Αστυνομικοί ανάγκασαν φοιτήτρια να κατεβάσει το παντελόνι της στην Πατησίων
Είναι φανερό ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης πρακτικής σωματικών ελέγχων ακόμα και χωρίς καμία αφορμή δεν αποτελεί “μεμονωμένο περιστατικό”, αλλά στοχευμένη επιλογή, με τις ευλογίες προφανώς της πολιτικής ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ.
Σε συνήθεια που έγινε λατρεία φαίνεται πως εξελίσσεται για την ΕΛ.ΑΣ το γδύσιμο όχι μόνο διαδηλωτών, αλλά ακόμα και απλών περαστικών, όπως δείχνουν μια σειρά περιστατικά το τελευταίο διάστημα, που συσσωρεύονται σε ρυθμούς χιονοστιβάδας.
Αυτή τη φορά, θύμα της αστυνομικής αυθαιρεσίας είναι η φοιτήτρια Λ.Μ., που καταγγέλλει ότι λίγο αφότου βγήκε από τη σχολή της, υποβλήθηκε σε εξευτελιστικό έλεγχο, υπό το πρόσχημα της εξακρίβωσης στοιχείων, κατά τον οποίο της ζητήθηκε να κατεβάσει το παντελόνι της στη μέση της Πατησίων.
Η ίδια, υποψιαζόμενη ότι πρόκειται για παράνομη ενέργεια, αρνήθηκε αρχικά, ώσπου γυναίκα ένστολη την τράβηξε σε κοντινό μαγαζί, όπου ανάγκασε την κοπέλα να κατεβάσει τόσο το παντελόνι, όσο και το εσώρουχό της. Η κοπέλα βρέθηκε σε σοκ, κατήγγειλε ωστόσο στη συνέχεια τα όσα υπέστη στην ιστοσελίδα Ξεκίνημα και όσα λέει προκαλούν πραγματικά οργή:
«Ήμουν στη σχολή, είχα τελειώσει το μάθημά μου και είχα κάτσει να τελειώσω κάποιες εργασίες που είχα. Γύρω στις 7, είπα να φύγω. Περπατούσα πάνω στην Πατησίων και ξαφνικά με σταματάνε 3 μπάτσοι και μου ζητάνε τα στοιχεία μου. Εγώ ξέρω ότι αυτό είναι νόμιμο, ότι μπορούν δηλαδή να σου ζητήσουν τα στοιχεία σου και πάω να βγάλω την ταυτότητα από την τσάντα μου. Ένας από αυτούς βούτηξε την τσάντα μου και άρχισε να την ψάχνει. Ο άλλος κοίταξε τα στοιχεία στην ταυτότητα μου και την έδωσε σε αυτόν που κρατούσε την τσάντα μου για να την βάλει πίσω. Ο τρίτος μου είπε να ανοίξω τα χέρια μου. Τον ρώτησα για ποιο λόγο και απάντησε ότι ήθελε να μου κάνει έλεγχο. Τον ξαναρώτησα αν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να μου κάνουν έλεγχο, οπότε αυτός ύψωσε τη φωνή του και επανέλαβε “άνοιξε τα χέρια σου”. Φοβήθηκα, οπότε σήκωσα τα χέρια μου. Μου έκανε έναν “επιφανειακό” έλεγχο και στη συνέχεια φώναξε “Ελένη, έλα εδώ”».
«Μια γυναίκα αστυνομικός πλησίασε και μου ζήτησε και αυτή να ανοίξω τα χέρια μου. Της είπα ότι μόλις μου έκαναν έλεγχο και τη ρώτησα αν υπάρχει λόγος να μου ξανακάνει. Επέμενε, οπότε κι εγώ ξανασήκωσα τα χέρια μου. Μ’ έπιασε κυριολεκτικά παντού! Όταν έπιασε τη σερβιέτα μου, με ρώτησε “αυτό τι είναι;” κι εγώ της απάντησα “σερβιέτα. Όπως φαντάζομαι έχετε κι εσείς περίοδο, έχω κι εγώ”. Με κοίταξε και μου είπε να κατεβάσω το παντελόνι μου. Της απάντησα “είμαστε πάνω στην Πατησίων το ξέρετε;” κι αυτή εντελώς ψυχρά και επιθετικά ανταπάντησε “ναι, κατέβασε το παντελόνι σου σε παρακαλώ”. Εγώ επέμενα. Της είπα “έχετε κάποιο ένταλμα για να κάνετε κάτι τέτοιο; Γιατί εγώ δεν πρόκειται να κατεβάσω το παντελόνι μου σε δημόσιο χώρο”. Μ’ έπιασε τότε από το χέρι και με τράβηξε, παρά τις διαμαρτυρίες μου, σ’ ένα μαγαζί που ήταν 2-3 μέτρα πιο κάτω».
«Μ’ έβαλε μέσα στις τουαλέτες, έκατσε μπροστά στην πόρτα και με ανάγκασε να κατεβάσω το παντελόνι και το εσώρουχό μου. Στη συνέχεια μου είπε ότι μπορώ να φύγω. Έτρεμα από τα νεύρα μου και της είπα “έχω την αίσθηση ότι αυτό που κάνετε είναι παράνομο κι αν θέλετε να πάμε στο τμήμα να το λύσουμε αυτό το θέμα”. Κι αυτή απάντησε “αν συνεχίσεις έτσι θα σε πάω εγώ στο τμήμα”, εννοώντας ότι θα με συλλάβει. Φοβήθηκα, οπότε έφυγα».
«Πήγα προς τη στάση του ΟΤΕ να πάρω το λεωφορείο. Οι άλλοι μπάτσοι είχαν εξαφανιστεί. Ήμουν σοκαρισμένη και θυμωμένη. Μπαίνοντας στο λεωφορείο έβαλα τα κλάματα. Σκεφτόμουν ότι δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό και αναρωτιόμουν αν υπήρχε κάτι άλλο που θα μπορούσα να είχα κάνει».
Είναι φανερό ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης πρακτικής σωματικών ελέγχων ακόμα και χωρίς καμία αφορμή δεν αποτελεί “μεμονωμένο περιστατικό”, αλλά στοχευμένη επιλογή, με τις ευλογίες προφανώς της πολιτικής ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ. Το δόγμα του “νόμος και τάξη” περνάει μέσα από την καλλιέργεια ενός γενικευμένου φόβου και της υποταγής στις εκάστοτε διαθέσεις των “οργάνων της τάξης”. Εντύπωση επίσης προκαλεί ότι πληθαίνουν οι αναφορές για ιδιωτικούς χώρους που φαίνεται πως λειτουργούν ως “καταφύγια” της αστυνομικής βίας, όπως πάρκινγκ ή καταστήματα, κάτι που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι συμβαίνει χωρίς συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες.