Τρε μπανάλ ο Βελουχιώτης και τα βάζα με επιγραφή ΚΚΕ για τον Στέφανο Κασιμάτη της “Καθημερινής”
Ο Κασιμάτης επιλέγει με τι θα φρικάρει και θα αναστατωθεί. Το κριτήριό του μόνο αισθητικό δεν είναι, αλλά αυστηρά ταξικό.
Είσαι αστός κονδυλοφόρος σε “σοβαρό” αστικό έντυπο και θες να πετύχεις με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια; Με μια κίνηση-ματ συνδυάζεις ένα άρθρο για την παιδεία με μια εν πολλοίς άσχετη με το κύριο θέμα κεντρική φωτογραφία λεζάντα όπου θα οικτίρεις τους κακόμοιρους και κακόγουστους κομμουνιστές, κρατώντας με φρίκη τη μύτη σου μπροστά στη μιαρότητά τους.
Αυτό τουλάχιστον επέλεξε ο Στέφανος Κασιμάτης της “Καθημερινής” στο άρθρο του “Όταν η αριστερά πονηρεύεται…”, που συνοδεύεται από φωτογραφία της εθιμοτυπικής συνάντησης του Δημήτρη Κουτσούμπα με την πρόεδρο του “Ελλάδα 2021” Γιάννα Αγγελοπούλου. Στο κείμενο βέβαια ουδεμία αναφορά γίνεται στη συνάντηση και στην πραγματικότητα το ίδιο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς όλο το νόημα θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση “αριστεία εναντίον αριστεράς” (έστω, εν προκειμένω, της κατά φαντασίαν δικής του αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ), η οποία, μας διαβεβαιώνει στην κατακλείδα εξίσου πρωτότυπα με όσα προηγήθηκαν, μετά από μια ηλικία είναι “πρωτίστως ψυχολογικό θέμα”.
Ο Κασιμάτης εξανίσταται που κάποιοι δεν καταλαβαίνουν την αναγκαιότητα των αγγλικών από το νηπιαγωγείο, αλλά ιδιαίτερα την ύπαρξη σχολείων πολλών ταχυτήτων και της “αξιολόγησης” τους. Δεν μπορεί να κρύψει ότι κύριο μέλημά του είναι να υπάρχουν “Πρότυπα” σχολεία που θα βγάζουν άριστους και θα ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα που θα αρκούν για την πλέμπα, αυτά που θα λαμβάνουν μέτρια ή και κακή αξιολόγηση, κατά συνέπεια λοιπόν και λιγότερη χρηματοδότηση. Εξάλλου πάντα υπάρχει και η λύση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του γενναιόδωρου χορηγού, όπως συμβαίνει ήδη εδώ και χρόνια σε κάποια σχολεία, πχ στη Θεσσαλονίκη, όπου γίνεται ακόμα και διαγωνισμός για το ποια θα είναι η “τυχερή” σχολική μονάδα που θα δεχτεί την ελεημοσύνη της φιλεύσπλαχνης Κόκα – κόλα. Κι αν δε βρεθεί ο φιλάνθρωπος, μπορούν διευθύνοντες και διδάσκοντας απλά να πιέσουν λίγο παραπάνω τους “τεμπέληδες” μαθητές για να γίνουν άριστοι κι αποτελεσματικοί, αποβάλλοντας όσους δεν μπορούν ν’ ακολουθήσουν και “δεν παίρνουν τα γράμματα”. Μα, υπερβολές. θα πει κάποιος, δεν υπάρχουν τέτοιες προβλέψεις στο νόμο. Πράγματι έτσι είναι, θεσμικά ακόμα απέχουμε από την υλοποίηση αυτών των λογικών, τα θεμέλια ωστόσο έχουν τεθεί, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο αρθρογράφος, που προτρέπει γι’ αυτό τους αναγνώστες του να μη χάσουν την ουσία, και τους παρηγορεί για τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς της κυβέρνησης, στο δρόμο για τον “εξορθολογισμό” της παιδείας.
Πάμε όμως στο ψητό του πονήματος, που δεν είναι άλλο από τη λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία που αναφέραμε. Την παραθέτουμε ολόκληρη για να συλλάβετε όλοι το μέγεθος του αριστουργήματος:
“Η Γιάννα στην ντάτσα του Κουτσούμπα! Η φωτογραφία αποτελεί την επιβεβαίωση του ισχυρισμού που διατυπώνω στο κείμενο, ότι ο σοσιαλισμός μόνον ως αναγκαστική επιλογή νοείται. Παρατηρήστε τον χώρο και την αισθητική του: το κινέζικο (σατσούμα) βάζο που γράφει «ΚΚΕ» και μόλις διακρίνεται πίσω από το προφίλ του Δ. Κουτσούμπα το γυάλινο (σιγά μην είναι κρυστάλλινο…) βάζο με τα πλαστικά ή χάρτινα άνθη, το πιάτο στο τραπεζάκι, το πλεκτό μαξιλαράκι με τις φούντες στην πολυθρόνα και, φυσικά, τα πορτρέτα του Βελουχιώτη και του Λένιν. Αληθινά, πόσοι θα επέλεγαν ελεύθερα να ζουν σε αυτή τη μιζέρια;”
Το πνεύμα της μαντάμ Σουσού ζει και φρίττει με τις τρε μπανάλ διακοσμητικές επιλογές των κομμουνιστών. Αν ο αρθρογράφος θεωρεί την αριστερά περίπου ψυχικό νόσημα, αναρωτιέται κανείς σε τι είδους διαταραχή να αποδώσει κανείς την αποστροφή σε πορτρέτα του Λένιν και του Βελουχιώτη, αλλά όχι με την αισθητική της παρακμής του αστικού κόσμου: Τα βαρύγδουπα πορτρέτα των “εθνικών ευεργετών”, τις προσωπολατρικές αναφορές σε ηγέτες από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τους σταυρούς και τα εικονίσματα σα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες. Αλλά ακόμα και σε ανεπίσημο επίπεδο, την πολιτιστική παρακμή σε όλα τα επίπεδα, ιδίως στη μουσική και την τηλεόραση. Τη μαζική αποβλάκωση που παράγει το σύστημα προς κατανάλωση, με τη Γιάννα Αγγελοπούλου ως ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής αποθέωσης της ρηχότητας. Παρόλα αυτά, ο Κασιμάτης επιλέγει με τι θα φρικάρει και θα αναστατωθεί. Το κριτήριό του μόνο αισθητικό δεν είναι, αλλά αυστηρά ταξικό. Δεν είναι η γνώμη ενός άριστου, αλλά ενός βολεμένου παπαγάλου του συστήματος και αυτό ακριβώς είναι που ορίζει και τη στάση του, τη σνείδησή του, πάνω και πέρα από κάθε δικό του τραυματικό βίωμα και οποιαδήποτε ψυχολογική προσέγγιση.