“Δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ” – Απαγορευτικά περιουσιακά κριτήρια για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας φέρνει ο Μάκης Βορίδης
Αποκαλυπτικό για το σκληρά ταξικό χαρακτήρα των προωθούμενων αλλαγών είναι πως ορίζεται ως προαπαιτούμενο το “ετήσιο εισόδημα που του εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας”.
Η απροθυμία του ελληνικού κράτους να χορηγήσει την ελληνική υπηκοότητα σε αλλοδαπούς με μακρά και νόμιμη παραμονή στην Ελλάδα, δεν είναι ακριβώς καινούριο γεγονός, αλλά διαχρονικό χαρακτηριστικό όλων των κυβερνήσεων από την εποχή που η χώρας μα μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών τη δεκαετία του ’90. Επί της παρούσας ωστόσο διακυβέρνησης, ο έμμεσος αυτός αποκλεισμός γίνεται ολοένα και πιο ρητός, και αποκτά πιο θεσμικά χαρακτηριστικά, με την αλλαγή και της σχετικής νομοθεσίας επί το αυστηρότερο.
Αν πριν λίγες εβδομάδες η διαρροή του τεστ για την ελληνική ιθαγένεια είχε προκαλέσει ένα κράμα οργής και θυμηδίας, καθώς περιείχε από ερωτήσεις για ελληνικές ταινίες μέχρι και για επιτυχίες των ONIRAMA, οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις μετατρέπουν την απόκτηση υπηκοότητας σε προνόμιο κλειστού κλαμπ, μόνο για όσους κρίνονται αρκετά εύποροι ώστε να έχουν πολιτικά δικαιώματα στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι ότι ο Μάκης Βορίδης επανέφερε διάταξη που προέβλεπε ως απαραίτητες προϋποθέσεις πολιτογράφησης τη σταθερή εργασία και το ετήσιο εισόδημα ίσο με του ανειδίκευτου εργάτη, κάτι που αρχικά είχε καταργηθεί από τον προκάτοχό του Τ. Θεοδωρικάκο, μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν τότε.
Αποκαλυπτικό για το σκληρά ταξικό χαρακτήρα των προωθούμενων αλλαγών είναι πως ορίζεται ως προαπαιτούμενο το “ετήσιο εισόδημα που του εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας”. Ως επαρκές εισόδημα ορίζονται τα 7800 ευρώ ετησίως, με προσαύξηση 10% για κάθε εξαρτώμενο μέλος, με εξαίρεση όσους έχουν πιστοποιημένη αναπηρία άνω του 67% και μπορούν να δηλώσουν ως εισόδημα τα προνοιακά επιδόματα. Μάλιστα, το συγκεκριμένο εισόδημα, θα πρέπει, ανάλογα με την κατηγορία των ενδιαφερομένων, να υφίσταται συνεχώς τα τελευταία 3 ως 7 χρόνια ως εξής:
“Για τους αιτούντες που απαιτείται να συμπληρώνουν 3 έτη προηγούμενης νόμιμης διαμονής (πολίτες Ε.Ε., σύζυγοι Ελλήνων πολιτών με τέκνο) πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα και τα 3 αυτά έτη. Για όσους απαιτείται να συμπληρώνουν 7 έτη (πρόσφυγες ή με καθεστώς επικουρικής, όσοι είναι με άδεια ανθρωπιστικών λόγων, επί μακρόν διαμένοντος, δεύτερης γενιάς, δεκαετίας, μέλη οικογένειας Ελλήνων πολιτών) πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για τουλάχιστον τα τελευταία 5 έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως. Για όσους απαιτείται να συμπληρώνουν 12 έτη (όσοι κατέχουν λοιπούς τύπους αδειών διαμονής) πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για τουλάχιστον τα τελευταία 7 έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως(…)”.
Ακόμα και από τη φρασεολογία είναι φανερό ότι οι μετανάστες αντιμετωπίζονται εμμέσως πλην σαφώς ως “βδέλλες” που έρχονται να απομυζήσουν τα -έτσι κι αλλιώς γλίσχρα – επιδόματα που προσφέρει το ελληνικό κράτος, ή στην καλύτερη ως δανειολήπτες που πρέπει να φέρουν ένα σωρό αποδείξεις για τη φερεγγυότητά τους. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό πως με τέτοια κριτήρια, δεδομένης μάλιστα της μαύρης εργασίας και υποαπασχόλησης που αφορά μεγάλο κομμάτι των μεταναστών, περιορίζεται ακόμα περισσότερο το ποσοστό όσων έχουν ελπίδες για πολιτογράφηση. Είναι φανερό πως επιδίωξη του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης είναι να κρατάει όμηρους χωρίς δικαιώματα χιλιάδες ανθρώπους, ώστε να είναι ακόμα πιο εύκολα εκμεταλλεύσιμοι και αναλώσιμοι όταν υπάρχει ανάγκη για φτηνά εργατικά χέρια, αλλά και να αποθαρρυνθούν από την προσέλευση και παραμονή στη χώρα μας.