Ματεότι, Λαμπράκης, Φύσσας: φασιστικές δολοφονίες και κρατική εξουσία
Η δίκη της Χρυσής Αυγής φέρνει πάνω της το χνάρι της αντίστασης του Παύλου Φύσσα τη βραδιά της φασιστικής ενέδρας στο Κερατσίνι. Αντί για τρόμο, η δολοφονική επίθεση προκάλεσε οργή που με τη σειρά της έσκαψε το χαράκωμα της ποινικής δίωξης κατά των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, που επί δεκαετίες εγκληματούσαν ατιμώρητοι.
*Του Θανάση Καμπαγιάννη
Η ανακοίνωση της αποφυλάκισης του Ρουπακιά στις 18 Μάρτη 2016, εξαιτίας συμπλήρωσης του ανώτατου όριου προφυλάκισης των 30 μηνών, δημιούργησε κατακραυγή στην κοινή γνώμη και αναζωπύρωσε τις αμφιβολίες για το σύστημα δικαιοσύνης και τη δίκη των νεοναζί. Για ποιό λόγο, ενώ εχουν περάσει δυόμισυ χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν έχουν καταδικαστεί ακόμα οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί της, την ίδια στιγμή που όλα τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής κυκλοφορούν πια ελεύθερα, μαζί τους πλέον και ο Ρουπακιάς;
Η εκκίνηση της ποινικής δίωξης σε βάρος της Χρυσής Αυγής για “εγκληματική οργάνωση” ήταν ο καρπός της μαζικής αντιφασιστικής έκρηξης του Σεπτέμβρη του 2013 και του τρόμου που αυτή προκάλεσε στην κυβέρνηση Σαμαρά. Η απόφαση για την ποινική δίωξη πέταξε το μπαλάκι στη δικαστική εξουσία, δίνοντας πλέον τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να λέει ότι η ίδια δεν έχει καμία πολιτική ευθύνη για την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, για την οποία “τώρα θα επιληφθεί η Δικαιοσύνη”.
Πρόκειται για ένα μοτίβο που έχουμε δει να επαναλαμβάνεται συχνά σε φασιστικές δολοφονίες. Στο άρθρο αυτό έχουμε επιλέξει τρεις τέτοιες σημαίνουσες υποθέσεις, τη δολοφονία του Τζιάκομο Ματεότι στην Ιταλία το 1924, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στην Ελλάδα το 1963 και τη δολοφονία Φύσσα το 2013. Αφού πρώτα δώσουμε το βασικό περίγραμμα αυτών των φασιστικών δολοφονιών, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, βγάζοντας ταυτόχρονα συμπεράσματα για την πολιτική και δικαστική τους εξέλιξη που μπορούν να φανούν χρήσιμα στο σήμερα.
Δολοφονία Ματεότι
Ο Τζιάκομο Ματεότι (1885-1924) ήταν βουλευτής του Ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας και ένας από τους ηγέτες της ρεφορμιστικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος. Από το 1922, στην Ιταλία, βρισκόταν στην εξουσία το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα του Μπενίτο Μουσολίνι, χωρίς όμως να έχει κατορθώσει ακόμα να τσακίσει ολοκληρωτικά τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και τα υπολείμματα της αστικής δημοκρατίας. Η δολοφονία του Ματεότι θεωρείται σήμερα ως η αποφασιστική καμπή για τη νίκη του ιταλικού φασισμού και το χτίσιμο του ολοκληρωτικού κράτους του Μουσολίνι. Λίγες μέρες πριν τη δολοφονική επίθεση, στις 30 Μαϊου του 1924, ο Ματεότι είχε καταγγείλει δημόσια σε ομιλία του στο κοινοβούλιο τη νοθεία και τους τραμπουκισμούς των φασιστών στη διάρκεια των τελευταίων εκλογών, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη σύνδεση τους με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Οι φασιστικές εφημερίδες την επόμενη μέρα έγραψαν ότι “απέναντι στις ομιλίες του Ματεότι έχει υπάρξει μέχρι τώρα υπερβολική ανοχή”.
