Γκέοργκι Πλεχάνοφ – Ο “άσωτος” πατέρας του ρωσικού μαρξισμού
Παρά την ιδεολογική του μετατόπιση μέσα στα χρόνια, η πρωτοπόρα προσφορά του στη μαρξιστική θεωρία αναγνωρίστηκε στην ΕΣΣΔ, όπου τιμήθηκε για τον πρωτοπόρο ρόλο του, μεταξύ άλλων με τη μετονομασία του Οικονομικού Πανεπιστημίου Μόσχας προς τιμήν του.
O Γκεόργκι Πλεχάνοφ ήταν ο “πατέρας” του ρωσικού μαρξισμού, μια πραγματικά εμβληματική φυσιογνωμία στην πρώιμη ιστορία του εργατικού κι επαναστατικού κινήματος της χώρας του, μολονότι μετατοπίστηκε σταδιακά σε συντηρητικότερος θέσεις, καταλήγοντας τελικά στην υποστήριξη του ρωσικού εθνικισμού. Η προσφορά του στη μαρξιστική θεωρία ωστόσο αναγνωρίστηκε στην ΕΣΣΔ, όπου τιμήθηκε για τον πρωτοπόρο ρόλο του, μεταξύ άλλων με τη μετονομασία του Οικονομικού Πανεπιστημίου Μόσχας προς τιμήν του. Ο Πλεχάνοφ γεννήθηκε στις 11 Δεκέμβρη 1856 σε οικογένεια της μεσαίας γαιοκτητικής αριστοκρατίας, ήρθε ωστόσο από νεαρή ηλικία σε επαφή με ριζοσπαστικές ιδέες, συνδεόμενος με τους Ναρόντνικους. Στα 20 του χρόνια υπήρξε ομιλητής της πρώτης εργατικής διαδήλωσης στη χώρα, όπου ανέμιζαν κόκκινες σημαίες. Σχημάτισε την ομάδα “Μαύρη Αναδιανομή”, πρεσβεύοντας μια μορφή αγροτικού σοσιαλισμού, που διακρινόταν από εκείνη των άλλων ναρόντνικων για την έμφαση που έδινε στη συμμαχία με το αναδυόμενο προλεταριάτο των πόλεων.
Το 1880 εξορίστηκε στην Ελβετία, όπου παρέμεινε ως και την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917, μελετώντας ενδελεχώς τη μαρξιστική βιβλιογραφία της δυτικής Ευρώπης.
Συμμετείχε στην ίδρυση του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Εργατών το 1883 στη Γενεύη, αναλαμβάνοντας και την ηγεσία του, Μαζί με τα άλλα μέλη της “Ομάδας για την απελευθέρωση της Εργασίας”, έθεσε ως στόχο τη μετάφραση των έργων των Μαρξ κι Ένγκελς στα ρωσικά και την καταπολέμηση των ιδεών των ναρόντνικων, από τους οποίος είχε πλέον αποστασιοποιηθεί. Συνέβαλε ωστόσο σημαντικά και με το δικό του θεωρητικό έργο, το οποίο εξέταζε την εξέλιξη του καπιταλισμού στη Ρωσία και υπογράμμιζε τον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης στον αγώνα για την απελευθέρωση της ρωσικής κοινωνίας. Πίστευε πως στους ώμους της έπεφτε αρχικά το καθήκον του αστικού εκσυχρονισμού κι εξευρωπαϊσμού της Ρωσίας, που είχε εγκαινιαστεί τον 18ου αιώνα από τον Πέτρο το Μέγα, ενώ στη συνέχεια θα έμπαινε και η προοπτική του σοσιαλισμού.
Ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης τονίζεται στο έργο του “Σοσιαλισμός και Πολιτικός αγώνας”, όπου επισημαίνει πως σε αντίθεση με το βιομηχανικό προλεταριάτο, οι χωρικοί δεν ήταν τόσο δεκτικοί στις επαναστατικές ιδέες, κάτι που καθιστούσε πρωταγωνιστές πολιτικά τους εργάτες στον αγώνα για δημοκρατία και σοσιαλισμό. Για να επιτευχθεί αυτό, οι εργάτες έπρεπε να ιδρύσουν το δικό τους κόμμα, αντί να συντάσσονται με τις μεθόδους ατομικής τρομοκρατίας και συνωμοσιών των ναρόντνικων. Προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη ήταν η ύπαρξη μιας εργατικής τάξης με συνείδηση του εαυτού της και τα κατάλληλα πνευματικά εφόδια.
