Ο Ντόναλτ Τραμπ και οι διαβολικά καλύτερες στιγμές του
Η θητεία του πλανητάρχη ως τώρα απέδειξε ότι η εναλλαγή Αμερικανών προέδρων δεν είναι παρά συνέχιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής με άλλα μέσα (ή και τα ίδια ενίοτε)
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι η καλύτερη ενσάρκωση της γνωστής αμερικανικής μαρκετίστικης ρήσης πως “δεν έχει σημασία τι λένε για σένα, αρκεί να γράφουν σωστά το όνομά σου”. Ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ, καταργώντας την παραδοσιακή διαμεσολάβηση μεταξύ επιχειρηματιών και πολιτικού προσωπικού, αφού άφησε πέρισυ τη θέση του ως CEO της Trump Organization για να ασχοληθεί με τα προεδρικά του καθήκοντα, από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης της υποψηψιότητας του για το χρίσμα των ρεπουμπλικανών προκάλεσε πολιτικό σεισμό, ο οποίος συνεχίζεται ως σήμερα.
Γεννήθηκε στις 14 Ιούνη 1946 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης και ανέλαβε την επιχείρηση του στο χώρο των ακινήτων, την οποία επεξέτεινε, μετατρέποντάς την σε κολοσσό με δραστηριότητα σε σειρά κλάδων. Μετέτρεψε το όνομά του “Trump” σε μάρκα ενώ εμφανίστηκε και σε ριάλιτυ με τίτλο “Ο Μαθητευόμενος”, που τον έκανε έναν από τους γνωστότερους Αμερικάνους.
Η ενασχόλησή του με την πολιτική χρονολογείται από τη δεκαετία του 1980, όταν άρχισε να κάνει δηλώσεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό, τον οποίο ήθελε “να αναλάβει προσωπικά”, ενώ απευθυνόμενος στον κάτοχο νόμπελ ειρήνης Μπέρναρντ Λόουν το 1986 δήλωσε πως ήθελε να γίνει πρέσβης των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ για να λήξει τον “Ψυχρό Πόλεμο” σε μία ώρα. Ένα χρόνο αργότερα παρουσίασε στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σχέδια για την κατασκευή ενός ξενοδοχείο πολυτελείας στη Μόσχα. Έγινε μέλος των Ρεπουμπλικάνων το 1987 δημοσιεύοντας πληρωμένες καταχωρήσεις στον τύπο με πολιτικά μηνύματα, δημοσιεύοντας και σχετικό βιβλίο, “The art of the deal”, που έγινε μπεστ σέλερ. Το 1999 ασχολήθηκε για λίγο με το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα του μεγιστάνα Ρος Πέροτ, στοχοποιώντας από τότε τη μετανάστευση από το Μεξικό και τασσόμενος κατά της βορειαμερικανικής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου (NAFTΑ). Το 2001 προσχώρησε στους Δημοκρατικούς, έχοντας καλές σχέσεις με το ζεύγος Κλίντον, δωρίζοντας μάλιστα 100.000 στο ομώνυμο ίδρυμά τους, ενώ χαρακτήριζε το Τζορτζ Μπους το νεότερο “χειρότερο αμερικανό πρόεδρο της ιστορίας”. Στις εκλογές του 2008 στήριξε τον ρεπουμπλικανό υποψήφιο ΜακΚέην, αλλά ως το 2012 έδινε περίπου ίσα ποσά και στα δύο μεγάλα αμερικανικά κόμματα.
Τάχθηκε κατά του Μπάρακ Ομπάμα το 2012, καλώντας τον να δείξει τη ληξιαρχική πράξη γέννησής του, επειδή δήθεν είχε γεννηθεί στην Αφρική. Ο Ομπάμπα πράγματι έδειξε σε ζωντανή μετάδοση το έγγραφο, παρουσία του Τραμπ, ο οποίος άφησε την εκπομπή ντροπιασμένος. Αυτό όμως δε σήμανε το τέλος των πολιτικών του φιλοδοξιών, καθώς στις 16 Ιούνη 2015 ανακοίνωσε την πρόθεσή του να είναι υποψήφιος των ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές του 2016. Η προεκλογική του εκστρατεία είχε ως κεντρικό σύνθημα “Να ξανακάνουμε μεγάλη την Αμερική”, το οποίο είχε χρησιμοποιήσει και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1980. Η υποψηφιότητά του προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και στο εσωτερικό του κόμματος, ενώ η προεκλογική του εκστρατεία βασίστηκε στη φιλοτέχνηση ενός προφίλ αουτσάιντερ, χωρίς εξαρτήσεις λόγω της προσωπικής του περιουσίας, που τον πολεμούσαν τα “συστημικά μίντια”. Το Μάη του 1916 διασφάλισε το χρίσμα του κόμματος, ξεκινώντας κι επίσημα την προεκλογική του εκστρατεία, η οποία χαρακτηρίστηκε από έντονη αντιμεταναστευτική ρητορική, ιδιαίτερα κατά των Μεξικανών που κατηγόρησε σχεδόν συλλήβδην ως βιαστές κι εμπόρους ναρκωτικών. Αρνήθηκε επίσης να αποστασιοποιηθεί από τον οπαδό της Κου-Κλουξ-Κλαν, Ντέιβιντ Ντιούκ, που δήλωσε τη στήριξή του στον Τραμπ. Αίσθηση είχε προκαλέσει κι η διαρροή ενός βίντεο του 2005 που έδειχνε συνομιλία του με τον Μπίλυ Μπους, όπου ο Τραμπ καμάρωνε πως ως “σταρ” μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε με τις γυναίκες, ακόμα και “να τις αρπάζει από το μ….”. Σε μια ασυνήθιστη για εκείνον κίνηση, προχώρησε σε δημόσια απολογία, ενώ πολλές γυναίκες εμφανίστηκαν μετά από αυτό αλλά και αργότερα ως θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης από εκείνον.
Η προεκλογική εκστρατεία σημαδεύτηκε από τις κατηγορίες των Δημοκρατικών περί ανάμειξης της Ρωσίας στην προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ. Πέρα από ορισμένες επαφές και διασυνδέσεις συνεργατών και του γαμπρού του Τραμπ με ρωσικούς κύκλους, δεν αποδείχθηκε κάποια θεσμική εμπλοκή της χώρας στις αμερικανικές εκλογές. Αποδείχτηκε ωστόσο με την αποκάλυψη του σκανδάλου της εταιρείας Cambridge Analytica, που έκλεισε πριν λίγους μήνες, σε ποιο βαθμό χρησιμοποιούνταν δεδομένα εκατομμυρίων χρηστών του Facebook (το οποίο με τη σειρά του δήλωνε “εξαπατημένο” από την CA) μεταξύ άλλων και για τη στήριξη της υποψηφιότητας Τραμπ.
Ο Τραμπ τελικά πράγματι κέρδισε τις εκλογές στις 8 Νοέμβρη, ενάντια στις δημοσκοπήσεις, τόσο χάρη στο εκλογικό σύστημα, που του επέτρεψε να αναδειχθεί χάρη στην εκλεκτορική ψήφο παρά την υστέρησή του στη λαϊκή ψήφο, όσο και εξαιτίας της αντιπάθειας που προκαλούσε η Χίλαρι Κλίντον ακόμα και σε τμήματα παραδοσιακών ψηφοφόρων των δημοκρατικών, που επέλεξαν την αποχή από την κάλπη. Δεν ήταν λίγοι όσοι ενστερνίστηκαν, ακόμα και ως “ανησυχούντες” το αφήγημα του ίδιου του Τραμπ περί “αντισυστημικής ψήφου” ενάντια στο “κατεστημένο” που εκπροσωπούσε η Χίλαρυ. Υπήρχε βέβαια και η αντίστροφη πορεία, όσων θρηνούσαν για την “άνοδο της ακροδεξιάς” στις ΗΠΑ, για να καταλήξουν τελικά να κολακεύουν τον Τραμπ ως “διαβολικά καλό”, όπως ο πρωθυπουργός Αλέξης στην συνάντηση των δύο ηγετών πριν λίγους μήνες. Σε κάθε περίπτωση, η θητεία του πλανητάρχη ως τώρα απέδειξε ότι η εναλλαγή Αμερικανών προέδρων δεν είναι παρά συνέχιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής με άλλα μέσα (ή και τα ίδια ενίοτε).
