Αντέννα “Ο δρόμος προς το Euro 2020”, όπου επιχείρησε να χρησιμοποιήσει ως άλλοθι για το ρατσισμό του το Ντανιέλ Μπατίστα, του πρώτου ξένης καταγωγής πολιτογραφημένου Έλληνα παίκτη που αγωνίστηκε στην Εθνική Ομάδα ποδόσφαιρο, αλλά και το Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Αντιπαραβάλλοντας τους σημερινούς πρόσφυγες και μετανάστες με τους δυο αθλητές έκανε λόγο για “εισβολείς”, λέγοντας πως: “Ο Ντανιέλ ήταν ένας παίκτης που πραγματικά βοήθησε και έκανε τη διαφορά. Ταυτίστηκε με την Ελλάδα. Είναι διαφορετικά και το βλέπουμε και το βιώνουμε και σήμερα με τους διάφορους που έχουν έρθει από παντού, τους εισβολείς. Είναι διαφορετικά να έρθει κάποιος στη χώρα σου και να προσαρμοστεί στα εδώ δεδομένα και διαφορετικά να έρθει και να επιβάλει το τι ισχύει στη χώρα του. Ο Ντανιέλ όμως ήταν ένα παιδί που ενσωματώθηκε, που έμαθε τη γλώσσα και ποτέ δεν δημιούργησε πρόβλημα. Έναν τέτοιο άνθρωπο είναι πιο εύκολο να τον αποδεχτείς και να τον στηρίξεις”.
Ο Τσιάρτας διαιωνίζει την ακροδεξιά φιλολογία περί “εισβολέων” για άοπλους και κατατρεγμένους ανθρώπους που ούτε συνεννοούνται μεταξύ τους να έρθουν στην Ελλάδα, ούτε καν επιθυμούν στην πλειονότητά τους να παραμείνουν εδώ, πολλώ δε μάλλον να “επιβάλλουν” το οτιδήποτε στη χώρα και τους κατοίκους της. Σε κάθε περίπτωση, όσοι έρχονται και πετυχαίνουν, δεν τον ενοχλούν. Τον ενοχλούν μονάχα οι φτωχοδιάβολοι, αυτοί που δε μαθαίνουν γρήγορα τη γλώσσα μας, που δεν πετυχαίνουν στη ζωή, για να προσαρμοστούν. Με άλλα λόγια, “δεν είναι αυτός ρατσιστής, οι άλλοι δεν είναι άριστοι”…
Ακόμα χειρότερη είναι υποκρισία του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή στην περίπτωση του Αντετοκούνμπο, τον οποίο παραλληλίζει με το Μπατίστα: «Ο Γιάννης είναι μια περίπτωση όπως αυτή του Ντανιέλ Μπατίστα. Είναι ένα παιδί, που οι γονείς του ήρθαν από τη Νιγηρία, αλλά προσαρμόστηκε και ακολούθησε τα του Έλληνα. Δεν ήρθε να επιβάλλει τα της Νιγηρίας. Εδώ έμαθε μπάσκετ, εδώ μεγάλωσε, εδώ έμαθε τη γλώσσα. Δεν ενόχλησε ποτέ, ούτε δημιούργησε κάποιο θέμα. Δηλαδή παιδιά σαν τον Γιάννη φυσικά και έχουν θέση στη χώρα μας. Τιμάει τη χώρα, την προβάλλει και αποτελεί παράδειγμα».
Δε θα σταθούμε στα γνωστά ιδιόρρυθμα ελληνικά του Τσιάρτα, αναρωτιόμαστε όμως από πού απέκτησε τις γνώσεις για “τα της Νιγηρίας” τα οποία “δεν μας επέβαλε” ο Αντετοκούμπο. Ακόμα μεγαλύτερη θα ήταν η περιέργειά μας για το τι θα έλεγε ο ίδιος ο Τσιάρτας για το Γιάννη, αν δεν ήταν ένα σπάνιο μπασκετικό ταλέντο, αλλά παρέμενε ένα φτωχό μεταναστόπουλο από τα Σεπόλια που πουλούσε CD για να ζήσει. Ένα παιδί που, έχοντας πάει σε ελληνικό σχολείο δεν είχε καν την υπηκοότητα μέχρι να έρθει ειδική ρύθμιση κατ’ εξαίρεση, χωρίς τίποτε να αλλάξει για όλα τα άλλα παιδιά που αν και προσαρμόστηκαν “στα του Έλληνα”, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως παρείσακτοι από την ελληνική πολιτεία, αλλά γι’ αυτά ο Τσιάρτας δε συγκινείται και τόσο.
Σε ένα πράγμα τουλάχιστον είχε δίκιο ο Βασίλης Τσιάρτας, έστω και σε άλλα συμφραζόμενα, πέραν της κάθαρσης του ποδοσφαίρου για την οποία τοποθετήθηκε: “Το σύστημα θέλει ξερίζωμα. Δεν θέλει ρετουσάρισμα.” Από αυτή την άποψη, ο Τσιάρτας έχει δίκιο σπανιότερα και από σταματημένο ρολόι. Αυτό όμως δεν αλλάζει πως το σύστημα που γεννάει και δίνει λόγο σε Τσιάρτες, θέλει πραγματικά ξερίζωμα, μαζί με τους σάπιους καρπούς του.