Η λογοκρισία είναι στο DNA της δημοκρατίας σας – Πίσω από την υπόθεση Ακρίτα
Αν αυτό συμβαίνει σε μια αναγνωρίσιμη, καταξιωμένη αρθρογράφο, όπως η Ακρίτα, μπορείτε να φανταστείτε τι συμβαίνει γενικά και να αναλογιστείτε πόσες περιπτώσεις περνάνε στα ψιλά και δε βλέπουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Ο μη αστικός μύθος λέει πως όταν το Έθνος της δεκαετίας του ’80 είχε λογοκρίνει ένα κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη, εκείνος άρχισε να στέλνει κάθε μέρα το ίδιο στη διεύθυνση, ώσπου τελικά απολύθηκε. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά – αν και τραγικά ίδια και απαράλλαχτα από μια άποψη. Η Ακρίτα είχε πολύ καλύτερους τρόπους και μέσα να υπερασπίσει τον εαυτό της από τους λογοκριτές της και αν έχει χιούμορ – για το οποίο σε γενικές γραμμές δεν αμφιβάλλουμε – μπορεί να υπογράψει το επόμενό της άρθρο με ψευδώνυμο Έλενα Α-λογο-κριτα -και ελπίζουμε αυτό να μην εκληφθεί ως κακό λογοπαίγνιο που θα έλεγε ο “αγαπημένος” της Σεφερλής.
Το άρθρο της για την κυβέρνηση και τη βίλα του Τσίπρα έγινε viral, αφού το ανέβασε στον τοίχο της στο facebook και έφτασε σε χιλιάδες οθόνες κι αναγνώστες, πολύ περισσότερους από ό,τι θα είχε αν δημοσιευόταν κανονικά στην εφημερίδα, κάτι που δείχνει την παραδοσιακή διαχρονική σχέση της λογοκρισίας με την ηλιθιότητα. Επειδή το θέμα προκάλεσε δικαιολογημένα ντόρο και πήρε έκταση και προεκτάσεις, είναι χρήσιμο να σημειώσουμε την ουσία του ζητήματος για να μη χαθεί μες στον ορυμαγδό.
Κάποιοι υποτιμούν το ζήτημα της λογοκρισίας, γιατί τάχα δεν υπάρχει τέτοια στην εποχή των σόσιαλ μίντια, ή π.χ. γιατί πρόκειται για κείμενο της Ακρίτα, που έχει τη “δύναμη” και την αναγνωρισιμότητα να την ακυρώσει στην πράξη και να μην επιτρέψει τη φίμωσή της.
ΛΑΘΟΣ. Η ανάγνωση είναι ακριβώς η αντίστροφη. Αν αυτό συμβαίνει σε μια αναγνωρίσιμη, καταξιωμένη αρθρογράφο, όπως η Ακρίτα, μπορείτε να φανταστείτε τι συμβαίνει γενικά και να αναλογιστείτε πόσες αντίστοιχες περιπτώσεις περνάνε στα ψιλά ή δε βλέπουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Η ουσία παραμένει πως μια από τις πλέον ιστορικές εφημερίδες με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία, λογοκρίνει απροκάλυπτα μια αρθρογράφο της και αυτό είναι δείκτης για την ποιότητα της δημοκρατίας που απολαμβάνουμε – της καλύτερης που είχαμε ποτέ- όπως διαφημίζεται.
Κι αυτή είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου για όσους μπερδεύουν την ελευθερία της έκφρασης με τα σόσιαλ μίντια και για όσους σοκάρονται: Υπάρχει λογοκρισία στη χώρα μας Βίρνα; Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;
Η Ελλάδα απολαμβάνει μια ψευδεπίγραφη ελευθερία του τύπου και κατακτά πολλές θλιβερές πρωτιές σε διάφορες στατιστικές (όχι μόνο στην αντιμετώπιση του κορονοϊού, αλλά και) στην υπεράσπιση της ελευθερίας του τύπου. Το πιστοποιούν δεκάδες παραδείγματα, όπως του φωτορεπόρτερ που είχε τραβήξει τη λήψη με έναν αστυνομικό να κρατάει πιστόλι, αλλά η εφημερίδα του δεν τη δημοσίευσε ποτέ και τον απέλυσε όταν αυτή δημοσιεύτηκε τελικά από ξένο ειδησεογραφικό πρακτορείο.