Στις 10 Ιούνη του 1924, φασίστες τραμπούκοι έστησαν ενέδρα και επιτέθηκαν στον Ματεότι έξω από το σπίτι του, τον οποίο στη συνέχεια έσυραν μέσα στο αυτοκίνητό τους και απήγαγαν. Ο Ματεότι αμύνθηκε στα χτυπήματα των τραμπούκων, οι οποίοι συνέχισαν να τον χτυπούν μέχρι που ένας από αυτούς τον μαχαίρωσε με στιλέτο. Οι φασίστες επιχείρησαν να κρύψουν τα ίχνη τους, παραχώνοντας το πτώμα του Ματεότι σε μια ερημική τοποθεσία έξω από τη Ρώμη και προσπαθώντας να καθαρίσουν το αυτοκίνητο από τα ίχνη του εγκλήματος. Όμως το έγκλημα ήταν κάθε άλλο παρά τέλειο.
Οι τραμπούκοι, με επικεφαλής τον Αμέρινγκο Ντουμίνι, ήταν μέλη μιας επίλεκτης ομάδας “εσωτερικής ασφάλειας” του φασιστικού κόμματος. Και το αυτοκίνητο με το οποίο είχε γίνει η δολοφονία είχε νοικιαστεί από στέλεχος του καθεστώτος, τον Φιλίππο Φιλιππέλι (εκδότη μιας φασιστικής εφημερίδας), κατόπιν εντολής του οργανωτικού γραμματέα του κόμματος Μαρινέλι και του διευθυντή του γραφείο τύπου του υπουργικού συμβουλίου Τσέζαρε Ρόσσι. Τα νέα της δολοφονίας συγκλόνισαν την ιταλική κοινή γνώμη και για κάποιους μήνες το καθεστώς Μουσολίνι βρέθηκε κυριολεκτικά στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Το έμβλημα των “Σωματοφυλάκων του Ντούτσε”
Όμως η ατολμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης (που αποσύρθηκαν από τη Βουλή και συγκρότησαν το αντι-κοινοβούλιο του Αβεντίνο) και η αποκλειστική εμμονή τους στη θεσμική απεύθυνση στον Βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε Γ’ να αποπέμψει τον Μουσολίνι έδωσε πολύτιμο χρόνο στους φασίστες. Όταν το καθεστώς ξαναένιωσε ισχυρό, ο Μουσολίνι έκανε, στις 3/1/1925, την περίφημη ομιλία του στη Βουλή με την οποία αναλάμβανε “την πολιτική, ηθική και ιστορική ευθύνη όλων όσων έχουν συμβεί… Εαν ο φασισμός είναι μια εταιρεία εγκλήματος, εάν όλες οι πράξεις βίας υπήρξαν το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου ιστορικού, πολιτικού και ηθικού κλίματος, εγώ έχω όλη την ευθύνη γι’ αυτό…”.Ακολούθησε ένα όργιο βίας κατά της αντιπολίτευσης και των οργανώσεων του εργατικού κινήματος που επισφραγίστηκε με τη διάλυση κάθε δημοκρατικού θεσμού το 1926. Η δίκη των δολοφόνων του Ματεότι, που έγινε τον Μάρτη και τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς, ήταν μια φάρσα, με τους βασικούς κατηγορούμενους να αποφυλακίζονται μέσα σε λίγους μόλις μήνες (ο Ντουμίνι τυπικά καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, ενώ οι ηθικοί αυτουργοί δεν κάθισαν καν στο εδώλιο).
Δολοφονία Λαμπράκη
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης (1912-1963) ήταν βουλευτής Πειραιά, συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ, τη νόμιμη πολιτική έκφραση του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Λαμπράκης ήταν γιατρός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, παλιός αθλητής και βαλκανιονίκης (το 1936 είχε μάλιστα συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου). Η συμμετοχή του στο κίνημα ειρήνης της εποχής τον είχε κάνει κόκκινο πανί για τη δεξιά και το παρακράτος. Τον Μάη του 1963, ο Λαμπράκης έσπασε την απαγόρευση της πορείας ειρήνης του Μαραθώνα, βαδίζοντας μόνος του με το ίδιο πανό με το οποίο είχε συμμετάσχει σε διεθνή πορεία ειρήνης στην Αγγλία, λίγες βδομάδες πριν.
