12 Απρίλη 1947: «Ήμουν στη Νιάλα, πολέμησα για τη λευτεριά του λαού και της πατρίδας μας. Τι άλλο θέλεις απ’ αυτό;»
Κολασμένος βράχος! Σπάρθηκε με τα κόκαλα ανεκτίμητων παλικαριών μας. Μα θα γίνει σύμβολο. Θα μάθει όλη η Ελλάδα το μαρτύριο που τραβήξαμε μόνο και μόνο για τη λευτεριά της. Όχι γιατί αγαπούσαμε απλά τη ζωή μας. Μα γιατί αγαπούσαμε την Ελλάδα και το λαό της – O Μενέλαος Μούστος (Δάφνης) στο βιβλίο του «Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό», περιγράφει το πέρασμα της Νιάλας…
Σαν σήμερα, στις 12 του Απρίλη 1947, στη Νιάλα των Αγράφων και μέσα σε σφοδρή χιονοθύελλα, θα χάσουν τη ζωή τους πολλοί μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού και άμαχοι πολίτες. Το τάγμα του Σοφιανού (Γιώργου Ηλιάδη), μαζί με εκατοντάδες καταδιωκόμενους – μέλη των πολιτικών οργανώσεων της Καρδίτσας και των οικογενειών τους (συνολικά 1.200 άτομα, στην πλειοψηφία τους άοπλοι), είχαν επιχειρήσει να διασπάσουν τον κλοιό του κυβερνητικού στρατού, διασχίζοντας τα βουνά της Νιάλας και των Αγράφων, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες, γράφοντας μια από τις πλέον ηρωικές στιγμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Στο βιβλίο του Μενέλαου Μούστου (Δάφνη) «Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό», που κυκλοφόρησε το 1954 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, στο Βουκουρέστι, ο συγγραφέας περιγράφει το πέρασμα της Νιάλας, στο οποίο συμμετείχε ο ίδιος. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε φωτογραφική ανατύπωση από τη Σύγχρονη Εποχή.
Οι αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό περιέχουν δύο ιστορίες. Παρακάτω ακολουθούν δύο συγκλονιστικά αποσπάσματα που αφορούν το πέρασμα της Νιάλας.
Ο Μενέλαος Μούστος γεννήθηκε στο Λαμπερό Καρδίτσας. Δυο λόγια για το βιβλίο από τον συγγραφέα:
«Δεν είμαι συγγραφέας κι ούτε έχω τέτια αξίωση. Συνεπαρμένος απ’ το ηρωικό μεγαλείο των μαχητών του ΔΣΕ, νιώθοντας το καθήκον απέναντι στο κόμμα και στο λαό, γράφω αυτές τις γραμμές με τη σκέψη πως θα βοηθήσω σε κάτι. Η “Νιάλα” και το “Μέσα από πύρινο κλοιό” είναι αληθινές ιστορίες, λαμπρές σελίδες απ’ τη θρυλική εποποιία του ΔΣΕ. Οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είναι πραγματικά. Τα ονόματα αυτών που ζουν τα αλλάζω ξεπίτηδες. Δεν υπάρχει καμιά υπερβολή στην αφήγηση. Αντίθετα είναι φτωχές οι εικόνες από απειρία της πένας. Ας κάνουν κι οι άλλοι το καθήκον τους. Ο πλούσιος αγώνας μας, ο αιματηρός αγώνας μας, ο σκληρός κι ανελέητος πόλεμος που έκανε ο ΔΣΕ για να λευτερώσει την Ελλάδα, πρέπει να μαθευτεί παντού. Όμως έτσι θα μαθευτεί. Όταν ο καθένας είτε συγγραφέας είναι είτε όχι, γράψει αυτά που έζησε, είτε του αφηγήθηκαν άλλοι. Αυτό είναι σήμερα σοβαρό καθήκον. Ας το ξεπληρώσει ο καθένας όπως μπορεί καλύτερα.»
Ο Κώστας Μπόσης έχει γράψει ένα μικρό σημείωμα στο περιοδικό Νέος Κόσμος με ημερομηνία 12/6/1955 με την είδηση του θανάτου του Μενέλαου Μούστου (Δάφνη) με τίτλο «Αναμνήσεις από τη ζωή του συγγραφέα Μενέλαου Δάφνη». Οι πληροφορίες που μας δίνει είναι ότι:
Με τον Δάφνη γνωρίστηκαν τον Οκτώβρη του 1948, του Αγίου Δημητρίου, στο Βίτσι μετά τη νικηφόρα μάχη του ΔΣΕ στο Πλατύ. Ο Μπόσης βαριά τραυματισμένος μεταφερόταν από το Πλατύ και ο Δάφνης στο δρόμο για εκεί. Την επόμενη μέρα τραυματίστηκε και ο Δάφνης και βρέθηκαν οι δυο τους δίπλα δίπλα στο πρόχειρο νοσοκομείο. Τα βράδια κουβέντιαζαν για να ξεχνούν τον πόνο τους και ονειρεύονταν. Ο Δάφνης ήθελε να γίνει τραγουδιστής και συγγραφέας και να υμνήσει τη Νιάλα, το Γράμμο και τον Κλέφτη. Στο ΔΣΕ μπήκε πολύ νωρίς και με την υποχώρηση ήταν επίτροπος τάγματος. Πέθανε πολύ νέος μάλλον ως συνέπεια του βαριού τραυματισμού του στο κεφάλι. Πριν πεθάνει είχε στείλει τα χειρόγραφα του έργου του Αητοί της λευτεριάς.
Γράφει ο Μπόσης για το θάνατό του «Ο Δάφνης πέθανε πολύ νέος, πάνω στην άνοιξη της λογοτεχνικής του δημιουργίας. Άφησε ένα κενό και στις καρδιές εκείνων που τον γνώρισαν και στη λογοτεχνία. Ένα τέτοιο άνθρωπο τέτοιο μαχητή καλό κομμουνιστή δεν μπορεί κανένας να τον ξεχάσει. Κι ο καλύτερος φόρος τιμής θα είναι να θυμούμαστε πώς έγραφε τις τελευταίες μέρες της ζωής του και να μιμηθούμε το παράδειγμά του.»
Για τις Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό ο Μπόσης αναφέρει:
«Όσο του επέτρεπε η υγεία του, κι’ άρρωστος ακόμα, κι’ όλες τις ώρες που είχε λεύτερες, ακούραστα επίμονα, με πάθος, ρίχτηκε στο γράψιμο. Έβαλε όλη του την ψυχή να ζωντανέψει καλλιτεχνικά τους αγώνες του λαού μας. Το πρώτο του βιβλίο «Αφηγήσεις για το ΔΣ» κυκλοφόρησε στις αρχές τούτου του χρόνου [1954]. Ήταν η αρχή της λογοτεχνικής του δημιουργίας, κι αρχή με καλούς οιωνούς. Το πρώτο του έργο στη μορφή έχει αδυναμίες. Το περιεχόμενο όμως είναι απόλυτα ταξικό – λαϊκό. Η τέχνη στην υπηρεσία του [λαού](;) ολοκληρώνεται. Κάθε παράγραφος και κάθε γραμμή φωνάζουν με το λαό, ενάντια στους εχθρούς του λαού. Όπως ο συγγραφέας ήταν μαχητής στα πρώτα χαρακώματα έτσι και η τέχνη του μάχεται στην πρώτη γραμμή.»