Σταθμοί μέχρι στιγμής στην εξωτερική του πολιτική είναι η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ στα πλαίσια της ακόμα μεγαλύτερης αναβάθμισης της παραδοσιακής στήριξης των ΗΠΑ στη χώρα, η οποία πλέον αφήνει ακόμα και τα πιο ισχνά προσχήματα ίσων αποστάσεων, πυροδοτώντας ακόμα περισσότερο την ισραηλινή επιθετικότητα κατά των Παλαιστινίων. Εξίσου σημαντική φαίνεται να είναι η συμφωνία που υπέγραψε μόλις προχθές με τον ηγέτη της ΛΔΒΚ Κιμ Γιονγκ-Ουν για την αποπυρηνικοποίηση της χώρας, τις οποίας τα αποτελέσματα βέβαια μένει να αποτιμηθούν στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν καθορίζεται από κάποιον “παλαβό”, όπως προσπαθούν πολλά μέσα να παρουσιάσουν τον Τραμπ, αλλά ότι μέσα από τις όντως αλλοπρόσαλες κατά καιρούς τοποθετήσεις του διαγράφονται προτεραιότητες τις οποίες οι ΗΠΑ επιτυγχάνουν άλλοτε με “επιθετική” κι άλλοτε με “φιλειρηνική” πολιτική.
Στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής υλοποιεί μέχρι στιγμής εν μέρει τις προστατευτικές του προεκλογικές εξαγγελίες, με μέτρα όπως η επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από ΕΕ , Μεξικό και Καναδά, που δεν ισοδυναμούν ακόμα με πλήρη εμπορικό πόλεμο, αλλά σαφώς προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στους οικονομικούς ανταγωνιστές της Αμερικής, ακόμα και σε όσους αποτελούν παραδοσιακά στενούς πολιτικούς της συμμάχους, όπως η Γερμανία, ακόμα και ο Καναδάς, με τον οποίο πρόσφατα ήρθε σε σύγκρουση ο Τραμπ στη σύνοδο των G7.
Σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής, εκείνο που χαρακτηρίζει μέχρι στιγμής τη θητεία του είναι η νομιμοποίηση μιας ακροδεξιάς και ρατσιστικής ρητορικής στο πιο επίσημο επίπεδο, η οποία αν μη τι άλλο επιτείνει παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας που προϋπήρχαν της θητείας, όπως ο ρατσισμός, η άνοδος νεοναζιστικών κινημάτων, η αντιμεταναστευτική πολιτική- την οποία ο Τραμπ όξυνε με την ανέγερση τείχους στα αμερικανομεξικανικά σύνορα-, η αστυνομική βία, ιδιαίτερα κατά αφροαμερικανών, η μαζική οπλοφορία που απολήγει συχνά σε πυροβολισμούς εντός σχολείων. Αν θέλει κανείς να ξεχωρίσει δυο δηλώσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι εκείνη που ακολούθησε το μακελειό στο γυμνάσιο της Φλόριντα πριν λίγους μήνες, όταν προέταξε ως λύση την οπλοφορία και των καθηγητών, και κυρίως την περσινή του στάση στα επειδόσια ναζί στο Σάρλοτβιλ, που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο της νεαρής ακτιβίστριας Χέδερ Χέις. Ο Αμερικανός πρόεδρος αρνήθηκε να καταδικάσει τους νεοναζί, αποδίδοντας την ευθύνη για τη βία και στις δύο πλευρές ενώ προσπάθησε να ωραιοποιήσει τους ακροδεξιούς διαδηλωτές λέγοντας πως “δεν ήταν όλοι νεοναζί, κι ότι και στις δύο πλευρές υπήρχαν εξαιρετικοί άνθρωποι”.
Το κεφάλαιο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται ακόμα στις πρώτες του σελίδες, και κάθε πρόβλεψη για την εξέλιξη του είναι παρακινδυνευμένη. Εκείνο που παραμένει ζητούμενο είναι να κλείσουν οι λαοί οριστικά το κεφάλαιο του συστήματος που γεννάει και συντηρεί τους Τραμπ, τόσο ως εκτελεστικούς βραχίονες μιας πολιτικής που δεν μπορεί να περάσει “με όμορφο τρόπο”, όσο και ως “αντίπαλο δέος” στην άλλη, “εκλεπτυσμένη” και “φιλελεύθερη” όψη του ίδιου ιμπεριαλιστικού νομίσματος.