Στις 22 Μάη του 1963, ο Λαμπράκης ήταν ομιλητής σε εκδήλωση της Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη στη Θεσσαλονίκη. Κάτω από τον χώρο της εκδήλωσης (που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Ερμού), παρακρατικές φασιστικές ομάδες είχαν οργανώσει αντισυγκέντρωση, δέρνοντας και προπηλακίζοντας τους συμμετέχοντες. Αν και παρούσα στον χώρο ήταν μεγάλη δύναμη της Χωροφυλακής (με πάνω από 180 άνδρες και με φυσική παρουσία όλης της ηγεσίας των σωμάτων ασφαλείας Θεσσαλονίκης), οι παρακρατικοί δεν δίστασαν να χτυπήσουν αρχικά τον βουλευτή της Αριστεράς Γιώργο Τσαρουχά. Όταν ο Λαμπράκης επιχείρησε, στο τέλος της εκδήλωσης, να διασχίσει το δρόμο, ένα τρίκυκλο με οδηγό τον Σπύρο Γκοτζαμάνη και συνεπιβάτη τον Μανώλη Εμμανουηλίδη κινήθηκε προς το μέρος του και ο Εμμανουηλίδης τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα γκλομπ. Η σύλληψη των δολοφόνων έγινε εφικτή εξαιτίας της τόλμης ενός αυτόπτη μάρτυρα, του Χατζηαποστόλου, που πήδηξε στην καρότσα του τρίκυκλου (κερδίζοντας επάξια στην ιστορία το προσωνύμιο “τίγρης”) και ακινητοποίησε μετά από σκληρή πάλη το όχημα.
Από εκείνο το σημείο και πέρα, άρχισε να ξετυλίγεται το σχέδιο της δολοφονίας, που οι κρατικοί μηχανισμοί και οι δεξιές εφημερίδες έσπευσαν αρχικά να συγκαλύψουν μιλώντας για “τροχαίο ατύχημα”. Η σύλληψη των Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη και η είδηση ότι και οι δύο τους ήταν μέλη μιας παρακρατικής φασιστικής οργάνωσης, του “Συνδέσμου Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος” (!), υπό την ηγεσία του γερμανοντυμένου στην κατοχή δοσίλογου Ξενοφώντος (“Φον”) Γιοσμά, προκάλεσαν μια πλημμυρίδα αποκαλύψεων. Οι αποκαλύψεις δεν συγκαλύφθηκαν εξαιτίας και της θαρρετής στάσης που επέδειξε ο ανακριτής που ανέλαβε την υπόθεση, ο (μετέπειτα και Πρόεδρος της Δημοκρατίας) Χρήστος Σαρτζετάκης. 200.000 λαού συμμετείχαν στην κηδεία του Λαμπράκη στην Αθήνα (που έμεινε εγκεφαλικά νεκρός για λίγες μέρες, μέχρι να ξεψυχήσει στις 27 Μαϊου). Η κυβέρνηση Καραμανλή αναγκάστηκε να παραιτηθεί μέσα σε τρεις βδομάδες (στις 11 Ιουνίου 1963).
Η Μακεδονία την επομένη της δολοφονίας.
Η δίκη των δολοφόνων του Λαμπράκη ξεκίνησε τελικά τον Οκτώβρη του 1966 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβρη. Κατηγορούμενοι ήταν όχι μόνο οι φυσικοί αυτουργοί Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, αλλά και ο Φον Γιοσμάς, καθώς και οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στην οργάνωση της “αυθόρμητης” αντισυγκέντρωσης και επέτρεψαν τη δολοφονία – συνολικά 32 κατηγορούμενοι. (Να πούμε εδώ ότι οι εισαγγελικές αρχές προσπάθησαν να “διαχωρίσουν” τις υποθέσεις και να στήσουν τρεις-τέσσερις ξεχωριστές δίκες για να ξεπλύνουν τους ηθικούς αυτουργούς, αλλά αρχικά τουλάχιστον δεν τα κατάφεραν). Το αποτέλεσμα της δίκης ήταν απογοητευτικό: οι φυσικοί αυτουργοί Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης καταδικάστηκαν για θανατηφόρα σωματική βλάβη (και όχι ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) σε κάθειρξη 11 και 8,5 χρόνια αντίστοιχα. Οι ηθικοί αυτουργοί και οι παρόντες αστυνομικοί έπεσαν στα μαλακά με ποινές που δεν ξεπερνούσαν τη φυλάκιση του ενός έτους. Στη διάρκεια της Χούντας, οι φυσικοί αυτουργοί αφέθηκαν και αυτοί ελεύθεροι.
Δολοφονία Φύσσα
Ο Παύλος Φύσσας (1979-2013) ήταν μουσικός της ραπ σκηνής, γνωστός στις γειτονιές του Πειραιά όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε για τους στίχους του, τις κοινωνικές δράσεις αλληλεγγύης που οργάνωνε και την αντιφασιστική του στάση. Τον Σεπτέμβρη του 2013, η ναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή επιχείρησε να κλιμακώσει τις βίαιες ενέργειές της, με σκοπό να εκμεταλλευτεί το κλίμα κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που έπληττε την κυβέρνηση Σαμαρά. Η κλιμάκωση αυτή εκφράστηκε με στοχευμένες επιθέσεις στις γειτονιές του Πειραιά, αρχικά κατά συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ στο Πέραμα στις 12/9/2013 και στη συνέχεια κατά αντιφασιστών που στοχοποιήθηκαν στο πρόσωπο του Παύλου Φύσσα και της παρέας του στο Κερατσίνι το βράδυ της 17-18/9/2013.
Σφραγίδα και ταυτότητα ασφάλειας της Χρυσής Αυγής – “Κεντρική Διοίκηση”.
Τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής συγκροτήθηκε στα γραφεία της Νίκαιας στις 23:50, μετα από μήνυμα του πυρηνάρχη Γιώργου Πατέλη στις 23:28 και κατόπιν έγκρισης του περιφερειάρχη Πειραιά βουλευτή Γιάννη Λαγού. Ο Φύσσας είχε αναγνωριστεί σε κοντινη καφετέρια στο Κερατσίνι από μέλη της “ασφάλειας” της τοπικής, τα οποία έσπευσαν να ενημερώσουν τον υπεύθυνο της “ασφάλειας” Γιάννη Καζαντζόγλου. Το μηχανοκίνητο τάγμα συνενώθηκε τελικά με τους υπόλοιπους Χρυσαυγίτες έξω από την καφετέρια Κοράλλι στην οδό Παύλου Μελά και ως ενιαία πλέον και συγκροτημένη ομάδα επιτέθηκε στην παρέα του Παύλου Φύσσα. Ο Φύσσας αμύνθηκε, με σκοπό να προστατεύσει τα μικρότερης ηλικίας άτομα της παρέας του, αλλά τελικά χτυπήθηκε με μαχαίρι από το στέλεχος της τοπικής της Νίκαιας Γιώργο Ρουπακιά ο οποίος ολοκλήρωσε την πολυπρόσωπη επίθεση. Παρόντες στη διάρκεια της επίθεσης (το πιθανότερο στο απέναντι πεζοδρόμιο) ήταν 8 αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ που δεν επενέβησαν παρά μόνο μετά τις δολοφονικές μαχαιριές.
Ήταν τελικά η αντίσταση του ίδιου του Φύσσα που ανάγκασε τους αστυνομικούς, καθ’ υπόδειξή του, να συλλάβουν τον Ρουπακιά και επέτρεψε να ξετυλιχτεί το κουβάρι των αποκαλύψεων για το τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής. Μετά από δέκα θυελλώδεις μέρες μαζικής αντιφασιστικής οργής και πολιτικής κρίσης, στις 28 Σεπτέμβρη 2013, οι ηγέτες της Χρυσής Αυγής συνελήφθησαν με τις κατηγορίες της εγκληματικής οργάνωσης. Η απότομη στροφή της κυβέρνησης μεταφράστηκε σε σύγκρουση στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών (με απομακρύνσεις ανώτατων αστυνομικών και στελεχών των σωμάτων ασφαλείας), αλλά και σε ενδοκυβερνητική κρίση με τον αρχιτέκτονα της “ειδικής σχέσης” Νέας Δημοκρατίας-Χρυσής Αυγής Τάκη Μπαλτάκο να εξαναγκάζεται σε παραίτηση από τη γραμματεία του υπουργικού συμβουλίου. Η δίκη των φυσικών και ηθικών αυτουργών της δολοφονίας Φύσσα, αλλά και δεκάδων άλλων δολοφονικών επιθέσεων, είναι σήμερα σε εξέλιξη.
Το μοτίβο των φασιστικών δολοφονιών
Στην ιστορία δεν υπάρχουν επαναλήψεις. Οι τρεις φασιστικές δολοφονίες που περιγράψαμε γίνανε σε συγκεκριμένες και ιστορικά πρωτότυπες συνθήκες. Αυτό που παρατηρούμε όμως είναι ένα κοινό μοτίβο που έχει να κάνει με την ιδιαίτερη φύση των φασιστικών οργανώσεων, τη σχέση τους με το αστικό κράτος και την αντίδραση που δημιουργεί η δολοφονική δράση τους στις κατώτερες τάξεις:
α. Σε όλες τις περιπτώσεις που εξετάζουμε, δράστες των δολοφονιών είναι φασιστικές οργανώσεις, έστω και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα του Μουσολίνι, ο “Σύνδεσμος Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης” του Γιοσμά ή η Χρυσή Αυγή του Μιχαλολιάκου. Βέβαια στην περίπτωση του Συνδέσμου του Γιοσμά, η οργάνωση δεν συγκροτήθηκε ποτέ σε αυτοτελές πολιτικό κόμμα, αλλά δρούσε ως συμπλήρωμα των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή μιλάμε για παρακράτος. Ωστόσο, αυτό που ενοποιεί και τις τρεις οργανώσεις είναι η κοινή στρατηγική συγκρότησης ομάδων κρούσης (με διάφορα ονόματα: “ομάδες ασφάλειας”, “τάγματα εφόδου”, “μαχητικοί σύνδεσμοι”) που ήταν έτοιμες να πλήξουν με φυσική βία τους πολιτικούς και ιδεολογικούς τους αντιπάλους (κομμουνιστές, σοσιαλιστές, συνδικαλιστές, αντιφασίστες, κλπ). Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του φασισμού, από άλλες ακραία συντηρητικές ή αντιδραστικές συλλογικότητες: η χρήση της βίας από τάγματα εφόδου για την τρομοκράτηση των αντιπάλων του, ως βασικής στρατηγικής για την κατάληψη της εξουσίας.
“Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος”: σφραγίδα, εφημερίδα, έμβλημα.
β. Η ηγεσία των φασιστικών οργανώσεων όχι μόνο γνωρίζει, αλλά προϊσταται των εγκληματικών αυτών δράσεων. Όταν ο Μουσολίνι απέκτησε την απαιτούμενη ισχύ για να τσακίσει πολιτικά και βιολογικά την αντιπολίτευση, ομολόγησε αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα αναλαμβάνοντας την “πολιτική ευθύνη” της δολοφονίας Ματεότι. Η φασιστική ηγεσία δεν προτρέπει απλώς τα μέλη της σε διάπραξη εγκληματικών ενεργειών κατά των αντιπάλων της, αλλά οργανώνει τις ομάδες κρούσης που θα τις υλοποιήσουν. Γι’ αυτό και κομβικό ρόλο στις δολοφονικές επιθέσεις των φασιστών παίζουν πρόσωπα σαν τον Μαρινέλι (τον οργανωτικό γραμματέα του ιταλικού φασιστικού κόμματος, τον οποίο αναγκάστηκε να ξεφορτωθεί ο Μουσολίνι) ή τον Λαγό (τον περιφερειάρχη του Πειραιά της Χρυσής Αυγής), που είναι επιφορτισμένοι να οργανώνουν, να εγκρίνουν και να επιβλέπουν τα χτυπήματα των ομάδων κρούσης.
γ. Η εγκληματική δράση δεν είναι εφικτή χωρίς τη σύμπραξη του κράτους, η οποία προϋπάρχει της εκάστοτε επίθεσης. Στην περίπτωση της δολοφονίας Ματεότι, αυτό ήταν φανερό καθώς το φασιστικό κόμμα είχε ήδη κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία. Όμως, η συνεργασία κράτους- φασιστικών οργανώσεων αρχίζει πολύ προγενέστερα. Στην Ιταλία, οι φασίστες του Μουσολίνι ήταν πολύτιμοι στην καταστολή του εργατικού κινήματος της πόλης και των εξεγερμένων αγροτών της υπαίθρου, πριν καταλάβουν την εξουσία. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 60, οργανώσεις σαν του Γιοσμά χρησιμοποιούνταν από το κράτος ως “βοηθητικά αστυνομικά σώματα” σε έκτακτες ανάγκες, όπως ήταν για παράδειγμα η επίσκεψη Ντε Γκωλ στη Θεσσαλονίκη τον Μάη του 1963, στην οποία είχαν αξιοποιηθεί ως “αστυνομικά όργανα” οι δολοφόνοι του Λαμπράκη (γνωστή και ως “υπόθεση Καρφίτσα”). Και βέβαια, η ιστορία της Χρυσής Αυγής είναι μια διαρκής συνεργασία με τις δυνάμεις καταστολής, πότε ως “αγανακτισμένοι πολίτες” σε επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, πότε ως ομάδες “τήρησης της τάξης” στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα και αλλού. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητή η αυτοπεποίθηση των φασιστών δολοφόνων, κατά την τέλεση των εγκλημάτων τους, ότι θα διαφύγουν ανενόχλητοι από τις αστυνομικές αρχές. Η απεύθυνση του Ρουπακιά στους αστυνομικούς με τα λόγια “είμαι δικός σας, είμαι της Χρυσής Αυγής” είναι εντυπωσιακά παρόμοια με τη φράση του Γκοτζαμάνη στον αστυνομικό που τον κρατούσε μετά τη σύλληψή του: “Εγώ τώρα θα φύγω κι εσύ θα με αφήσεις!”.
δ. Η κλιμάκωση της φασιστικής βίας είναι ένα επικίνδυνο στοίχημα τόσο για τη φασιστική οργάνωση όσο και για την κυρίαρχη τάξη. Το διακύβευμα είναι πολύ σημαντικό: η φασιστική βία μπορεί να έχει ως συνέπεια την τρομοκράτηση των από κάτω και το οριστικό τσάκισμα του κινήματος. Όμως, την ίδια στιγμή, το ρίσκο είναι πολύ μεγάλο: στην φασιστική βία η εργατική τάξη βλέπει έναν απόλυτο κίνδυνο για τη συλλογική και τη βιολογική της ύπαρξη. Μια φασιστική δολοφονία μπορεί να προκαλέσει μαζικό ξέσπασμα των από κάτω και κρίση νομιμοποίησης που να εξελιχθεί σε πανεθνική πολιτική κρίση. Δεν είναι τυχαία η κυβερνητική κρίση που ακολούθησε και τις τρεις δολοφονίες που εξετάζουμε εδώ, αποτέλεσμα των δεσμών που συνέδεαν τις φασιστικές οργανώσεις με την εκάστοτε κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς. Εδώ είναι που αποκτά κρίσιμο ρόλο η δικαστική εξουσία, στην οποία παραπέμπεται η “εξιχνίαση” του εγκλήματος, με στόχο την αποπολιτικοποίησή του και την αποκατάσταση της αστικής νομιμότητας. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο ανακοινωθέν της κυβέρνησης Καραμανλή μετά τη δολοφονία Λαμπράκη: “Παρόμοια γεγονότα είναι δυνατό να συμβούν εις όλα τα κράτη, και τα πλέον δημοκρατικά, και δεν δημιουργούν ευθύνας διά την κυβέρνησιν αυτά καθ’ εαυτά… Εν προκειμένω η κυβέρνησις έλαβεν όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα διά την πλήρη και ταχείαν διαλεύκανσιν της υποθέσεως και την επιβολή κυρώσεων”.
Οι δίκες των φασιστών δολοφόνων
ε. Η δίκη των εγκληματιών εξελίσσεται έτσι σε διελκυστίνδα ανάμεσα στα αντιμαχόμενα κοινωνικά και πολιτικά στρατόπεδα: στη δικαστική αίθουσα συγκρούονται η προσπάθεια της αποκάλυψης του οργανωμένου χαρακτήρα της φασιστικής δολοφονίας και των ευθυνών του κράτους, με την προσπάθεια της αποπολιτικοποίησης και της συγκάλυψης από πλευράς φασιστών και κρατικών μηχανισμών. Ωστόσο, όπως δείχνει η εμπειρία, η εξέλιξη τέτοιου είδους δικών κρίνεται τελικά από τον γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό, χωρίς αυτό βέβαια να καθιστά αδιάφορο το τι συμβαίνει μέσα στη δικαστική αίθουσα.
Εμμανουηλίδης (κέντρο) και Γκοτζαμάνης (δεξιά) σε διάλειμμα της δίκης.
Είναι σ’ αυτό το σημείο που είναι αναγκαίο να θέσουμε στην ανάλυσή μας τον κρίσιμο ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα, της παρέμβασης δηλαδή του κινήματος και των στρατηγικών μέσα σ’ αυτό. Στην Ιταλία, η δολοφονία Ματεότι ξεσήκωσε σάλο και προκάλεσε κρίση στο καθεστώς του Μουσολίνι. Ωστόσο, η φιλελεύθερη ηγεσία του αντιφασιστικού στρατοπέδου, υπό τον Τζιοβάνι Αμέντολα, έστρεψε τις ελπίδες της προς τον Βασιλιά και την κυρίαρχη τάξη, αντί να κινητοποιήσει τις μάζες. Η μόνη δύναμη που προέβαλε την ανάγκη της ανεξάρτητης μαζικής κινητοποίησης των εργατών και των αγροτών ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα υπό την ηγεσία του Αντόνιο Γκράμσι, που ήταν όμως ακόμα μικρό και πολιτικά συγχυσμένο. Οι φασίστες ξεπέρασαν την κρίση και μετέτρεψαν τη δολοφονία Ματεότι, που στην αρχή φάνταζε ως “η αρχή του τέλους τους”, σε ευκαιρία να σταθεροποιήσουν το καθεστώς τους.
Στην Ελλάδα του 1963, η κυβέρνηση Καραμανλή κατέρρευσε, έστω κι αν υποδυόταν την άσχετη με τη δολοφονία Λαμπράκη. Στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τη δίκη, ξετυλίχτηκε ένα τεράστιο κίνημα που κορυφώθηκε με τα Ιουλιανά του 1965, στη διάρκεια της πολιτικής κρίσης που εκδηλώθηκε μετά την αποπομπή του Γεωργίου Παπανδρέου από το Παλάτι. Όταν ξεκίναγε η δίκη, τον Οκτώβρη του 1966, το κίνημα είχε ήδη συρρικνωθεί και οι μηχανές του επερχόμενου πραξικοπήματος ζεσταίνονταν. Δεν ήταν λοιπόν τυχαία η απόφαση του Δικαστηρίου, που κατά την περίφημη δήλωση του εισαγγελέα της έδρας Παύλου Δελαπόρτα “έρριψε φως εξηντλημένης ηλεκτρικής στήλης”…
Η δίκη της Χρυσής Αυγής φέρνει πάνω της το χνάρι της αντίστασης του Παύλου Φύσσα τη βραδιά της φασιστικής ενέδρας στο Κερατσίνι. Αντί για τρόμο, η δολοφονική επίθεση προκάλεσε οργή που με τη σειρά της έσκαψε το χαράκωμα της ποινικής δίωξης κατά των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, που επί δεκαετίες εγκληματούσαν ατιμώρητοι. Η μάχη που δίνουν τα θύματα, οι οικογένειές τους, οι μάρτυρες κατηγορίας, οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής είναι συνέχεια της μάχης που έδωσε το αντιφασιστικό κίνημα στο δρόμο όλα τα προηγούμενα χρόνια. Όμως, το αποτέλεσμα αυτής της δικαστικής μάχης θα κριθεί τελικά από τον κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου: η ζωτικότητα του κινήματος τη στιγμή της απόφασης θα είναι ο κρισιμότερος παράγοντας στον συλλογικό νου της δικαστικής και της κρατικής εξουσίας, πολύ πιο κρίσιμος ακόμα και από το συντριπτικό ανακριτικό υλικό που αποδεικνύει πέραν κάθε αμφιβολίας την ενοχή των ναζί συμμοριτών. Το διακύβευμα αυτής της μάχης δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Το έγκλημα Ματεότι, εκδόσεις Mondadori-Φυτράκη, στη σειρά “Τα φοβερά ντοκουμέντα”.
- Γκέοργκ Σόιερ, Σύντροφος Μουσολίνι, Ρίζες και Δρόμοι του πρωτογενούς φασισμού, Φιλίστωρ, Αθήνα 1999, σελ. 123-132.
- Γιάννης Βούλτεψης, Υπόθεση Λαμπράκη, τόμος Α’ (Η Μάχη – Θεσσαλονίκη 1963) και τόμος Β’ (1963-1967), εκδόσεις Αλκυών.
- Στράτος Ν. Δορδανάς, Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη – Επιβιώσεις του Δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974, Εστία, Αθήνα 2011, σελ. 285-351.
- Πρωτοβουλία για την Πολιτική Αγωγη του Αντιφασιστικού Κινήματος, Η ναζιστική εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή, JailGoldenDawn, Αθήνα 2015.
- Υπόμνημα της “Πολιτικής Αγωγής του Αντιφασιστικού Κινήματος” για τη Δίκη της Χρυσής Αυγής, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2015.
(Κείμενο: Θανάσης Καμπαγιάννης, Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, Μάρτης-Απρίλης 2016)