Νιάλα
Βραδιάζει. Στον ουρανό κυλάνε βιαστικά κάτι βαριά μολυβένια σύννεφα, που κατεβαίνουν χαμηλά. Στις κορφές των βουνών πιάνεται ομίχλη που σιγά – σιγά σκορπάει παντού. Τα κοράκια πετάνε φοβισμένα δω και κει και τρέχουν να κρυφτούν στις φωλιές τους αφήνοντας ένα ασυνήθιστο κρώξιμο. Κι η φάλαγγα συνταγμένη ξεκινάει για τη Νιάλα.
Η Νιάλα είναι μια όμορφη βουνοκορφή των Αγράφων, άγριο βουνό γεμάτο μεγαλείο θαρείς πως δεν είναι φυσικό το φκιάξιμό του. Μοιάζει σαν κάποιος ξακουστός γλύπτης να το τόρνεψε. Θαυμάσιες πέτρινες κορφές, απότομες πλαγιές και γκρεμούρια, θεόρατα βράχια κολημένα αφύσικα πάνω στο χώμα κι αυχένες για αναγκαστικό πέρασμα. Πόσοι θρύλοι δεν έχουν γίνει για τη Νιάλα! Για δράκοντες και για μυθικές νεράιδες που φωλιάζουν στις απόκρημνες πλαγιές της Νιάλας και βγαίνουν τα καλοκαίρια και συντροφεύουν τους τσομπάνηδες στα νυχτοβόσκια τους. Τα καλοκαίρια γεμίζει απ’ τους γλυκούς ήχους των κουδουνιών κι απ’ τα βελάσματα των αρνιών, απ’ τις φλογέρες και τα τραγούδια των τσομπάνηδων και το χειμώνα στέκεται βουβή κι ατάραχη μπρος στις μπόρες και τις καταιγίδες. Μονάχα τα κοράκια, τ’ αγριοπούλια και τ’ αγριοζούλαπα τη συντροφεύουν στη βαριά μοναξιά της. Η Νιάλα είναι βασιλιάς των Αγράφων. Στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, ο λαός είχε πλάσει ένα μύθο για τη Νιάλα που του θέρμαινε την ψυχή στο βαρύ χειμώνα της σκλαβιάς. Λέγανε τάχα πως στη Νιάλα υπάρχει μια πελώρια σπηλιά, απάτητη από άνθρωπο όπου κατοικεί ένας δράκος. Ο δράκος μισούσε τους τούρκους κι όταν έπαιρναν το δρόμο ν’ ανεβούνε κατά τ’ Άγραφα τους κύλαγε μεγάλες κοτρώνες και τους ανάγκαζε να γυρνάνε πίσω. Κι οι τούρκοι δεν κατάφεραν να πατήσουν τη Νιάλα. Και τα γύρω αγραφοχώρια ποτές δεν τάγραψαν στα «κιτάπια» τους. Γι’ αυτό κι έμειναν από τότε να λέγονται Άγραφα. Κι ο δράκος θάβγαινε κάποτε απ’ τη σπηλιά του και θα χυμούσε να διώξει απ’ τη γη μας τους τούρκους. Μ’ αυτή την ελπίδα ζούσε και νανούριζε τα παιδιά του ο λαός των Αγράφων. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας τ’ Άγραφα ήτανε λημέρια των παλικαριών και από κει χυμούσαν στα ριζά, ξαπάτωναν τους τούρκους και ξαναγυρνούσαν πάλι στις απάτητες αητοφωλιές της Νιάλας.
Κάνει τσουχτερό κρύο κι ας είναι Απρίλης μήνας. Προχωράμε σ’ έναν αδιάβατο ανήφορο και βρέχει με το ασκί. Έχει πέσει πυκνή ομίχλη και αντάρα που δε βλέπεις ούτε το διπλανό σου. Πώς να περάσουν ζώα σε τέτιο κακοτράχαλο δρόμο; Συχνά αναγκάζονται να σταματάνε οι μεταγωγικοί να ξεφορτώνουν και να ξαναφορτώνουν, να σιάζουν τις μεριές. Πόσο απότομες είναι οι πλαγιές. Η φάλαγγα απλώνεται σα φίδι, ελίσσεται και στριφογυρίζει γύρω απ’ τη Νιάλα, έτσι όπως πάει το μονοπάτι καγκέλια – καγκέλια κι ύστερα σαν ψηλώνει παίρνει η ευθεία γραμμή. Όσο προχωράμε η βροχή δυναμώνει και το κρύο γίνεται πιο διαπεραστικό. Κι όμως πρέπει να περάσουμε νικώντας κι αυτή τη φύση. Αυτή είναι η απόφαση ολονών που τη βλέπεις καθαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Κανένας δε γογγύζει, δε βλαστημάει, δεν παραπονιέται.
– Καίτη, τρέμεις! Θα πουντιάσεις. Είδες πώς ξέχασα να σου δώσω το χιτώνιό μου; λέει με στοργή ο διμοιρίτης, ο Δημήτρης.
– Δεν είναι τίποτα Δημήτρη. Τράβα! Εσύ να μην κρυώσεις!
– Εγώ δεν έχω ανάγκη, απαντάει αυτός και στα γρήγορα βγάζει το χιτώνιό του και το φοράει στην Καίτη.
– Τώρα δε θάχεις ανάγκη.
– Τι καλός που είσαι!
– Είσαι πια μαχήτρια της διμοιρίας μου και πρέπει να φροντίζω. Βάδιζε κι έρχομαι.
Πιο πίσω ο επίτροπος σταματάει έναν οπλοπολυβολητή.
– Δόσε να σε βοηθήσω.
– Μα δεν κουράστηκα ακόμα.
– Δόσε που σου λέω!
Αρπάζει το οπλοπολυβόλο, το πετάει στον ώμο και τρέχει να φτάσει τη μαχήτρια της διμοιρίας του.
Μπροστά μου βαδίζει μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά και πίσω της μια κοπέλα ίσαμε 18 χρονών ζαλικωμένη.
– Δε μου δίνεις συναγωνίστρια το μωρό να το πάρω κι εγώ λίγο δρόμο;
– Δεν είναι ανάγκη συναγωνιστή.
Της πήρα το μωρό και στο δρόμο στήσαμε συζήτηση.
Τη λένε Βάγια. Ο άντρας της ο Γιώργος, είναι αντάρτης και υπηρετεί στο Αρχηγείο Θεσσαλίας. Αυτή με τα παιδιά έμεινε στο σπίτι, στο χωριό, κι αν θυμάμαι καλά είναι απόνα καμπίσιο χωριό, απ’ τον Παλαμά.Οι συμμορίτες του Παπαναξαγόρα δεν την άφηναν ήσυχη. Κι αναγκάστηκε να πάρει τα παιδιά και να βγει στα βουνά για να γλυτώσει. Ίσως κάπου να πετύχαινε και τον άντρα της και να τη βοηθούσε. Βαδίσαμε κάμποσο δρόμο μαζί κουβεντιάζοντας. Ύστερα πήρε το παιδί και με ρώτησε:
– Άμα βγούμε από δω συναγωνιστή θα βρούμε το Αρχηγείο Θεσσαλίας;
– Οπωσδήποτε! της είπα.
Αναστέναξε βαθιά και συνέχισε το δρόμο της.
Για την ώρα η φάλαγγα προχωράει κανονικά. Δεν έχουμε ούτε έναν βραδυπορούντα. Όλοι βιάζονται να φτάσουν στη Νιάλα, να την περάσουν για να ξεφύγουν τον κλοιό. Ούτε οι πολίτες βραδυπορούν. Ανακατεύτηκαν τώρα σχεδόν μαζί μας και μας ακολουθούν σα νάτανε χρόνια στρατιώτες. Θέλουν κι αυτοί να γλυτώσουν απ’ τα νύχια του εχθρού που τους κατατρέχει. Κι αυτούς θα τους γλυτώσουμε.
Η Νιάλα ορθώνεται τώρα μπροστά μας περήφανη κι αγέρωχη. Μας κοιτάζει σα να μας λέει: Κουράγιο. Νάμαι. Φτάσατε! Εμείς όμως βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της πορείας. Τα στριφογυρίσματα του δρόμου είναι ατέλειωτα. Γυρίζουμε, ανεβαίνουμε και, περίεργο, σα να βρισκόμαστε πάντα στο ίδιο μέρος. Ανηφορίζουμε αγκομαχώντας. Τα χαλίκια μάς τρυπάνε τα πόδια, που αρχίζουν τώρα να γίνονται πιο βαριά. Κρύο. Διαβολεμένο κρύο κι είναι Απρίλης. Κι η φύση τάβαλε μαζί μας. Κι όλοι οι θεοί και δαίμονες. Μα θα τους νικήσουμε όλους γιατί είμαστε αγωνιστές.
Μια προσταχτική φωνή μάς σταματάει:
– Σταθείτε! Ποιοι είστε;
Η φάλαγγα σταματάει και στέλνουμε για αναγνώριση. Ήταν ο 3ος λόχος που είχαμε στείλει στα Βλάχικα Καλύβια για να καλύψει την πορεία μας. Η φάλαγγα ξεκινάει. Ανηφόρα. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνουμε η βροχή γίνεται νερόχιονο. Μόνο η γλώσσα μας είναι στεγνή. Βραχήκαμε ως το κόκαλο. Το νερό μπαίνει απ’ το λαιμό και γλιστράει στο κορμί και μας παγώνει. Το νερόχιονο μάς χτυπάει κατάμουτρα. Πώς θα περάσουμε τον αυχένα;
Ένας δυνατός παγωμένος αέρας σφυρίζει στα αφτιά μας.
Η αντάρα πότε σηκώνεται και καθαρίζει η ατμόσφαιρα πότε ξαναπέφτει βαριά και σκοτεινιάζει. Πίσω απ’ τα μαύρα σύννεφα ο ήλιος παίζει το κρυφτούλι. Να, μόλις ξεμύτισε. Και μπροστά μας στέκεται η Νιάλα ατάραχη. Ολόγυμνη, κατάλευκη. Απριλιάτικα, αντί να ντυθεί το πράσινο φόρεμά της ντύθηκε άσπρο. Τι κακό είν’ ετούτο, να ρίχνει χιόνι φοβερό τον Απρίλη!
Αφήνουμε τα μεταγωγικά. Είν’ αδύνατο να συνεχίσουν την πορεία. Αφού εμείς δυσκολευόμαστε να βαδίσουμε. Με βαριά καρδιά ο Γκλούτσος κρύβει τον αγαπημένο του σύντροφο, το κανόνι. Κοπήκαμε απ’ την κούραση. Κι ο δρόμος γίνεται τώρα πιο αδιάβατος. Ένας στενός κατσικόδρομος σαν κλωστίτσα. Κι από κάτω γκρεμός. Λίγο παραπάτησες ή γλίστρησες πήγες στο χαμό. Δε μένει ούτε κομματάκι απ’ το σώμα σου. Κοιτάζεις και σε πιάνει ίλιγγος. Θα πέσουμε πια, αν συνεχιστεί ακόμα λίγο αυτή η βασανιστική πορεία. Στη φάλαγγα πηγαινοέρχεται τώρα ο επίτροπος και συχνά ρωτάει:
– Κουράστηκες συναγωνιστή;
– Λίγο.
– Κουράγιο, δεν αργούμε.
Όσο προχωρούμε, τα στελέχη, οι αξιωματικοί μας τρέχουν στη φάλαγγα και ρωτάνε:
– Ποιος κουράστηκε; Δόσμου τα πράγματά σου. Το γυλιό σου.
– Δεν πειράζει συναγωνιστή.
Κι εκεί που νομίζεις πως δε σε προσέχει κανένας στην πορεία σου κι είσαι μονάχος, νιώθεις ζευγάρια άγρυπνα μάτια να μετράνε τα βήματά σου.
Κλονίζομαι. Κάποιος προφτάνει να με συγκρατήσει.
– Τι έπαθες;
Γυρνάω. Ο επίτροπος του τάγματος με κοιτάει με χαμόγελο.
– Δεν είναι τίποτα σοβαρό, είπα ντροπιασμένος κι έσφιξα τα δόντια. Πήρα κουράγιο και συνέχισα την πορεία μου στη φάλαγγα.
Σκυφτοί απ’ την κούραση, φορτωμένοι τους γυλιούς με τις ελάχιστες σφαίρες και τα εσώρουχά τους με τα όπλα τους στον ώμο προχωράνε μέσα στην άγρια καταιγίδα οι μαχητές του τάγματος.
Κοντοφτάνουμε στον αυχένα της Νιάλας. Σαν τον περάσουμε πάει πια κάθε φόβος. Εκπληρώνεται η αποστολή μας. Θα τον περάσουμε; Κι αν τον κρατάει ο εχθρός; Σφίγγεται πάλι η καρδιά μας. Το χιόνι μάς μαστιγώνει τούφες – τούφες στα μούτρα.
Χιονίζει. Χιονίζει Απρίλη μήνα! Τι σημάδι είν’ αυτό; Εξαντληθήκαμε.
Κι είμαστε κάτω απ’ τον αυχένα της Νιάλας. Τι μας περιμένει; Τώρα άρχισε να διακρίνεται καθαρά η κορυφή. Πανύψηλη. Όλο τσουγκάρι και πέτρα. Μόνο ρίγανη και μούσκλα φυτρώνουν πάνω στα βράχια της και τίποτα άλλο. Μια παράξενη νοσταλγία με έπιασε τούτη τη δύσκολη ώρα. Ε! Και νάμουνα εδώ το καλοκαίρι τσομπάνης. Να σαλαγάω τα πρόβατα στις πλαγιές, να τρώω φρέσκο γάλα τριμμένο με μπομπότα και να πίνω νερό απ’ την κρύα την κρυσταλλένια βρύση. Να κάθομαι εκεί κατάκορφα στη Νιάλα να βαράω τη φλογέρα, ν’ ακούνε τ’ αγριοζούλαπα και να στέκονται να αφουγκράζονται, ν’ ακούνε κι οι βλαχοπούλες και να ζηλεύουν, να λιγώνονται.
Το χιόνι που πέφτει πιο πυκνό διακόπτει τη νοσταλγία. Ο αυχένας αρχίζει να κοντοζυγώνει μα είναι ακόμα μακριά. Θέλει δρόμο, ανήφορο πολύ. Κι εμείς δε μπορούμε άλλο, αποκάμαμε. Να μπορούσα να πέσω εδώ και να κλείσω τα μάτια έστω και λίγα λεπτά! Δεν αντέχω άλλο πια! Μούδιασε όλο το σώμα μου και με μυρμηγκίζει. Βαδίζουμε νηστικοί και ξυπόλητοι, χωρίς στάση, χωρίς ανάσα, κάτω απ’ τη βροχή και το χιόνι.
Μα δε λυγούμε. Δεν πρέπει να λυγίσουμε. Ο καθένας ας βοηθήσει τον εαυτό του και το σύντροφό του. Η συναίσθηση του καθήκοντος μού δίνει κουράγιο. Βαδίζω σταθερά αυτή τη φορά και μουρμουρίζοντας παίρνω το τραγούδι στον ήχο της «Βαρσαβιάνκας»:
Θύελλες άνεμοι
γύρω μας πνέουν
τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν
σε ύστερες μάχες μπλεκόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν.Με συνοδεύει ο Θανάσης ο οπλοπολυβολητής και δυό τρεις άλλοι από την ομάδα.
– Πώς πάτε παιδιά, κρατάτε; Ρωτάω.
– Κρατάμε, κρατάμε. Έχουμε ακόμα κουράγιο.
– Λοιπόν που λέτε παιδιά, λέει ο Θανάσης, άμα γίνει λαϊκή δημοκρατία, να το θυμάστε θα ζητήσω αποζημίωση γι’ αυτή την πορεία.
– Τι αποζημίωση; πεταγόμαστε όλοι κεφάτα.
– Είκοσι μέρες ανάπαυση με ύπνο χωρίς διακοπή. Δεν έχω δίκιο;
Γελούμε με την καρδιά μας.
– Γιατί γελάτε; Σας φαίνεται παράξενο; επιμένει ο Θανάσης.
– Βέβαια, βέβαια, απάντησα, θα σου δόσουμε οπωσδήποτε 20 μέρες υπερωρίες, για να συμπληρώσεις τα κενά των συντρόφων μας που χάσαμε.
– Αφήστε τ’ αστεία, μιλάμε σοβαρά.
– Σοβαρά; Εντάξει. Ε, λοιπόν, σα φτάσουμε σε κείνη τη μέρα κι ο λαός μας θα χαίρεται τη λευτεριά του, σου το λέω θα ξεχάσεις και την αποζημίωση κι όλα. Και μονάχος σου θα ζητήσεις να δουλεύεις συνέχεια υπερωρίες. Σα δεις το λαό να ξεχύνεται στη δουλιά, να χτίζει τα ερείπιά του, να φτιάχνει φάμπρικες κι εργοστάσια, σχολειά, όλα καινούρια, όλα απ’ την αρχή, θα σου βαστάει η καρδιά να κάθεσαι; Και να σε δέσουν δε θα κρατηθείς. Θ’ αρπάξεις το σφυρί ή την αξίνα και θα μπεις κι εσύ, όπως όλοι μας, στη στρατιά των οικοδόμων της καινούργιας ζωής. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Να με θυμάσαι.
– Σωστά, σωστά, με σιγοντάρουν οι άλλοι από γύρω.
– Σωστά, λέει κι ο Θανάσης. Ας φτάσουμε ως εκείνη τη μέρα και βλέπουμε.
– Και βέβαια θα φτάσουμε. Και η αμοιβή σου για το ότι πλήγιασε ο ώμος σου κουβαλώντας το οπλοπολυβόλο μέσα σ’ αυτό το κακό, η αμοιβή σου για τις κακουχίες, τις στερήσεις, τον κίνδυνο θάναι μια, Θανάση, να το ξέρεις: Η ικανοποίηση ότι έκανες το καθήκον σου στο λαό και στο κόμμα μας. Και νομίζω πως δεν υπάρχει απ’ αυτό μεγαλύτερη τιμή. Σα θα κρέμεται στο στήθος σου το παράσημο του αγωνιστή που θα σου φορέσει η πατρίδα εσύ θα καμαρώνεις περήφανα και θα λες στο γιο σου: Ήμουν στη Νιάλα, πολέμησα για τη λευτεριά του λαού και της πατρίδας μας. Τι άλλο θέλεις απ’ αυτό;
Η φάλαγγα προχωρεί, αλλά όλο και κλονίζονται πιο πολλοί. Το βήμα γίνεται αργό. Τα πόδια ασήκωτα απ’ την κούραση. Εκατό οκάδες το ένα. Η φάλαγγα κόβεται. Άλλο πάλι ετούτο το χάλι. Απ’ την κορφή της φάλαγγας ακούγεται σταθερή, προσταχτική η φωνή του διοικητή:
– Να προχωράτε κανονικά. Να μην αργοπορεί κανένας. Σφιχτείτε. Πρέπει να περάσουμε.
Προχωράμε. Κάποιος σκόνταψε και παραλίγο να κατρακυλήσει στο γκρεμό. Βλαστημάει. Πάλι κόβεται η φάλαγγα.
Πατάμε χιόνι πια για τα καλά. Και τα γουρουνοτσάρουχα γλιστράνε. Μα αλλίμονο αν λίγο παραπατήσεις, θα φτάσεις στον πάτο χίλια κομμάτια. Προσέχουμε. Μετράμε τα βήματά μας. Περισσότερο κινδυνεύουν οι οπλοπολυβολητές μας. Κάποιος κρυφός φόβος για το Θανάση μού καίει τα στήθια. Αυτός περπατάει άγαρμπα και δεν προσέχει. Ας του πάρω τουλάχιστο το οπλοπολυβόλο.
– Θανάση! Ε, Θανάση!
– Σ’ ακούω.
– Στάσου να σε ξαλαφρώσω κι εγώ. Κουράστηκες.
– Δε χρειάζεται. Πάω περίφημα. Κοίταξε εσύ μόνο μην κουραστείς και μας μείνεις στο δρόμο.
– Όχι, όχι, στάσου. Το καταλαβαίνω ότι κουράστηκες, αλλά δε θες να το πεις. Είσαι πεισματάρης.
Κι είχε πραγματικά ένα πείσμα αφάνταστο αυτό το παιδί. Άμα έλεγε ένα πράγμα έπρεπε να το κάνει. Με το Θωμά που ήταν οπλοπολυβολητής τσακωνόταν πάντα στις πορείες για το οπλοπολυβόλο. Ζύγωνε ο Θωμάς και τούλεγε:
– Δόσε το οπλοπολυβόλο.
– Θα το κουβαλήσω λίγο ακόμα.
– Τίποτα. Μην επιμένεις.
– Επιμένω γιατί το κανονικό είναι να το σέρνει ο γεμιστής το οπλοπολυβόλο.
Έτσι άρχιζε ο καυγάς.
– Προίκα σου το πήρες επιτέλους; φώναζε στο τέλος ο Θωμάς. Δεν είναι μόνο δικό σου.
Πεισματάρης και στη μάχη ο Θανάσης. Τον τοποθετούσες σε μια θέση, δεν το κουνούσε ρούπι. Πολέμαγε σα λιοντάρι. Άφοβος πάντα. Έτσι τον γνώρισε απ’ την αρχή η διμοιρία και τέτιος παράμενε.
Κι αυτή τη φορά ενώ είναι κατακουρασμένος, έχει πληγιάσει η πλάτη του απ’ το οπλοπολυβόλο, δε θέλει να μου το δόσει από πείσμα. Ας είναι Θανάση.
Προχωράμε. Προχωράμε προσηλωμένοι στο σκοπό μας. Το φιδωτό σχήμα της φάλαγγας συχνά αλλάζει.
Ένας οπλίτης με κοντοζυγώνει και με χτυπάει στον ώμο.
– Γεια σου συναγωνιστή.
– Γεια σου, τ’ αποκρίνομαι χωρίς να σηκώσω το κεφάλι.
– Τι λες, θα περάσουμε;
– Ούτε ρώτημα. Αμφιβάλλεις; είπα κι έστριψα το κεφάλι. Ήταν ένας κοντός, μικρόσωμος άνθρωπος με μια ιδιότροπη τραγιάσκα στο κεφάλι. Δεν τον είχα ξαναδεί. Με προσπέρασε. Πιο μπροστά τον ξανάκουσα να λέει σ’ έναν άλλον:
– Κουράγιο σύντροφε. Δεν αργούμε.
Απ’ την ουρά της φάλαγγας έρχεται αυθόρμητα ένα τραγούδι που μεταδίνεται ως την κορφή κι ανάβει σ’ ολόκληρη τη φάλαγγα.
Βροντάει ο Όλυμπος
αστράφτει η Γκιώνα
Μουγκρίζουν τ’ Άγραφα
σειέται η στεριά.Αντιβουΐζουν οι λαγκαδιές και τα φαράγγια. Και παίρνει ο αγέρας το τραγούδι της λεβεντιάς και το σηκώνει ψηλά στον ουρανό και το πάει μακριά – μήνυμα σ’ όλη την Ελλάδα. Να ξέρει πως οι γιοι της την υπηρετούν πιστά αψηφώντας τα πάντα.
– Σταματείστε παιδιά, ακούγεται από μπροστά η φωνή του διοικητή. Το λέτε όταν περάσουμε τον αυχένα κι είμαστε σίγουροι. Δεν έχουμε χαμπάρι τι γίνεται εκεί πάνω.
Το τραγούδι απότομα σταμάτησε. Σταμάτησαν κι οι κουβέντες. Ζυγώνουμε στον αυχένα της Νιάλας. Πάλι κόπηκε η φάλαγγα. Μια απεγνωσμένη κραυγή κι ύστερα το κατρακύλισμα στο γκρεμό. Κάποιος γλίστρησε και χάθηκε. Κόπηκαν τα ήπατα. Τρέμουν τα πόδια. Κι αν γλιστρήσω μ’ αυτά τα διαβολοτσάρουχα; Καλύτερα με τις κάλτσες. Τα βγάζω και τα πετάω.
Μια τρομερή χιονοθύελα σηκώνεται άξαφνα από παντού. Ένα άσπρο σύννεφο τα κάλυψε όλα. Τίποτα δε φαίνεται. Μουγγρίζει μανιασμένα ο αέρας και παρασέρνει ό,τι βρει στο δρόμο του. Θέλει να μας ξεριζώσει λες απ’ τη γη. Μα εμείς πατάμε στέρεα. Ο δρόμος δε διακρίνεται καθόλου, ούτε η κορυφή. Ταλαντεύεται πάλι η φάλαγγα. Τι θα γίνουμε; Άφοβος προχωράει μπροστά ο διοικητής του τάγματος και φωνάζει.
– Κρατηθείτε σύντροφοι! Προχωρείστε! Θα βγούμε οπωσδήποτε.
Κι η φωνή του αντιλαλεί στις ερημικές πλαγιές της Νιάλας.
Προχωρούμε. Ένας έπεσε ξερός. Ο διπλανός κάνει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να τον σηκώσει και μένει και κείνος κόκαλο. «Θα πεθάνουμε» σκέφτηκα, απ’ το κρύο. Όχι. Κρατήσου και σφίξε τα δόντια. Πρέπει να ζήσουμε. Πώς με πονάνε τα μηνίγγια, σα να τα πιέζει κάποια αόρατη τανάλια.
Ουρλιάζει από παντού η θύελα. Μας παίρνει και τα δίκωχα και τ’ ανεμίζει ψηλά σα φούσκες. Ο αέρας ορμητικός μπαίνει στο στόμα και το βουλώνει, στις μύτες, στα πνευμόνια. Ανασαίνουμε με δυσκολία. Θα χαθούμε; Η αντοχή μας όμως δε λυγάει. Είναι στιγμές που ο άνθρωπος όσο αδύνατος και νάναι, σα βρεθεί μπροστά σε δύσκολη κατάσταση, μπροστά στον κίνδυνο σφίγγει όλες τις δυνάμεις, ακόμα και κείνες που δεν τις νιώθει και γίνεται ατσάλινος και τα κατανικάει όλα. Κι οι άντρες του τάγματος του Σοφιανού γίνανε κει στη Νιάλα, αληθινά ατσάλινοι.
Παγώνει το αίμα στις φλέβες. Πόσοι βαθμοί υπό το μηδέν; Πάντως δε ζει άνθρωπος σε τέτιο κρύο. Θυμούμαι αυτή την ώρα τους ηρωικούς υπερασπιστές του Στάλινγκραντ και της Μόσχας. Με τη γιγάντια θέλησή τους, πιστοί στο λαό και στο κόμμα, άντεξαν στις πιο μεγάλες παγωνιές και κάτω απ’ αυτές τις παγωνιές ακριβώς σύντριψαν τις χιτλερικές ορδές κι απάλλαξαν την ανθρωπότητα απ’ το σκοτάδι και την πισωδρόμηση που θα την έριχναν τα χιτλερικά καθάρματα. Κι η θύμηση μού διπλασιάζει τις δυνάμεις. Αν μπορούσαν να μ’ ακούσουν στη μακρινή τους γη θα τους φώναζα μ’ όλη μου την καρδιά.
«Γεια σας σύντροφοι σοβιετικοί! Σας χαιρετάνε οι μαχητές του ΔΣΕ. Το φωτεινό σας παράδειγμα μάς οδηγεί προς τη Νίκη. Γεια σας. Θα κρατήσουμε κι εμείς το κάστρο της τιμής και της λευτεριάς κατά το δικό σας παράδειγμα».
Το παιδάκι του Μπαρμπαράγια που είχα πάρει στην αρχή της πορείας σπαρταράει στην αγκαλιά της μάνας απ’ το κρύο. Το χουχουλίζει για να το ζεστάνει. Τρέχω και τ’ αρπάζω. Το τρίβω για να το συνεφέρω. Στα χαμένα. Ανοιγόκλεισε δυό – τρεις φορές το στοματάκι του τέντωσε τα πόδια και τα χεράκια του και ξεράθηκε στην αγκαλιά μου.
– Παιδάκι μου! φωνάζει η μάνα και ρίχνεται με λυγμούς απάνω του.
Τη συγκράτησα να μην πέσει. Πίσω της βάδιζε αμίλητη η κόρη της. Την έπιασε απ’ το χέρι και συνέχισαν έτσι πιασμένοι το δρόμο τους. Ξεριζώνεται η καρδιά σου. Τι μπορείς όμως να κάνεις;
Τα βλέφαρα, τα μαλλιά, οι χλαίνες έπιασαν κρύσταλλο. Κόλησαν τα μουστάκια και τα γένια στο δέρμα. Η επίθεση της φύσης συνεχίζεται άγρια, αδυσώπητη. Κομμάτια ολόκληρα χιόνι μάς χτυπάνε στο πρόσωπο. Κοκκίνησαν τ’ αφτιά και οι μύτες. Προχωράμε σα μεθυσμένοι χωρίς να σταματάμε ούτε στιγμή. Κι άλλος έπεσε. Παγώνει η ύπαρξή σου. Ξύλιασαν και πόδια και χέρια.
– Κουράγιο σύντροφοι, κουράγιο, ακούγεται από πίσω μια ζωηρή γυναικεία φωνή που μας συντροφεύει στη σκληρή μοναξιά. Η γνώριμη φωνή της Βαγγελιώς. Ατρόμητη μες στη φουρτούνα τρέχει σαν άντρας μέσα στη φάλαγγα και βοηθάει τους αδύνατους, δίνει κουράγιο, εμπνέει πίστη.
Απ’ την κορφή της φάλαγγας ξανάρχεται προσταχτική η φωνή:
– Προχωρείστε! Μη σταματάτε ούτε λεφτό. Κάθε καθυστέρηση ισοδυναμεί με το χαμό. Προχωρείστε γρήγορα!
Βαδίζουμε. Βαδίζουμε σχεδόν μηχανικά. Όχι γιατί ήθελε να προχωρήσεις. Κείνη την ώρα μέσα σ’ αυτήν την πρωτοείδωτη μπόρα, στην πρωτοφανέρωτη παγωνιά και στην απίστευτη κούραση ήταν πιο γλυκός ο θάνατος παρά ένα βήμα μπροστά. Τον προτιμούσε ο καθένας. Μα θυμούνταν πως υπηρετάει το λαό, κι άλλος πως είναι στρατιώτης ενός κόμματος που στην ιστορία του δε γνώρισε άλλο από φουρτούνες και δοκιμασίες κι ότι πρέπει να ζήσει για να παλαίψει, να λυτρώσει την πατρίδα. Αυτό τούδινε αστείρευτη δύναμη, Και προχωρούσε αψηφώντας τα πάντα.
Τώρα είναι καιρός να κάνουμε κι εμείς αντεπίθεση σε πείσμα όλων των στοιχείων που επιστράτευσε η φύση να μας καταπιεί.
– Να τραγουδήσουμε σύντροφε ταγματάρχη;
Δε χωρούσαν πια αστεία. Κι ας τον είχαν πιασμένο χίλιες φορές τον αυχένα οι μποραντάδες. Έπρεπε να φτάσουμε ως εκεί και θα φτάναμε οπωσδήποτε.
– Τραγουδείστε ορέε! αποκρίθηκε η φωνή του ταγματάρχη γαλήνια.
Κι οι άνθρωποι πούχαν γίνει φαντάσματα, που κινδύνευαν από στιγμή σε στιγμή να παγώσουν χωρίς να δειλιάσουν, συνεπάρθηκαν απ’ τον ενθουσιασμό και το βρόντηξαν.
Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι
στη Γκιώνα πέφτουν κεραυνοί
σειούνται στεριές και τα πελάγη
όπλων ακούγεται κλαγγή.Και το τραγούδι αντιβουΐζει στις πλαγιές, τις σκεπασμένες με χιόνι που τις έδερνε λυσσασμένος ο αγραφιώτικος άνεμος.
Μια γυναίκα και μια κοπέλα άφησαν μια αλλόκοτη κραυγή κι έπεσαν ξερές. Κόκκαλο. Η γυναίκα κι η κόρη του Μπαρμπαράγια. Δεν προλάβαμε να τις δόσουμε καμιά βοήθεια. Η καρδιά τους σταμάτησε απότομα. Πονάει η ψυχή μας.
Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα
εμπρός ακόμα μια φορά
κρατάς της Λευτεριάς τη δάδα
στα δυό σου χέρια τα γερά.………………………………………………………………………………………………………………………..
Άλλοι πεθαίνουν κι άλλοι τραγουδάνε. Σου φαίνεται απάνθρωπο. Μα δεν είναι έτσι. Τραγουδάνε ακριβώς γι’ αυτούς που πέφτουν, σ’ αυτή την παράξενη μάχη. Παγώνουν τα μέλη μας. Το κρύο χώνεται ολούθε και μουδιάζει τα πάντα, το μυαλό και το σώμα. Πόσο γερά μπορεί νάναι τα νεύρα; Ένας ύπνος γλυκός ξεχύνεται στα μάτια, και προσπαθεί να παραλύσει το σώμα. Είν’ ο προπομπός του ύπουλου θανάτου που παραμονεύει. Θα τον προτιμούσαμε. Μα μας θερμαίνει μια ελπίδα. Να περάσουνε τον αυχένα νικητές.
Μα τι είναι τούτο πάλι; Σίφουνας. Ένας λυσσασμένος αέρας με χιόνι μάς κλείνει τα μάτια, μας κόβει την αναπνοή. Σταματάμε. Άλλοι δυό πέφτουν την ίδια στιγμή απ’ τον πάγο. Τη φάλαγγα τη διατρέχει βιαστικά ένας άνθρωπος.
– Πιαστείτε ο ένας απ’ τον άλλο σύντροφοι, λέει και χάνεται στην ομίχλη. Είν’ ο επίτροπος του τάγματος. Πιανόμαστε σε μια αλυσίδα. Μα η αλυσίδα συχνά κόβεται και τρομάζουμε να τη συνδέσουμε. Σταματάει κάποιος μπροστά έτοιμος να πέσει. Ο άλλος του δίνει μια δυνατή σπρωξιά και τον συνεφέρνει. Αυτό ήταν αρκετό. Και πάλι δίπλα μου η γνώριμη φωνή. Ήταν ο Τσιρώνης.
– Είσαι καλά; Πώς πας; Κουράγιο!
– Μου φτάνει το κουράγιο, απαντώ, θα περάσω. Κοίτα τους άλλους.
Ένας άλλος είν’ έτοιμος να πέσει. Ο επίτροπος τον προλαβαίνει. Τον τρίβει γρήγορα με χιόνι και του κάνει διάφορες κινήσεις. Συνέρχεται, προχωράει καλά. Η αλυσίδα πάλι κόβεται. Τρεις πολίτες σβήνουν απ’ το κρύο.
Κολασμένος βράχος!
Σπάρθηκε με τα κόκαλα ανεκτίμητων παλικαριών μας. Μα θα γίνει σύμβολο. Θα μάθει όλη η Ελλάδα το μαρτύριο που τραβήξαμε μόνο και μόνο για τη λευτεριά της. Όχι γιατί αγαπούσαμε απλά τη ζωή μας. Μα γιατί αγαπούσαμε την Ελλάδα και το λαό της. Γι’ αυτό κάναμε κουράγιο και βάλαμε τα δυνατά μας για να φτάσουμε στο τέρμα. Κι ύστερα να συνεχίσουμε το έργο αυτών που πέθαναν για μας.
Όσο προχωράμε, τόσο πιο μανιασμένος φυσάει ο αέρας. Θα μας παρασύρει. Θα μας κατρακυλήσει στο γκρεμό. Σφίγγουμε τα δόντια και τεντώνουμε τα νεύρα μας. Τελευταία προσπάθεια. Ο ουρανός άνοιξε και ξερνάει τα σωθικά του. Κεραυνοί, αστραπόβροντα και χιόνι και αέρας και κρύο ενώνονται σε μια τρομερή συμμαχία να μας αφανίσουν. Πώς να προχωρήσουμε; Πάλι στάση. Κάθε παραπέρα προχώρηση είναι αδύνατη. Μα κάθε παραπέρα στάση είναι θάνατος.
