103 χρόνια από την Αρμένικη Γενοκτονία
Υπεύθυνοι για τη Γενοκτονία δεν είναι γενικά «οι Τούρκοι» και η «ασιατική τους βαρβαρότητα», αλλά συγκεκριμένα πολιτικά υποκείμενα, που την σχεδίασαν με βάση μια συγκεκριμένη ιδεολογία και συγκεκριμένα συμφέροντα και προνόμια που έκαναν όσους την εκτέλεσαν να πάρουν μέρος σε αυτήν.
Η γενοκτονία των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1915 από το καθεστώς των Νεότουρκων αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά συμβάντα των αρχών του 20ου αιώνα και αφορμή σήμερα, εκατόν τρία χρόνια μετά, να στοχαστούμε πάνω στις αντιφάσεις της νεωτερικότητας και τις ανεξέλεγκτες καταστροφικές δυνάμεις που μπορεί να απελευθερώσουν ο εθνικισμός και οι θεωρίες της εθνικής και φυλετικής καθαρότητας. Στο κείμενο αυτό, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε ποιες ιδεολογικές και υλικές συνθήκες συγκεντρώθηκαν, έτσι ώστε να καταστεί το έγκλημα δυνατόν, αλλά και πως η άρνησή του από το επίσημο τουρκικό κράτος αποτελεί, ακόμα και σήμερα ανοιχτή πληγή με ιδεολογικά, αλλά και πολύ απτά, πρακτικά πολιτικά αποτελέσματα.
Στην ερμηνευτική αυτή απόπειρα, θα ήταν χρήσιμη μια ιστορική αναδρομή στις σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις χριστιανικές της μειονότητες και ειδικά με τους Αρμένιους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση υποχώρησης και κρίσης, κάτω από την πίεση των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της εποχής, στο λεξιλόγιο των οποίων, αποκαλούταν «ο Μεγάλος Ασθενής», που παρενέβαιναν στα εσωτερικά της με πρόφαση την προστασία των χριστιανικών της πληθυσμών. Την ίδια εποχή, μέλη της οθωμανικής ελίτ, κάθε καταγωγής, ταξίδευαν και σπούδαζαν στην Ευρώπη ερχόμενα σε επαφή με τις ιδέες της νεωτερικότητας. Δημιουργήθηκαν έτσι, κύκλοι εξόριστων, που επιθυμούσαν να τις εισάγουν στην ασθμαίνουσα αυτοκρατορία για να αντιστρέψουν την τάση υποχώρησής της. Αντιπολιτεύονταν το παρωχημένο –όπως το έβλεπαν- σουλτανικό καθεστώς, που θεωρούσαν υπεύθυνο για την παρακμή της. Στους κύκλους αυτούς βρέθηκαν μαζί Τούρκοι και Αρμένιοι, που μοιράζονταν ένα κοινό εκσυγχρονιστικό όραμα, με αποκλίνουσες, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ιδεολογικές και πολιτικές στοχεύσεις.
Το 1878 η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου σφραγίζει τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου με σημαντικές εδαφικές απώλειες για την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια, την Κριμαία και τον Καύκασο. Χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες εγκαθίστανται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ερχόμενοι σε ανταγωνισμό με τους χριστιανικούς πληθυσμούς της. Η συνθήκη αυτή συνέβαλε, όπως θα δούμε, στους υλικούς όρους που διαμόρφωσαν τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια.
Για τους Αρμένιους, η περίοδος, που ακολούθησε, ανάμεσα στο 1894 και το 1896, σημαδεύτηκε από τις μαζικές σφαγές του Σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Β΄, που έγινε γνωστός στην Ευρώπη ως ο «Κόκκινος Σουλτάνος».
Τον Ιούλιο του 1908 μια ομάδα νέων –κυρίως στρατιωτικών- πραγματοποιούν συνταγματικό πραξικόπημα και εγκαθιστούν κυβέρνηση της «Επιτροπής Ενότητα και Πρόοδος», υποσχόμενοι τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του οθωμανικού κράτους.
Το περιεχόμενο που έδιναν στην έννοια του εκσυγχρονισμού, τα μέλη της επιτροπής ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό στο οποίο ήλπιζαν οι πολιτικοί φορείς της αρμένικης μειονότητας. Μπορούμε να πούμε ότι εμπνέονταν από δύο αντιφατικές όψεις της νεωτερικότητας: Οι Νεότουρκοι εμπνέονταν από τη λογική του συγκεντρωτικού κράτους και της εθνικής ομοιογένειας, στην οποία δεν ήταν όλοι οι πληθυσμού αφομοιώσιμοι, και έχοντας, αρκετοί από αυτούς, καταναλώσει αρκετή μυστικιστική φυλετική θεωρία, προσέβλεπαν στο παντουρκικό όραμα ενός εθνικού κράτους που θα συγκέντρωνε όλους τους τουρκόφωνους πληθυσμούς της Τουρκίας, της Ρωσίας και της Περσίας, ενώ όλοι οι τομείς της οικονομίας θα ήταν σε τουρκικά χέρια. Παράλληλα, είχαν κάποια οργανωτικά χαρακτηριστικά, όπως η μυστική στρατιωτική δράση (που συνεχίστηκε και για όσο διάστημα κατείχαν την εξουσία) και η απόλυτη υποταγή στην ηγεσία, κάθε απόκλιση από την οποία τιμωρούταν με θάνατο, που επικαθόρισαν τα μέσα με τα οποία έθεσαν σε εφαρμογή το πρόγραμμά τους. Αντίθετα, οι Αρμένιοι και οι άλλες χριστιανικές μειονότητες προσέβλεπαν σε ένα κράτος δικαίου, όπου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του νέου Οθωμανού υπηκόου δεν θα εξαρτώνται από τη θρησκεία ή την καταγωγή του.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να κάνουμε την παρατήρηση ότι οι Νεότουρκοι έπρεπε να στηριχθούν, για να υλοποιήσουν το πρόγραμμά τους, στη μουσουλμανική πλειοψηφία, η οποία αντιλαμβανόταν ότι η ενιαία υπηκοότητα τους αφαιρούσε τα προνόμια που τους έδινε ως μουσουλμάνους, το προηγούμενο σύστημα του μιλέτ (αυτοδιοίκηση των θρησκευτικών κοινοτήτων). Μπορούμε επομένως, να πούμε ότι οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να εφαρμόσουν ένα νεωτερικό πρόγραμμα –που αποδείχτηκε πιο αποτελεσματικό και πιο βάρβαρο απ’όλες τις προηγούμενες βαρβαρότητες- στηριζόμενοι στους φορείς προνεωτερικών αντιδράσεων.
Τα πρώτα δείγματα αυτής της πολιτικής δεν άργησαν να φανούν, με τις σφαγές χιλιάδων Αρμενίων τον Απρίλιο του 1909 από τον μουσουλμανικό όχλο στην Κιλικία, κάτω από τα απαθή βλέμματα των Νεότουρκων. Την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη, οι Νεότουρκοι διατηρούσαν την αύρα του εκσυγχρονιστή, ως η μοναδική πολιτική δύναμη ικανή να φέρει την πρόοδο στην οθωμανική ανατολή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο γάλλος σοσιαλιστής ηγέτης Ζαν Ζωρές, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στην αλληλεγγύη προς τους Αρμένιους, κατά τη διάρκεια των σφαγών του Αμπντουλχαμίτ, αλλά δεν βρήκε μια λέξη να πει για τις σφαγές της Κιλικίας, αδυνατώντας, όπως φαίνεται, να πιστέψει στην ενοχή των «φορέων της προόδου».
Το 1912-1913, η ήττα των Οθωμανών στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, από τον συνασπισμό των βαλκανικών κρατών (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, Βουλγαρία), οδήγησε στην απώλεια της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης και σε ένα νέο κύμα μουσουλμάνων προσφύγων, που επιβάρυνε τις πληθυσμιακές και ιδεολογικές ισορροπίες. Εφαρμόστηκε τότε, για πρώτη φορά οικονομικό μποϋκοτάζ των ελληνικών και αρμενικών επιχειρήσεων, που στιγμάτισε τις μειονότητες αυτές ως «εσωτερικό εχθρό», καθιστώντας ιδιαίτερα ευάλωτους, κυρίως τους Αρμένιους, που δεν είχαν τη στήριξη ενός δικού τους εθνικού κράτους, όπως οι Έλληνες.
Τον Ιανουάριο του 1914 ο Ενβέρ Πασάς γίνεται Υπουργός Πολέμου, η όποια αντιπολίτευση καταστέλεται και η Οθωμανική Αυτοκρατορία γίνεται μονοκομματικό καθεστώς, υπό την άτυπη ηγεσία των τριών πασάδων Ενβέρ (Υπουργός Πολέμου), Ταλάτ (Υπουργός Εσωτερικών) και Τζεμάλ (μπεηλέρμπεης της Δαμασκού).
Τον Ιούνιο του 1914 σε μυστική συνεδρίαση της Κ.Ε. της «Επιτροπής Ενότητα & Πρόοδος» λαμβάνεται η απόφαση για «ομογενοποίηση» της Ανατολίας, ενώ τον Αύγουστο ιδρύεται η παραστρατιωτική «Ειδική Οργάνωση» (Τασκιλάτ-ι Μαχσουσά), με στόχο την καταπολέμηση του «εσωτερικού εχθρού» και η οποία ήταν ανεξάρτητη και ανεξέλεγκτη από τις επίσημες δομές του κράτους.
Στις 2 Νοεμβρίου του 1914, η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπαίνει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών κηρύσσοντας τον πόλεμο στη Ρωσία. Οι Αρμένιοι, που κατοικούσαν και στις δύο πλευρές των συνόρων, βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Παρόλα αυτά, οι Οθωμανοί Αρμένιοι στρατολογούνται στον οθωμανικό στρατό, σύμφωνα και με την παραίνεση της πολιτικής τους ηγεσίας, κυρίως της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονίας (Ντασνακτσουτιούν) και οι Ρώσοι στον ρωσικό. Βέβαια, δεν λείπουν και οι Οθωμανοί Αρμένιοι που κατατάσσονται σε ομάδες φιλορώσων εθελοντών περνώντας στην άλλη πλευρά των συνόρων (πράγμα που κάνουν ακόμα και μέλη του Ντασνακτσουτιούν). Το γεγονός αυτό χρησιμοποιήθηκε από τους Νεότουρκους ως απόδειξη της «προδοσίας» των Αρμενίων, για να δικαιολογήσει τα όσα ακολούθησαν.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1914 η οθωμανική 3η Στρατιά, με επικεφαλής τον Ενβέρ Πασά, εισβάλει στον Καύκασο και ηττάται στις 4 Ιανουαρίου 1915 από τους Ρώσους, στη Μάχη του Σαρίκαμις, με βαριές απώλειες που αγγίζουν το 80%! Η ηγεσία των Νεότουρκων κατηγορεί τους Αρμένιους για πισώπλατη μαχαιριά και προδοσία, τόσο για να τους στοχοποιήσει, όσο και για να αποσείσει τις δικές της ευθύνες για τη στρατιωτική ήττα.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1915, όλοι οι Αρμένιοι στρατιώτες του οθωμανικού στρατού αφοπλίζονται και τον Μάρτιο ιδρύεται ειδική διοικητική και αστυνομική επιτροπή με σκοπό τον εκτοπισμό των Αρμενίων. Από τις 18 έως τις 20 Απριλίου άτακτοι της Ειδικής Οργάνωσης επιτίθενται στα αρμένικα χωριά γύρω από τη λίμνη Βαν, εκστρατεία που είχε 55.000 θύματα. Στη συνέχεια πολιορκείται η πόλη του Βαν, όπου οι Αρμένιοι αντιστέκονται ένοπλα, απόφαση που χρησιμοποιήθηκε ξανά ως απόδειξη προδοσίας.
Στις 24 Απριλίου 1915 η αρμένικη ελίτ της Κωνσταντινούπολης συλλαμβάνεται και εκτελείται ή εξορίζεται. Η μέρα αυτή επιλέχθηκε και ως ημέρα μνήμης των θυμάτων της Αρμενικής Γενοκτονίας. Η περίοδος ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Αύγουστο του 1915 είναι αυτή κατά την οποία πραγματοποιείται και η κύρια φάση της Γενοκτονίας:
Τον Μάιο του 1915 με διαταγή του Υπουργού Εσωτερικών Ταλάτ Πασά αποφασίζεται η εκτόπιση των Αρμενίων του Ερζερούμ, του Βαν και του Μπιλτίς προς τη Συρία, με την αιτιολογία ότι ο ύποπτης νομιμοφροσύνης πληθυσμός πρέπει να απομακρυνθεί από τις περιοχές κοντά στο μέτωπο.
Στις 10 Ιουνίου εκδίδεται διάταγμα που ορίζει τη διαδικασία διαμοιρασμού των περιουσιών των «απόντων» Αρμενίων, οι οποίες καταλήγουν συνήθως στα χέρια τοπικών στελεχών της «Επιτροπής Ενότητα & Πρόοδος» και των ευνοούμενών τους.
Στις 14 Ιουνίου οι αρμένιοι κληρωτοί που υπηρετούν στον οθωμανικό στρατό στέλνονται σε τάγματα εργασίας στο Ερζιντζάν, απ’όπου λίγο αργότερα μεταφέρονται στο Τζερμπελέγκ, όπου και εκτελούνται.
Στις 25 Ιουνίου 1915 εκδίδεται γενική διαταγή που προβλέπει την εκτόπιση των Αρμενίων ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, πράγμα που αποδεικνύει ότι στόχος δεν ήταν η απομάκρυνσή τους από τις περιοχές κοντά στο μέτωπο του πολέμου, αλλά η πλήρης εξολόθρευσή τους. Ενώ, διαταγή του διοικητή της 3ης Στρατιάς Μαχμούτ Καμίλ, που εκδόθηκε στις 10 Ιουλίου 1915, προέβλεπε ότι τιμωρία για όσους μουσουλμάνους κρύβουν Αρμένιους είναι ο θάνατος και παράλληλα διευκρινίζεται ότι δεν εξαιρούνται από την εκτόπιση ούτε οι Αρμένιοι που προσηλυτίζονται στο Ισλάμ, στοιχείο που αποδεικνύει τον εθνοφυλετικό χαρακτήρα της ιδεολογίας των εμπνευστών του εγχειρήματος.
Τα καραβάνια των εκτοπισμένων αποδεκατίζονται από τη δίψα, την πείνα, τις κακουχίες, τις ασθένειες και τις επιθέσεις ατάκτων, (πρώην ποινικών καταδίκων, Κούρδων και Τσερκέζων), που εξοπλίζονται από τις αρχές για το σκοπό αυτό. Οι Νεότουρκοι ήρθαν σε επαφή με πατριάρχες κουρδικών φυλών με σκοπό να εκμεταλλευτούν τον ανταγωνισμό τους με τους Αρμένιους στις περιοχές με μεικτό πληθυσμό, στρατολογώντας τους έτσι στο πολιτικό σχέδιο της Γενοκτονίας. Οι φυλετικές δομές οργάνωσης της κουρδικής κοινωνίας ήταν προ-πολιτικές και εύκολα χειραγωγήσιμες από το καθεστώς, ενώ το κουρδικό εθνικό κίνημα, που βρισκόταν τότε στις απαρχές του, αν και προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τους Αρμένιους, ήταν δυστυχώς ακόμα απελπιστικά μειοψηφικό. Η ευθύνη αυτή, τμημάτων του κουρδικού πληθυσμού, καλυπτόταν για χρόνια από ένα πέπλο σιωπής, στις επίσημες εθνικές αφηγήσεις των Κούρδων και επιβίωνε μόνο μέσα από προφορικές μνήμες. Τα τελευταία χρόνια βγαίνει ξανά στην επιφάνεια, κυρίως μέσα από τη λογοτεχνία, χάρη σε μια νέα γενιά Κούρδων λογοτεχνών.
Η τελευταία φάση της Γενοκτονίας πραγματοποιείται το 1916, στα στρατόπεδα των εκτοπισμένων στη Συρία:
Στις 17 Μαρτίου 1916 στο στρατόπεδο του Ρας Ουλ-Άιν εκτελέστηκαν 40.000 εκτοπισμένοι, ενώ από τον Ιούλιο μέχρι και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου 192.750 έγκλειστοι του στρατοπέδου εκτοπισμένων του Ντερ Ζορ σκοτώνονται από ατάκτους. Στις 9 Οκτωβρίου 2.000 ορφανά από το ορφανοτροφείο της ίδιας πόλης εκτελούνται και τα πτώματά τους καίγονται αφού περιλούζονται με κηροζήνη. Η Γενοκτονία σταματά με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την Ανακωχή του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου 1916, τα θύματά της είναι περίπου ενάμισι εκατομμύριο.
Η άρνηση της Γενοκτονίας αποτελεί επίσημη πολιτική του τουρκικού κράτους από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Αυτό εξηγείται από το γεγονός, ότι το νέο ρεπουμπλικανικό καθεστώς ενσωμάτωσε στις τάξεις του, πολλές φορές ως ήρωες του απελευθερωτικού πολέμου, πολλά από τα στελέχη της «Επιτροπής Ενότητα & Πρόοδος», κι έτσι ανάμεσα στο καθεστώς των Νεότουρκων και το κεμαλικό καθεστώς δεν υπάρχει απόλυτη τομή. Αυτή η «επίσημη αλήθεια» για την ιστορία θωρακίζεται και ποινικά, καθώς η αναγνώριση της Γενοκτονίας αποτελεί ποινικό αδίκημα, ως «προσβολή του τουρκισμού».
Η αναγνώριση της Αρμένικης Γενοκτονίας από την Τουρκία είναι απαραίτητη τόσο για τους Αρμένιους, όσο και για τους Τούρκους: Θα επιτρέψει στους Αρμένιους να ολοκληρώσουν το πένθος τους, να θρηνήσουν τους νεκρούς που απαγορεύεται να θρηνηθούν και να στραφούν προς το μέλλον ζώντας στην Τουρκία σαν ισότιμοι πολίτες, μακριά από αλυτρωτισμούς και εθνικιστικές προσκολλήσεις στο τραυματικό παρελθόν. Από την άλλη, θα δώσει στην Τουρκία τη δυνατότητα να αποτιμήσει το παρελθόν της και να αποκτήσει εθνική αυτογνωσία, βγαίνοντας από το δηλητηριώδες εθνικιστικό πολιτικό κλίμα, που βλέπει τη χώρα διαρκώς σε κατάσταση πολιορκίας και απειλής από σατανικούς εξωτερικούς, αλλά και εσωτερικούς εχθρούς, απέναντι στους οποίους η τιμωρία δεν έχει όριο (κάτι που έχουν πληρώσει όχι μόνο οι εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, από τους Έλληνες και τους Ασσύριους, ως τους αλεβίτες και τους Κούρδους, αλλά ακόμα και οι πολιτικοί αντίπαλοι μιας σειράς από τουρκικές κυβερνήσεις). Επίσης, η αναγνώριση της ιστορικής πραγματικότητας θα θέσει το ζήτημα στην πραγματική του βάση: Υπεύθυνοι για τη Γενοκτονία δεν είναι γενικά «οι Τούρκοι» και η «ασιατική τους βαρβαρότητα», αλλά συγκεκριμένα πολιτικά υποκείμενα, που την σχεδίασαν με βάση μια συγκεκριμένη ιδεολογία και συγκεκριμένα συμφέροντα και προνόμια που έκαναν όσους την εκτέλεσαν να πάρουν μέρος σε αυτήν.