100 χρόνια από την ίδρυση του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος – Πόσο “αριστερό” κίνημα ήταν οι ναζί;
Δεν υπάρχει ασφαλέστερος τρόπος για να ελεγχθεί αυτός ο ισχυρισμός, από το να δει κανείς υπό ποιες συνθήκες υιοθετήθηκε η προσθήκη του όρου “εθνικοσοσιαλιστικό” στην ονομασία του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (DAP), αλλά και ποιο ήταν το πρόγραμμα των 25 σημείων που παρουσιάστηκε μετά την μετονομασία.
Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 100 χρόνια από τότε που ένα παντελώς περιθωριακό μόρφωμα, το “Γερμανικό Εργατικό Κόμμα”, που είχε ιδρυθεί ένα χρόνο νωρίτερα, στις 5 Γενάρη 1919, ξανασυστηνόταν στο υποψήφιο εκλογικό κοινό του ως “Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα”. Η προσθήκη του επιθετικού προσδιορισμού δεν αρκούσε φυσικά για να βγάλει αυτόματα από την αφάνεια το ακροδεξιό εθνικιστικό αντισημιτικό μόρφωμα, δεδομένης της τεράστιας προσφοράς ανάλογων σχηματισμών στη νεότευκτη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Χρησιμοποιείται ωστόσο μέχρι και σήμερα εκ του πονηρού, από θιασώτες της θεωρίας των δύο άκρων και της εξίσωσης ναζισμού – κομμουνισμού, για να αποδείξει ότι ο ναζισμός ήταν “κίνημα της αριστεράς” ή τουλάχιστον – λέει η “μετριοπαθέστερη εκδοχή της ίδιας σχολής σκέψης – ότι ξεκίνησε “αντικαπιταλιστικά” και στη συνέχεια άλλαξε πορεία.
Δεν υπάρχει ασφαλέστερος τρόπος για να ελεγχθεί αυτός ο ισχυρισμός, από το να δει κανείς υπό ποιες συνθήκες υιοθετήθηκε η προσθήκη του όρου “εθνικοσοσιαλιστικό” στην ονομασία του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (DAP), αλλά και ποιο ήταν το πρόγραμμα των 25 σημείων που παρουσιάστηκε μετά την μετονομασία.
Την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις τεκτονικές αλλαγές που αυτός είχε επιφέρει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ειδικότερα δε στη Γερμανία, που έβγαινε κατεστραμμένη στρατιωτικά και οικονομικά, με την αστική τάξη της αποδυναμωμένη και με την εργατική τάξη δυναμικά στο προσκήνιο (έχει τη σημασία του ότι το DAP ιδρύεται ακριβώς τις μέρες της εξέγερσης των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο), μεγάλα τμήματα της άρχουσας τάξης στη χώρα αισθάνονταν πως το υπάρχουν πολιτικό προσωπικό ήταν ανεπαρκές για την επίτευξη των στόχων της. Στόχοι, που σχετίζονται με την κατά το δυνατόν ταχεία αναίρεση των αποτελεσμάτων του πολέμου, αλλά και των αποτελεσμάτων της επανάστασης του Νοεμβρίου, όταν και εκδιώχθηκε η μοναρχία και έγιναν κάποιες παραχωρήσεις μπροστά στο φόβο παραπέρα ριζοσπαστικοποίησης των εργατών. Πολύτιμος αρωγός στην εξουδετέρωση αυτού του φόβου υπήρξε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, που δεν μπορούσε για μια σειρά ιστορικούς και αντικειμενικούς λόγους να αποτελέσει μεσοπρόθεσμα κυβερνητική πρόταση και σίγουρα δε θα μπορούσε να υλοποιήσει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των Γερμανών αστών. Το ίδιο ωστόσο ίσχυε και για τα παραδοσιακά αστικά κόμματα, που παρέμεναν απομεινάρια του προπολεμικού παρελθόντος, ανίκανα να συγκινήσουν τις μάζες στην κατεύθυνση των θυσιών, οικονομικών, αλλά και δυνάμει πολεμικών, που απαιτούσε η ανόρθωση της λαβωμένης καπιταλιστικής οικονομίας στη Γερμανία.