– Μη σταματάτε ούτε λεπτό! Ποιος σταμάτησε ορέε; Δε βλέπετε τι γίνεται;
Όμως για πού; Σκοτείνιασε. Δε βλέπουμε καλά – καλά ούτε τον μπροστινό μας.
– Να κρατείστε την αλυσίδα και να προχωρείστε, φώναξε θυμωμένα ο Σοφιανός.
Προχωράμε. Μα να άλλοι δυό πέφτουν. Τους τρίβουμε με χιόνι, τους κουνάμε, τίποτα. Πέθαναν. Κάναμε μερικά βήματα και πέφτει κι άλλος. Τι είναι τούτο; Στα καλά – καλά ο άνθρωπος ενώ βαδίζει να ξερένεται! Τουρτουρίζουμε, χτυπάμε άθελα τα δόντια. Τι περίεργο πράγμα είν’ αυτό που συμβαίνει με μας; Να σε παραφυλάει στο διάβα σου ο πιο τραγικός θάνατος.
– Δεν ακούγεσαι Θανάση; Φωνάζω για να δόσω κουράγιο στον εαυτό μου.
– Κρατάμε, κρατάμε, αγάντα.
– Τα παιδιά;
– Όλοι στις θέσεις τους. Σώοι και αβλαβείς. Μόνο ο Γιώργης δε μπορεί να ξεκολήσει τα μουστάκια του για να τα στρίψει.
– Αααα!
– Τι γίνεται; Η Καίτη του Δημήτρη έπεσε. Την πιάνει απ’ τον ώμο και τη σηκώνει σαν αποβλακωμένος για τ’ αναπάντεχο. Αυτή ούτε κουνιέται καθόλου.
– Δε θα σ’ αφήσω, λέει μ’ ένα πικρό παράπονο, ο Δημήτρης. Θα σε πάρω κι ό,τι γίνει.
Τη φορτώθηκε στον ώμο και συνέχισε το δρόμο του με την καρδιά πλημμυρισμένη από πόνο και φαρμάκι!
– Ξεψύχησε;
– Σα να χτυπάει η καρδιά της αργά.
– Θα αντέξει τουλάχιστο ως τον αυχένα;
– Μακάρι νάντεχε.
Η πιο δύσκολη, η πιο μεγάλη στιγμή. Μπροστά μας ο αυχένας. Το κρύο αβάσταχτο. Παγώνει το σάλιο. Παγώνει η ανάσα. Τα πάντα. Κι άλλοι πέφτουν ξυλιασμένοι την τελευταία στιγμή. Ο Κώστας Καραγιάννης κι ο Παπακώστας.
Τι κρίμα! Να θέλεις, να, ένα βήμα να περάσεις εκεί που πια ο κίνδυνος σταματούσε και να χάνεις αυτή τη στιγμή απ’ ανάμεσά σου συντρόφους σου, συμπολεμιστές σου, αδέρφια σου. Άραγε θα πιστέψουν οι άνθρωποι ότι τούτη την ώρα είμαστε ανίσχυροι να τους βοηθήσουμε;
Τώρα ακριβώς χρειάζονταν η πιο μεγάλη αντοχή, η υπερένταση. Χρειάζονταν η υπεράνθρωπη προσπάθεια. Σφιχτήκαμε. Προχωράμε αμίλητοι και σκυφτοί. Ολογύρω καταγίδα. Είμαστε μέσα στο σίφουνα.
– Πάρτε τραγούδι παιδιά, φωνάζει ο Σοφιανός.
Τα χείλη μας μελάνιασαν. Δε μπορούμε ν’ ανοίξουμε το στόμα και να μιλήσουμε. Όλα κρουστάλλιασαν. Και τρέμουμε. Όσο σέρνουμε τα πόδια μας με τη βία. Τι τραγούδι ν’ αρχίσουμε; Είναι στα καλά του; Κι όμως πρέπει ν’ αρχίσουμε. Είναι καλά ν’ αρχίσουμε αυτή την ώρα. Να ζωντανέψουμε, να ξυπνήσουμε, να πάρουμε καινούργια δύναμη. Με πρόλαβε ο Θανάσης, αυτό το αψίθυμο παλικάρι που δεν έδοσε ακόμα σε κανέναν το οπλοπολύβόλο του.
– Άντε σύντροφοι. Να το βροντήξουμε είπε, κι άρχισε πρώτος.
Με το ντουφέκι μου στον ώμο
σε πόλεις κάμπους και χωριά
της λευτεριάς ανοίγω δρόμο
της στρώνω βάγια και περνά.Το τραγούδι άναψε σ’ όλη τη φάλαγγα ζωηρό και λεβέντικο. Ανάσταση έγινε. Ξανάνιωσαν όλοι φρέσκιες τις δυνάμεις τους. Ξανάνιωσαν τη μεγάλη συντροφιά της ατέλειωτης φάλαγγας και βγάλανε φτερά. Κι ο θάνατος συνεχίζει το απαίσιο έργο του. Δεν αφήνει το δρεπάνι του.
Μα εμείς αντιστεκόμαστε. Και τον ειρωνευόμαστε με το τραγούδι μας:
Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα
το δίκιο και τη λευτεριά
σ’ ακρόβουνο και σε κοιλάδα
πέτα, πολέμα με καρδιά.Ο Λάμπρος Οικονόμου, ο οπλοπολυβολητής, πάγωσε και μας έφραξε το δρόμο. Πάλι σταματάει η φάλαγγα. Τραβάμε να του πάρουμε το οπλοπολυβόλο μα δεν ξεκολάει απ’ τον ώμο του. Πάγωσε, κι έγινε σάρκα και σίδερο ένα πράγμα. Φρίκη. Πώς θα προχωρήσουμε;
Ένας άνθρωπος ίσαμε δυό μέτρα ψηλός βαδίζει κουτσαίνοντας και καθυστερεί τη φάλαγγα. Ποιος νάναι άραγε; Βιάζω το βήμα μου. Είναι ο Γιώργης ο Πρότσης που τραυματίστηκε στη μάχη, αρνήθηκε να πάει στο νοσοκομείο. Προτίμησε ν’ ακολουθήσει το τάγμα.
– Πώς πας;
– Πονάω τρομερά. Πολύ πονάω. Με πολύ κόπο το σηκώνω το πόδι, αλλά θα φτάσω, δεν πρόκειται να μείνω στο δρόμο σε καμιά περίπτωση.
– Δος μου τουλάχιστο το όπλο και το γυλιό σου.
– Α μπα. Δε με βαραίνουν αυτά.
Αποβραδίς όταν ξεκινήσαμε βάδισε καλά μες στη φάλαγγα σα να μην είχε σοβαρό τραύμα στο πόδι. Όσο όμως η πορεία συνεχιζόταν τόσο το πόδι βάραινε. Το τραύμα απ’ το κρύο χειροτέρευε και πονούσε. Άρχισε να μελανιάζει. Ο Γιώργης δεν το πρόσεξε και τόδοσε σημασία. Στον αυχένα ήταν προσηλωμένη η προσοχή του, όπως ολονών μας. Ύστερα άρχισε να πρήζεται. Έγινε νταούλι το πόδι του. Αυτός βάδιζε. Τώρα που τον παραστρίμωξε και βγάζει νερό η πληγή, αντί για πύο, κουτσαίνει και βαδίζει πιο αργά.