Στα επόμενα έργα του έδινε έμφαση στην πρόοδο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στη Ρωσία, που θα επέφεραν αναπόφευκτα και ενίσχυση του εργατικού κινήματος. Η αναγκαιότητα πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης έμπαινε και πάλι στο επίκεντρο, σε σύμπραξη με το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα. Για το σκοπό αυτό συμμετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο της Β’ Διεθνούς στο Παρίσι, όπου απευθυνόμενος κατά των ναρόντνικων είπε: “Το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία θα θριαμβεύσει στη Ρωσία ως εργατικό κίνημα ή δε θα θριαμβεύσει ποτέ”.
Τομή θεωρείται το έργο του “Για την ιστορία της εξέλιξης της μονιστικής αντίληψης της ιστορίας”, ένα έργο που κατά τον Λένιν, “εξέθρεψε μια γενιά Ρώσων μαρξιστών”. Στο βιβλίο αυτό ο Πλεχάνοφ επεσήμαινε πως η Ρωσία είχε μπει αναπότρεπτα στις ράγες της κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861, και ότι η αγροτική κοινότητα θα καταστρεφόταν από τον καπιταλισμό. Αυτό σήμαινε πως η κοινωνική χειραφέτηση δε θα ερχόταν από τους αγρότες, αλλά από το εργατικό κίνημα και τους συμμάχους του.
Η ρήξη Λένιν και Πλεχάνοφ, που είχαν γνωριστεί το 1895 στη Γενεύη και είχαν αναπτύξει μια σχεδόν πατρική σχέση μεταξύ τους, ήρθε το 1900 με αφορμή την ίδρυση της εφημερίδας Ίσκρα, του οργάνου του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο Πλεχάνοφ, στοχεύοντας την εδραίωση της επιρροής του στο έντυπο, επέμεινε να είναι έδρα του η Γενεύη, ενώ ο Λένιν σε συμμαχία με τον Ποτρέσοφ κατόρθωσαν να ορίσουν ως τόπο έκδοση το Μόναχο. Η συμπεριφορά του Πλεχάνοφ απέναντι τους πίκρανε τον Λένιν, που χαρακτήριζε τότε τον Πλεχάνοφ “Έκπτωτο είδωλο”. Η ρήξη βάθυνε μετά τη δημοσίευση του “Τι να κάνουμε” το 1902, όταν ο Πλεχάνοφ επέκρινε τον πυρήνα της λενινιστικής σκέψης για το κόμμα νέου τύπου, την έννοια της επαναστατικής πρωτοπορίας και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Θεωρούσε πως έτσι αναιρούνταν η μαρξιστική αρχή πως το είναι καθορίζει τη συνείδηση, δηλαδή οι υλικές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης.
Κατά τη διάσπαση του ΣΔΕΚΡ σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους τάχθηκε αρχικά με το μέρος τοων πρώτων, ωστόσο τον επόμενο χρόνο ζήτησε από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος να εκδιώξει το Λένιν λόγω “βοναπαρτιστικών τάσεων”. Το 1912 αποκλείστηκε μαζί με άλλους μενσεβίκους από το ΣΔΕΚΡ, ενώ στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τάχθηκε υπέρ της νίκης της τσαρικής Ρωσίας κατά της αυτοκρατορικής Γερμανίας που θεωρούσε αποκλειστική υπεύθυνη του πολέμου, κάτι που οδήγησε το Λένιν στο να τον κατηγορήσει ως “σοσιαλπατριώτη”. Επέστρεψε στη Ρωσία μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, όπου τάχθηκε ενεργά κατά των μπολσεβίκων, μέσω της ομάδας “Γεντίνστβο” που εξέδιδε ομώνυμη εφημερίδα. Αποκαλούσε “παραληρήματα” τις θέσεις του Απρίλη και τον ίδιο το Λένιν “αλχημιστή της επανάστασης”, κάνοντας έκκληση στην κυβέρνηση Κερένσκι για τη λήψη αυστηρών κατασταλτικών μέτρων εναντίον των μπολσεβίκων. Μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση πήγε στη Φινλανδία, όπου πέθανε σαν σήμερα από φυματίωση. Τη χρονιά το θανάτου του, το όνομά του περιλήφθηκε στον οβελίσκο του Αλεξάνδρου, τελευταίο στη λίστα μιας σειράς μεγάλων επαναστατών της ιστορίας.