Η ανάγκη για ένα πραγματικά μαζικό αντιδραστικό κόμμα, με αναφορές σε τμήματα τουλάχιστον της εργατικής τάξης, είχε εκφραστεί εξάλλου πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, το 1917, με τη δημιουργία του “Γερμανικού Πατριωτικού Κόμματος”, που επιζητούσε “πέρα από συνδικαλιστικές και κομματικές αντιπαραθέσεις”, “να συλλέξει τους εργάτες που βρίσκονται στο περιθώριο και τις πατριωτικές εργατικές ομάδες σε εθνική βάση για έναν ενιαίο μέτωπο πάλης”.
Η προγραμματική επιδίωξη μαζικότητας δεν προδίκαζε φυσικά και την επίτευξή της, κι έτσι η πρώτη αυτή απόπειρα ξεχάστηκε γρήγορα, ενώ αρχικά οι οιωνοί για το παρόμοιας ιδεολογικής σύλληψης DAP ήταν εξίσου αρνητικοί. Το Γενάρη του 1920 είχε μόλις φτάσει τα 190 μέλη, τα περισσότερα από τα οποία ακόμα υπηρετούσαν στο στρατό, όπως ο ίδιος ο Χίτλερ. Ο στρατός, ως βασικός βραχίονας του γερμανικού ιμπεριαλισμού, αποτέλεσε πολύτιμο αιμοδότη του DAP τα πρώτα δύσκολα χρόνια της εδραίωσής του στο πολιτικό σκηνικό, χάρη σε άτομα όπως ο μετέπειτα επικεφαλής των Ταγμάτων Εφόδου Έρνστ Ρεμ και ο άμεσος στρατιωτικός προϊστάμενος του Χίτλερ στη μονάδα πληροφοριών του στρατού, Καρλ Μάιρ. Ο Μάιρ, που αργότερα θα συγκρούονταν με τους ναζί και θα πέθαινε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, προσπαθούσε μάλιστα να παρουσιάσει ως δικό του δημιούργημα το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, που “θα καλλιεργεί έναν πύρινο εθνικισμό” και θα πολεμούσε “με νύχια και με δόντια” “τον μπολσεβικισμό, τις αποσχιστικές τάσεις και τη δυτική ψευτοκουλτούρα”, μεταξύ άλλων.
Από τα τέλη του 1919 και ιδιαίτερα στις αρχές του 1920 άρχισαν να εντείνονται οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις σχετικά με τον τρόπο δράσης του κόμματος. Μια μερίδα μελών, κυρίως από τη διαβόητη μυστικιστική “Εταιρεία της Θούλης”, προτιμούσαν μια παρασκηνιακή δράση για το DAP, ενώ η άλλη, με επικεφαλής το Χίτλερ, θεωρούσαν επιτακτική την ανάγκη μεγαλύτερης δημοσιότητας για το κόμμα. Οι αντιπαραθέσεις αυτές αντανακλούσαν διαμάχες εντός της άρχουσας τάξης, όπως αυτές καθρεφτίζονταν κυρίως εντός του στρατεύματος, μεταξύ των οπαδών μιας μυστικής, συνωμοτικής δράσης με στόχο την πραξικοπηματικής κατάληψη της εξουσίας και των υπέρμαχων μιας πιο έντονης δημόσιας παρουσίας του στρατεύματος, φαινομενικά χωρίς πολιτικές βλέψεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το “νεοβαφτισμένο” Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα καλούσε στις 24 Φλεβάρη 1920 σε εκδήλωση του σε κεντρική μπιραρία του Μονάχου. Στις προπαγανδιστικές αφίσες απουσίαζε τόσο τo όνομα του άγνωστου ακόμα Χίτλερ, όσο και η πρόθεση διακήρυξης ενός προγράμματος 25 σημείων. Ακόμα και η νέα ονομασία του κόμματος, παρότι είχε αποφασιστεί από τις 20 Φλεβάρη, παρέμενε κρυφή. Αντίθετα, διαφημιζόταν η ομιλία ενός γνωστού στους βαυαρικούς εθνικιστικούς κύκλους γιατρού, ονόματι Γιοχάνες Ντιγκφέλντερ, που φυσικά δε θα έπαιζε κανένα σημαντικό ρόλο στη συνέχεια.
Περίπου 2000 ακροατές έσπευσαν στην εκδήλωση, που αποτέλεσε την ουσιαστική ληξιαρχική πράξη γέννησης του ναζιστικού κόμματος. Το πρόγραμμα των 25 σημείων είχε διάφορες αοριστίες και ασάφειες, προκειμένου να ικανοποιήσει ετερογενή ακροατήρια και να μπορεί να προσαρμόζεται στις εκάστοτε επιδιώξεις της ηγεσίας. Εκείνο που ωστόσο δεν εμπεριείχε καμία ασάφεια, ήταν ο βαθιά αντικομμουνιστικός, ρατσιστικός, αντισημιτικός, σωβινιστικός χαρακτήρας του, καθώς και η ετοιμότητα για προσφυγή στην πιο ωμή βία για την ικανοποίηση των επεκτατικών στόχων που ξεκάθαρα έθετε.
Ως θανάσιμοι εχθροί ορίζονταν οι κομμουνιστές, οι συνδικαλιστές, οι σοσιαλδημοκράτες, οι φιλειρηνιστές, οι δημοκράτες και οι φιλελεύθεροι, ενώ τα “συστημικά κόμματα” δεν υπηρετούσαν παρά “εβραϊκά συμφέροντα”. Στην κορυφή των επιδιώξεων του ναζιστικού κόμματος τοποθετούνταν “η ένωση όλων των Γερμανών στη βάση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών για μια Μεγάλη Γερμανία”, που ακολουθούνταν από την “ισοτιμία του γερμανικού λαού απέναντι στα άλλα έθνη και τη κατάργηση των συνθηκών ειρήνης των Βερσαλιών και του Αγίου Γερμανού” και την “απόκτηση γης (αποικιών)”. Ο επεκτατισμός ήταν φυσικά κοινός τόπος των εθνικιστικών κομμάτων της περιόδου, που επιδίωκαν αποκατάσταση των συνόρων του 1914 ή του 1866, κανένα ωστόσο δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει απαίτηση για δικαίωμα ανάμειξης της Γερμανίας σε όλες τις χώρες όπου υπήρχαν γερμανικές μειονότητες, δηλαδή την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, την ΕΣΣΔ, τις – τυπικά ανεξάρτητες τότε – βαλτικές χώρες, την Πολωνία, τη Ρουμανία, ακόμα και τις υπερατλαντικές γερμανικές παροικίες. Πέρα από την “επέκταση προς ανατολάς”, που αποτελούσε παλιό όραμα του γερμανικού ιμπεριαλισμού, δεν έλειπαν οι βλέψεις για επαναφορά και επέκταση των αποτυχημένων αποικιακών κτήσεων της Γερμανίας στην Αφρική, με προοπτική για επέκτασή τους μέχρι και την Ωκεανία.
Οι μεγαλεπήβολες αυτές επιδιώξεις, είχαν ως προϋπόθεση για την επίτευξή τους την αφύπνιση της “αμυντικής θέλησης” του γερμανικού λαού, κάτι που εξαρτώνταν από τον παραμερισμό του “απρόσωπου κοινοβουλευτισμού”, ο οποίος δεν οδηγούσε σε επιλογή των καλύτερων, αλλά των “πιο ανήθικων” και προωθούσε την “κοντόφθαλμη μετριότητα”.
