Σε τι χρησιμεύουν σήμερα οι απόψεις των φιλελέδων; – Πρακτική απαγόρευση του δικαιώματος της απεργίας ζητά άρθρο του Liberal
Με άρθρα όπως “Σε τι χρησιμεύει μια απεργία σήμερα;” οι αυτόκλητοι νεκροθάφτες του δικαιώματος της απεργίας έχουν βγάλει τα φτυάρια για να θάψουν μαζί με την κυβέρνηση μια ώρα αρχύτερα μια κατάκτηση που δε χαρίστηκε σε κανέναν εργαζόμενο κι ούτε πρόκειται να την παραδώσουν αμαχητί.
Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι με αφορμή την πανδημία και την καραντίνα, η κυβέρνηση έχει βρει παπά να θάψει πεντέξι, κατά κύριο λόγο κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα. Ανάμεσά τους και αυτό της απεργίας, καθώς, τα νομοσχέδια που φέρνει και η προσπάθεια να επιβληθεί ηλεκτρονική ψηφοφορία στα σωματεία, βάζουν πρακτικά ταφόπλακα σε έναν από τους πυλώνες των εργατικών κατακτήσεων, που κερδήθηκαν κυριολεκτικά με αίμα τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ως πολύτιμο συμπαραστάτη σε αυτό το έργο ισοπέδωσης δικαιωμάτων, η κυβέρνηση έχει εκλεκτές φιλελεύθερες γραφίδες, όπως ο ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου, Ιωάννης Ληξουριώτης, που μέσα από τις στήλες του liberal.gr, αναρωτιέται “σε τι χρησιμεύει σήμερα μια απεργία”, για να καταλήξει τελικά, εμμέσως πλην σαφώς σε πρόταση απαγόρευσης ουσιαστικά των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Αρχικά, ο κύριος καθηγητής ισχυρίζεται πως “δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε πότε πραγματοποιήθηκε για τελευταία φορά στη χώρα μας απεργία στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας”, εννοώντας όχι τις “απεργίες που κηρύσσουν τα συνδικάτα των δημόσιων οργανισμών και των οργανισμών κοινής ωφέλειας προκειμένου να επιβεβαιώνουν περιοδικά την αντικοινωνικότητά τους. Αυτές που ψάχνουμε να θυμηθούμε είναι απεργίες στις οποίες να συμμετέχουν μαζικά εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή σε απεργίες οι οποίες να αφορούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και σε παραγωγικούς (βιομηχανικούς, βιοτεχνικούς κ.λπ.) τομείς της οικονομίας”. Aν ο αρθρογράφος έχει τέτοιες δυσκολίες, ένας εύκολος τρόπος να φρεσκάρει τη μνήμη του, είναι να ανατρέξει σε δικαστικές αποφάσεις μόνο των τελευταίων χρόνων, που κήρυσσαν παράνομες και καταχρηστικές απεργίες σε χρόνο-αστραπή. Μάλιστα, αν ισχύει ότι απεργίες, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, έχουν να γίνουν από τον καιρό του Νώε, πώς εξηγείται η σπουδή της κυβέρνησης να εκδώσει ΚΥΑ, με την οποία εξαιρεί από την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων την εκδίκαση αγωγών κατά απεργιών; Τρελοί είναι εκεί στο Μαξίμου που ασχολούνται με ανύπαρκτα ζητήματα ή μήπως χασομέρηδες; Ας μας διαφωτίσουν οι φωστήρες του εγχώριου φιλελευθερισμού γιατί η αγωνία μας κορυφώνεται.
Πιθανότατα όμως ο κύριος καθηγητής, θα απαντούσε ότι τα παραπάνω στρέφονται ενάντια στα “απεργιακά δρώμενα” όπου “εμπλέκονται” […] «στρατιωτικής» δομής αριστερές παρασυνδικαλιστικές οργανώσεις που κινούνται εκτός νόμου δημιουργώντας ασύμμετρο προς την επιρροή τους θόρυβο”. Εδώ είναι σαφής η πρόθεση οι συνεπείς δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα να εξισωθούν με συμμορίες ή τάγματα έφοδου, ώστε να συκοφαντηθούν και να απαξιωθούν στη συνείδηση του κόσμου.