Εκτός κι αν νομίζετε πως τα παιδιά που δουλεύουν για τρεις κι εξήντα στα ΜΜΕ, βγάζοντας όλη την ύλη, τη ροή, το πρόγραμμα και γενικώς όλη τη βρώμικη δουλειά, έχουν το ελεύθερο να πουν ό,τι πιστεύουν, ανεξάρτητα από τη γραμμή του μέσου και του ιδιοκτήτη του.
Αυτό δε συμβαίνει ούτε καν σε αθλητικά ΜΜΕ, πόσο μάλλον σε πολιτικά – ενημερωτικά, που το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Η υπερασπιστική γραμμή της εφημερίδας είναι πως το άρθρο της Ακρίτα ακύρωνε τη δουλειά της και το ρεπορτάζ της όλων των προηγούμενων ημερών. Στην πραγματικότητα, τα κίνητρα της λογοκρισίας είναι σαφώς πολιτικά, γι’ αυτό είναι σημαντικό να μη χάσουμε την πολιτική ουσία.
Τα ΝΕΑ υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα και έχουν ξεκάθαρα γραμμή στήριξης της κυβέρνησης, όπως δείχνει χωρίς να κρατά καν τα προσχήματα η καθημερινή αρθρογραφία του Πρετεντέρη στην τελευταία σελίδα. Σωστά, αλλά όχι απόλυτα. Τα ΝΕΑ δεν υπηρετούν στενά ένα κόμμα ή μια παράταξη -όπως έκανε το συγκρότημα κάποτε-, αλλά πρώτα και κύρια συγκεκριμένα συμφέροντα με δεδομένες πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες ωστόσο είναι ρευστές και αλλάζουν. Γι’ αυτό βαράνε μια στο καρφί και μια στο πέταλο, με διάφορες σπόντες και μικρά χτυπηματάκια, όπως διαπιστώνουν οι πιο προσεκτικοί αναγνώστες τους, ενώ ο ιδιοκτήτης του ομίλου τάχθηκε πρόσφατα υπέρ του νόμου Παππά για τα ΜΜΕ – του ίδιου Παππά που καμάρωνε πως συγκρούστηκε με τους καναλάρχες.
Τελευταίο – σε σειρά, όχι σε σημασία – είναι το ζήτημα της πολιτικής αντιπαράθεσης που πολύ εύστοχα βάζει το άρθρο της Ακρίτα -αν και το εντοπίζει πιθανότατα μόνο στη μία πλευρά. Μια στείρα αντιπαράθεση που αφήνει στην άκρη την ουσία, που ψάχνει να βρει το δευτερεύον, το μικροπολιτικό, κάτι εντυπωσιοθηρικό με άρωμα σκανδάλου αν γίνεται, το διάβολο στις λεπτομέρειες, ενώ ο κόσμος βράζει από οργή και βιώνει μια καθημερινή κόλαση.
Η βίλα του Τσίπρα, η Πάρνηθα, η ψαροταβέρνα, το σπίτι στο Λυκαβηττό, η υπέρκομψη Μαρέβα, οι γκριμάτσες του Mr. Bean. Όλα αυτά είναι συμπληρωματικά, απ’ το ίδιο παραπολιτικό καζάνι, κι εμείς βράζουμε στο ζουμί μας.
Όχι πως δεν είναι αστεία ή δε σηκώνουν τρολάρισμα. Όχι πως δεν είναι σημαντικά, ότι δεν προδίδουν αλαζονεία, γελοιότητα, δουλική υποτέλεια και διαπλοκή με δημοσιογράφους. Είναι όμως αστείο όταν η αντιπολίτευση εστιάζει σε αυτά γιατί δεν έχει άλλα σημεία να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά και η αντιπαράθεση περιστρέφεται συνεχώς γύρω τους, φτιάχνοντας ένα πολιτικό γαϊτανάκι, που δε διαφέρει από τσίρκο.