Έχουν πράγματι “αλλάξει οι συνθήκες;” – 100 χρόνια πίσω μας πάει η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας
Όσοι ισχυρίζονται πως φέρνουν την “πρόοδο” ενάντια στο “παρελθόν”, στην πραγματικότητα βρίσκονται πίσω από το Βενιζέλο και το Μεταξά.
Μπορεί το ξαφνικό νέο κλείσιμο του λιανεμπορίου να περιορίζει τα καταστήματα που αύριο θα ανοίξουν, αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός πως στα σούπερ μάρκετ κυρίως για μια ακόμα φορά θα κληθούν οι υπάλληλοι να θυσιάσουν την Κυριακή τους, ενώ ούτως ή άλλως η κατάργηση της αργίας έρχεται για να μείνει.
Οι θιασώτες του μέτρου, κυβερνήσεις και οι κονδυλοφόροι της προσπαθούν να μας αποδείξουν ότι πρόκειται για κάτι το πρωτοποριακό, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Στην πραγματικότητα, μια γρήγορη ματιά στην ιστορία μας πείθει ότι αυτό που επιτυγχάνει το ξήλωμα της αργίας, είναι απλά η επιστροφή σε δεδομένα του 1910, δηλαδή πάνω από έναν αιώνα πριν, όταν πράγματι δούλευαν καθημερινά τα καταστήματα κάθε είδους, όπως και συνολικά οι επιχειρήσεις.
Η θέσπιση της αργίας ήρθε το 1910, μετά την εκλογή του Ελευθερίου Βενιζέλου στη θέση του πρωθυπουργού, στα πλαίσια των πρώτων ουσιαστικά ρυθμίσεων εργατικού δικαίου που εφαρμόστηκαν στο ελληνικό κράτος, όπου στην αγορά εργασίας επικρατούσαν κυριολεκτικά συνθήκες ζούγκλας, αυτό ακριβώς που ονειρεύονται και θεσμικά όσοι μιλούν για “εκσυγχρονισμό” της εργασιακής νομοθεσίας σήμερα.
Για τη νεοσύστατη “Υπηρεσία Εργασίας και Κοινωνικής Προνοίας”, ως ημιανεξάρτητο παράρτημα του υπουργείου οικονομίας, η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας ήταν το πρώτο της νομοθέτημα. Μάλιστα, η νομοθεσία αυτή εφαρμόστηκε τμηματικά και σταδιακά, αρχικά μόνο στην Αθήνα, τον Πειραιά και το Βόλο και για συγκεκριμένους κλάδους που στη συνέχεια διευρύνονταν, μετά από σημαντικές τοπικές και συντεχνιακές διαμάχες.
Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης έφτιαξε για πρώτη φορά μια «Υπηρεσία Εργασίας και Κοινωνικής Προνοίας» που ήταν ο πρόγονος του σημερινού «υπουργείου εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης». Την έφτιαξε ως ημιανεξάρτητο παράρτημα του υπουργείου εθνικής οικονομίας, με μια πολύ περίεργη σύνθεση. Την αποτελούσαν 7 εργάτες, 7 βιομήχανοι, 7 ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι, 5 καθηγητές πολιτικής οικονομίας και 3 βουλευτές. Πρώτο νομοθέτημα αυτής της αλλόκοτης υπηρεσίας ήταν η καθιέρωση της αργίας της Κυριακής, όχι σ’ όλη την επικράτεια αλλά ονομαστικά σε συγκεκριμένες πόλεις, συγκεκριμένα την Αθήνα, τον Πειραιά και το Βόλο και συγκεκριμένους κλάδους, ενώ για την υπόλοιπη χώρα θα αποφάσιζαν οι τοπικές αρχές. Σταδιακά και παρά τις αρχικές τοπικές και συντεχνιακές διαμάχες, το μέτρο άρχισε να επεκτείνεται, μέχρι που η δικτατορία Μεταξά καθιέρωσε και στους τελευταίους κλάδους που είχαν απομείνει την κυριακάτικη αργία, σε μια προσπάθεια να κτίσει “φιλολαϊκό” προφίλ. Το ίδιο είχε κάνει εξάλλου και σε ό,τι αφορά την κοινωνική ασφάλιση, παρουσιάζοντας ως δική της δημιουργία την ίδρυση του ΙΚΑ, παρότι ο οργανισμός υπήρχε από το 1934.
Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, ότι η θέσπιση της κυριακάτικης αργίας δεν ήταν κάποιου είδους ριζοσπαστικό ή “σοσιαλιστικό” μέτρο, αλλά ένας στοιχειώδης αστικός εκσυγχρονισμός, τόσο “ακίνδυνος” που προσπάθησε να τον οικειοποιηθεί ακόμα και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Όσοι δηλαδή ισχυρίζονται πως φέρνουν την “πρόοδο” ενάντια στο “παρελθόν”, στην πραγματικότητα βρίσκονται πίσω από το Βενιζέλο και το Μεταξά, για να μην πούμε πίσω κι από την εκκλησία της Ελλάδος, που για τους δικούς της λόγους είχε ταχθεί τότε υπέρ του μέτρου.
Λένε φυσικά οι ίδιοι πως “οι συνθήκες σήμερα έχουν αλλάξει”. Αλήθεια, τι ακριβώς έχει αλλάξει; Μήπως η ανάγκη των εργαζόμενων για ξεκούραση, ελεύθερο χρόνο, επικοινωνία με την οικογένεια και τους φίλους τους; Το μόνο που έχει αλλάξει είναι η πολύ μεγαλύτερη επέκταση, σε σχέση με το 1910,των μεγάλων αλυσίδων, αυτών που βρίσκονται και στην “πρωτοπορία” για τη διάλυση του ωραρίου και της κυριακάτικης αργίας. Μια διάλυση, που δεν αφορά τελικά μόνο τους εμποροϋπαλλήλους, αλλά κάθε εργαζόμενο βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Γι’ αυτό, όχι απλά δεν ψωνίζουμε τις Κυριακές, αλλά κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τις προστατεύσουμε.