Από όλα τα παραπάνω, έχει γίνει ήδη φανερό ότι όχι μόνο δεν είχε καμία σχέση με αριστερά ή σοσιαλισμό ο προγραμματικός πυρήνας του ναζιστικού κόμματος, αλλά ουσιαστικά αποτελούσε μια ακόμα πιο ακραία έκφραση του ιδεολογικού οπλοστασίου της γερμανικής ακροδεξιάς, όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι ναζί βέβαια δεν ήθελαν να γίνουν ένα ακόμα ακροδεξιό, ελιτίστικο κόμμα, αλλά να απευθυνθούν στο “λαό” και την πλειοψηφία του εκείνη την περίοδο, δηλαδή την εργατική τάξη, αλλά και σε αγρότες και φυσικά τους επίσης πολυάριθμους μικροαστούς των πόλεων. Η επιδίωξη αυτή αντικατοπτρίζεται στα οικονομικά και κοινωνικά σημεία του προγράμματος των 25 σημείων, τα οποία επίσης επικαλούνται κατά κόρον όσοι προσπαθούν να βρουν “σοσιαλιστικές”, ακόμα και “επαναστατικές” ρίζες του ναζισμού.
Είναι γεγονός πως στα 25 σημεία του προγράμματος δε γίνεται καμία αναφορά στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, σε αντίθεση με το σύνολο των υπαρχόντων αστικών κομμάτων. Η παράλειψη αυτή ήταν συνειδητή, αφού οι ναζί και ο Χίτλερ ειδικότερα γνώριζαν πως μια ανοιχτή υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος που είχε ματοκυλήσει τόσο πρόσφατα τη Γερμανία, σε εκείνη τη φάση θα έκλεινε κάθε δίοδο προς την εργατική τάξη, που διακαώς επιθυμούσε να προσεταιριστεί το NSDAP. Eξίσου συνειδητά απουσιάζουν ωστόσο αναφορές στον όρο “σοσιαλισμός”, ενώ αόριστες υποσχέσεις – που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν – για “συμμετοχή των εργατών στα κέρδη” και “ενίσχυση της πρόνοιας για την τρίτη ηλικία”, μόνο αντικαπιταλιστικές δεν μπορούν να θεωρηθούν. Ακόμα και η πολυσυζητημένη “εθνικοποίηση των τραστ” στο προγραμματικό σημείο 13, αφορούσε ρητά μόνο τις “ήδη κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις”, έχοντας ως στόχο να περιοριστεί ο εργατικός έλεγχος σε αυτές μέσω της ενσωμάτωσής τους στο αστικό κράτος. Εν τέλει, ακόμα και αυτή η “προσεχτική” δημοκοπική εξαγγελία πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Εξάλλου, ήδη από τον Απρίλη του 1928, ο Χίτλερ, για να καθησυχάσει όσους καπιταλιστές αντιμετώπιζαν ακόμα τους ναζί με καχυποψία ως “πληβειακό” κόμμα, διακήρυξε ότι ασφαλώς το NSDAP στήριζε την ατομική ιδιοκτησία κι ότι οι προγραμματικές θέσεις για απαλλοτριώσεις χωρίς αποζημίωση αφορούσαν κατά βάση “εβραϊκές κερδοσκοπικές εταιρείες”. Το υπόλοιπο οικονομικό πρόγραμμα απέβλεπε στη στήριξη των συνήθως υπερχρεωμένων αγροτών με φρούδες υποσχέσεις πάταξης της “σκλαβιάς των τόκων” και αναδιανομής γης, όπως και τον εξίσου απελπισμένων μικροϊδιοκτητών, με εξαγγελίες για πέρασμα των μεγάλων πολυκαταστημάτων στους δήμους, που στη συνέχεια θα νοίκιαζαν φτηνά τα καταστήματα στους πρώτους. Περιττό να αναφέρει κανείς το τι απέγιναν όλα αυτά μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία το 1933.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, ακόμα και τα πιο “ριζοσπαστικά” συνθήματα των ναζί άρχισαν να υποχωρούν όλο και πιο έντονα από το δημόσιο λόγο του κόμματος. Η στάση αυτή του κόμματος επιβραβευόταν από ένα ολοένα και μεγαλύτερο και τελικά πλειοψηφικό τμήμα της γερμανικής άρχουσας τάξης, ανοίγοντας το δρόμο για την αναρρίχησή του στην εξουσία και την προετοιμασία του πιο αιματηρού πολέμου του 20ου αιώνα.