Μάλιστα, τα “αθώα” ρητορικά ερωτήματα συνεχίζονται, μαζί με την “αμνησία” του συντάκτη, που και πάλι “δυσκολεύεται να θυμηθεί πότε για τελευταία φορά μια απεργία προέβαλε και πέτυχε μια πραγματικά αξιόλογη θεσμικού χαρακτήρα διεκδίκηση, δηλαδή μια διεκδίκηση με γενική ωφελιμότητα, όπως, για παράδειγμα, οι απεργίες που είχαν παλαιότερα γίνει για να επιτευχθεί η ισότητα στην αμοιβή μεταξύ ανδρών και γυναικών ή αυτές που οδήγησαν στην επίτευξη του 40ωρου κατά τη δεκαετία του ‘70”. Το μόνο που δε μας είπε ακόμα είναι ότι η βιομηχανία αγωγών κατά απεργιών πριν ακόμα καλά – καλά προκηρυχθούν, γίνεται από αγωνία για το κατά πόσο θα είναι χρήσιμες στους εργαζόμενους.
Ακολουθεί το γνώριμο τροπάριο για διεκδικήσεις με “ακραιφνώς συντεχνιακό χαρακτήρα” ή που “αποσκοπούν στην πλήρη ακινησία των εργασιακών σχέσεων” ιδιαίτερα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου στόχος είναι η διαιώνιση του κρατικοδίαιτου χαρακτήρα τους”. Ως γνωστόν φυσικά, η πιο κρατικοδίαιτη ομάδα πληθυσμού είναι οι φιλελέδες, με τεράστια διαφορά.
Μιλώντας εξ ονόματος των εργαζομένων, ο γράφων μάλιστα προσπαθεί να εξηγήσει το γεγονός πως οι εργαζόμενοι δεν αναζητούν νέους ηγέτες στο απαξιωμένο συνδικαλιστικό κίνημα (που κι αυτό από μόνο του είναι αυθαίρετη κι εκ του πονηρού γενίκευση), επειδή ο συνδικαλισμός, έτσι τουλάχιστον όπως η εικόνα του παρουσιάζεται σήμερα, δεν ασκεί καμία πλέον γοητεία στους μισθωτούς εργαζόμενους. Δε μας εξηγεί όμως γιατί ο συνδικαλισμός και τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτόν ασκούν τέτοια γοητεία στα αφεντικά και τις κυβερνήσεις τους, από την ανάποδη πάντα.
Από το μενού δεν μπορούσε να λείψει και λίγος κοινωνικός αυτοματισμός, αφού τάχα, “για το μεγάλο πλήθος των μισθωτών εργαζομένων οι απεργίες όχι δεν παράγουν κανένα ουσιαστικό όφελος, αλλά, αντίθετα, οι εργαζόμενοι βιώνουν τις απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων του δημοσίου και της κοινής ωφέλειας ως ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό εμπόδιο για την ομαλή εξέλιξη της καθημερινότητάς τους (απεργίες στις αστικές και άλλες μεταφορές, στην εκπαίδευση κ.ο.κ.). ”
Κι αφού λοιπόν, πάντα κατά τον καθηγητή “το φαινόμενο της «απεργίας» αφορά αποκλειστικά και μόνο τους ίδιους τους συνδικαλιστές του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τις συντεχνιακές τους εμμονές” αναρωτιέται “εάν η σημερινή σχέση συνδικαλισμού και εργαζομένων είναι αναστρέψιμη ή, ακόμη παραπέρα, εάν αξίζει με τα δεδομένα της εποχής μας να γίνει προσπάθεια αναστροφής”. Και για όσους δεν τα πιάνουν με την πρώτη τα υψηλά νοήματα, ο συντάκτης κλείνει την παρέμβαση ως εξής: “Μήπως, πλέον, το επί ένα περίπου αιώνα εμβληματικό δικαίωμα της απεργίας «ενδεές γενόμενο τον βίον ετελεύτησεν»”;
Οι αυτόκλητοι νεκροθάφτες του δικαιώματος της απεργίας έχουν βγάλει τα φτυάρια για να θάψουν μαζί με την κυβέρνηση μια ώρα αρχύτερα μια κατάκτηση που δε χαρίστηκε σε κανέναν εργαζόμενο κι ούτε πρόκειται να την παραδώσουν αμαχητί. Αυτό που δεν ξέρουν είναι ότι τελικά αυτό που κάνουν είναι να σκάβουν το λάκκο της δικής τους πολιτικής και ιδεολογικής χρεωκοπίας, που πάει χέρι – χέρι με αυτή του συστήματος που τόσο παθιασμένα υπηρετούν.