Αστυνόμευση εργασίας – ποινικοποίηση απεργίας
Στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, ο καπιταλισμός και οι ανά χώρα πολιτικοί του βραχίονες είναι συνδεδεμένοι όχι μόνο με την επίδειξη πολιτικής νομιμοφροσύνης, αλλά και με την ταύτιση με πολιτικές αστυνόμευσης της εργασίας και, συνακόλουθα, ποινικοποίησης της απεργίας…
Η ραγδαία υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, όπως εκδηλώνεται με τις τεχνολογίες έντασης και αστυνόμευσης της εργασίας, αποτελεί συνέπεια των μεθοδευμένων στόχων του καπιταλισμού για πλούτο και κέρδος. Ειδικότερα η πρόσφατη εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας που επεκτείνει τον χρόνο απλήρωτης δουλειάς, οι αντεργατικοί νόμοι Χατζηδάκη (4808/2021) και Γεωργιάδη (5053/2023) περί 13ωρης εργασίας τη μέρα και δυνατότητας απασχόλησης σε πολλούς εργοδότες ως δήθεν «δικαιώματος» του εργαζόμενου, η εφαρμογή του μνημονιακού νόμου Βρούτση – Αχτσιόγλου και, βέβαια, τα περί απαρτίας του 50%+1 στις Γενικές Συνελεύσεις και το υπό ποινικό διωγμό απεργιακό δικαίωμα, όλα αυτά και άλλα περισσότερα αποτελούν τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Γι’ αυτό και οι νόμοι δεν έρχονται ως κεραυνός εν αιθρία. Το αντίθετο, συνδέονται με τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και τις «νεοφιλελεύθερες» και «σοσιαλφιλελεύθερες» αντεργατικές του παρεμβάσεις. Ταυτόχρονα, ταυτίζονται με τον αντεργατικό μηχανισμό εκμετάλλευσης που βρίσκεται σε αντιστοίχιση με σχετικές ευρωενωσιακές Οδηγίες (88/2003, 2019/1152 κ.λπ.), οι οποίες φυσικοποιούν το τερατώδες, δηλαδή τη 13ωρη εργασία την ημέρα. Εξ ου και όλες οι κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από το αν είναι φιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές, με πρόσχημα την προπαγάνδα περί «βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών» νομοθετούν και υλοποιούν την ελαστικοποίηση της εργασίας (flexicurity), όπως και τη μετατροπή της Ελλάδας σε ειδική οικονομική ζώνη. Ωστόσο, αυτή η συστηματική μετατροπή καθιστά τη μεν χώρα ανοχύρωτο χώρο, τους δε εργαζόμενους είλωτες, κορυφώνοντας έτσι την ισοπέδωση των εργασιακών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση, ο νέος αντεργατικός «εκσυγχρονισμός» και οι σχετικές πρόνοιες αποτελούν από τα προαπαιτούμενα του διαβόητου Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ και των δισεκατομμυρίων του, που τελικά καταλήγουν στα ταμεία των επιχειρηματικών ομίλων. Πρόδηλα εντείνεται και εκτείνεται η μετατροπή της Ελλάδας σε μια απέραντη ειδική οικονομική ζώνη φτηνής εργασίας, χωρίς κατοχυρωμένα δικαιώματα και με απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης. Είναι παράλληλα ξεκάθαρο πως η απαγόρευση, συνώνυμη της αστυνόμευσης της εργασίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση του κεφαλαίου και των πολιτικών της εκπροσώπων, πέρα από τον μεσαιωνικό της χαρακτήρα παραπέμπει στον 16ο αιώνα, όταν ο Λούθηρος – εξοργισμένος από τις εξεγέρσεις των χωρικών – στο τετρασέλιδο φυλλάδιό του «Κατά των ληστρικών και δολοφονικών ορδών των χωρικών» καλούσε τους ευγενείς να καταστείλουν διά της βίας το επαναστατικό κίνημα. Μάλιστα ο Λούθηρος απειλούσε ότι οι ψυχές όλων εκείνων που συνεργάστηκαν με τους εξεγερμένους θα βρεθούν στο καθαρτήριο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη (όπως και οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ – ΠΑΣΟΚ) επαναφέρει τις σκοτεινές πλευρές αυτής της Ιστορίας. Στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, ο καπιταλισμός και οι ανά χώρα πολιτικοί του βραχίονες είναι συνδεδεμένοι όχι μόνο με την επίδειξη πολιτικής νομιμοφροσύνης, αλλά και με την ταύτιση με πολιτικές αστυνόμευσης της εργασίας και, συνακόλουθα, ποινικοποίησης της απεργίας.
Στους σκοπούς της «Ενωμένης Ευρώπης» του κεφαλαίου, η εκμετάλλευση με εντατικοποίηση χρόνου σε εποχή αστυνόμευσης της εργασίας και ποινικοποίησης της απεργίας οδηγεί στην υπερεργασία, με σκοπό την παραπέρα εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Αναμφισβήτητα αποτελεί μια στρατηγική νέας εργασιακής επίθεσης και βαρβαρότητας από το κεφάλαιο, που ως τέτοια αναδεικνύει μεταξύ άλλων και την αντιλαϊκή εμπλοκή της «επενδυτικής αναβάθμισης» της χώρας στον ευρωενωσιακό και ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό ως διαρκές καθήκον.
Το ΚΚΕ ανοιχτά και καθαρά, με όπλο την ιστορική πείρα, τις εξελίξεις και βεβαίως τις θέσεις και τους αγώνες του, έχει αποδείξει ότι οι νέοι αντεργατικοί νόμοι δεν αποτελούν έκτακτα – ειδικά μέτρα, αλλά ενσωμάτωση προηγούμενων πολιτικών επιλογών που ξεκίνησαν από τις αρχές του ’70 και ακόμα βαθύτερα: Από τη δεκαετία του ’90 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και αργότερα με τη στρατηγική της Λισσαβόνας τον Μάρτη του 2000, τη στρατηγική της «Ευρώπης 2020» για την απασχόληση και ανάπτυξη (που καθόριζε τις κατευθυντήριες γραμμές των αντεργατικών – αντιλαϊκών πολιτικών για τις δεκαετίες 2020 – 2030), μέχρι τις πρόσφατες Εκθέσεις Ντράγκι – Λέτα και τα σημερινά προαπαιτούμενα του υπερμνημονίου του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σε όλο αυτό το διάστημα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, το ΚΚΕ έδειξε και εξακολουθητικά δείχνει τον δρόμο για το μέλλον της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που είναι η πραγματικά ανθρώπινη κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση. Πάλευε και πάντα παλεύει για την αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλισμού, για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας: Του σοσιαλισμού – κομμουνισμού.
Κώστας Γουλιάμος, πρώην πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών της Ευρώπης, υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ στις πρόσφατες ευρωεκλογές
Από τη στήλη “Αποκαλυπτικά” του σημερινού Ριζοσπάστη