Ο διοικητής βλέπει τη φάλαγγα να καθυστερεί και ψάχνει να βρει το φταίξιμο.
– Εσύ καθυστερείς τη φάλαγγα; Γιατί βρε παιδί μου δεν καθόσουν στο νοσοκομείο που σούλεγα; Τι ήθελες νάρθεις κοντά, να πάθεις και καμιά γάγγραινα, να σου κόψουν το πόδι;
– Μα τι θες και φωνάζεις τώρα σ. διοικητή αφού ξέρεις; Ξεκολάω εγώ απ’ το τάγμα; Και ντιπ σακάτης να ήμουνα θα σερνόμουν από πίσω όχι τώρα που στέκομαι στα πόδια.
Έκανε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, έσφιξε τα δόντια και πάτησε σταθερά. Δεν κούτσαινε. Έπνιγε τον πόνο.
– Καλά, τράβα και θα βαδίσω κανονικά, είπε στον ταγματάρχη.
– Δόσε τουλάχιστο τα πράγματά σου να μη σε κουράζουν.
– Σάματις τι βάρος έχω; δεν αξίζει. Άντε προχωράτε.
Και προχώρησε πνίγοντας και τον πόνο κι ένα βογγητό που ερχόταν άθελα στο στόμα. Έκανε καμιά εκατοστή βήματα και πάλι ξανακούστηκε φοβερά. Ύστερα διορθώνει το βήμα του λες και θυμάται την υπόσχεση που έδοσε.
Και δεύτερος κουτσαίνει. Τι γίνεται τέλος πάντων; Είν’ ένας νεαρός επονίτης κοντός με σγουρά μαύρα μαλλιά και λεπτούς ώμους. Δεν κουτσαίνει αλλά σέρνει με το ζόρι το δεξί πόδι του που είναι αναίσθητο. Δεν το ορίζει καθόλου.
– Θαρώ, λέει, πως δεν έχει καθόλου κρέας αυτό το κόκαλο. Τι διάβολο δεν το καταλαβαίνω αν είναι δικό μου ή ξένο. Κοκάλωσε.
Τράβηξε με μια κίνηση το παντελόνι του. Παραλίγο να ζαλιστώ και να πέσω απ’ το θέαμα. Το κρέας απ’ το πόδι είχε πραγματικά μελανιάσει κι είχε ανοίξει απ’ το κρύο και φαινόταν μια τρομερή πληγή ως το κόκαλο. Ούτε αίμα, ούτε τίποτα. Ανατρίχιασα.
– Και πώς βαδίζεις ρε παιδάκι μου;
– Βαδίζω καλά. Αφού σου λέω δεν το αισθάνομαι. Κάπου κάπου νιώθω πως κάτι λείπει κι ύστερα ένας δυνατός πόνος δαγκώνει όλο το πόδι. Μια στιγμή και σταματάει…
***
Όσο πλησιάζουμε στον αυχένα το κρύο γίνεται πιο ανυπόφορο. Σφίγγουμε τα νεύρα και προχωρούμε. Πιο μπροστά κάποιος τρικλίζει έτοιμος να πέσει.
– Ποιος βαδίζει μπροστά απ’ το Μήτσο ρε; φώναξα, κι ο αέρας μού βούλωσε το στόμα, κι έσφιξε ασφυχτικά τα πνευμόνια μου.
– Εγώ, ο Στέφανος ο οπλοπολυβολητής.
– Πρόσεξε τον Πέτρο, θα πέσει.
Ο Στέφανος κοντοστάθηκε. Έσκυψε λίγο και δίνοντάς του την πλάτη τού είπε:
– Έλα. Κάτσε.
– Όχι άσε με. Όσο μπορώ θα βαδίσω μόνος μου. Καλύτερα να χαθεί ένας παρά δυό.
– Έλα που σου λέω, κάνε γρήγορα. Δεν είναι ντροπή.
Κι ο Πέτρος έγειρε στην πλάτη του συναγωνιστή του σχεδόν αναίσθητος.
Μπροστά μου άκουσα δυό φωνές: Πέσανε κι άλλοι.
– Ποιοι;
– Ο Ταγκούλης και ο Σούλας.
– Να τους φορτωθούμε ως τον αυχένα μήπως τους συνεφέρουμε. Αυτή είναι σοβαρή απώλεια.
– Αδύνατο. Δε μπορούμε.
– Τι θα πει δε μπορούμε; Πάρε το Θανάση και το Δημήτρη τον επίτροπο.
– Ο Δημήτρης κουβαλάει στις πλάτες την Καίτη.
– Τότε τον Αριστοτέλη.
– Καλά.
Άλλοι δυό άνθρωποι βαδίζουν φορτωμένοι συντρόφους τους στις πλάτες. «Θα βγούμε». Το πείσμα τρανεύει σα βλέπεις να χάνονται δίπλα σύντροφοί σου, παλιοί πολεμιστές του κόμματος. «Θα βγούμε για να λογαριαστούμε με το φασισμό».
Κι άλλος έτοιμος να πέσει.
– Στάσου σύντροφε, μην πέφτεις, φωνάζει πάλι ο Στέφανος. Ο λαός σε καρτερεί. Στάσου.
Ο διπλανός του τον σκοντάει, τον σπρώχνει. Μα κείνος παραπατάει παραζαλισμένος.
– Όχι δε θα πέσεις, λέει ο διπλανός. Και χωρίς να χάσει καιρό τον αρπάζει παραμάσκαλα και προχωρεί.
Όποιος διαβάζει αυτές τις γραμμές ας σκεφτεί: Να περπατάς όλη τη νύχτα κάτω από τέτιες καιρικές συνθήκες ξυπόλητος και πεινασμένος, νάσαι πτώμα στην κούραση και να κουβαλήσεις κι άλλον άνθρωπο στην πλάτη σου τη στιγμή που με το στανιό περπατάς ο ίδιος είναι τάχα μπορετό; Και όμως ήταν.
Ο αυχένας! Το κλειδί της σωτηρίας. Έτοιμος να δρασκελίσει ο διοικητής της φάλαγγας. Κοντοστέκεται μια μόνο στιγμή παραζαλισμένος και γυρνάει προς τη φάλαγγα. Απ’ αυτή τη λεβεντιά και το απίστευτο θάρρος των αλύγιστων μαχητών του αντλεί κι αυτός περισσή δύναμη, αντριεύει:
– Άιντε παλικάρια μου, άντε λεβέντες μου, φωνάζει συνεπαρμένος απ’ τον ενθουσιασμό. Ένα άλμα ακόμα και τελειώνουν όλα.
Ένα άλμα.
Μα η φύση λες συμμάχησε κι αυτή με τον εχθρό να μας αφανίσει. Βογγάνε οι λαγκαδιές, τα φαράγγια, τα διάσελα. Σειέται το σύμπαν απ’ το τρομερό μπουμπουνητό. Ο Αίολος άνοιξε τ’ ασκιά του για να ξεχυθούν ορμητικά απ’ όλες τις μεριές οι αγέρηδες και να σηκώσουν σφυρίζοντας δαιμονισμένα σε πελώριες αδιαπέραστες στιβάδες το σπειρωτό χιόνι. Τα τσουγκάρια αντιβουΐζουν και το βουητό τους μοιάζει με θρήνο, με κλάμα μωρού πούχασε τη μάνα του με μοιρολόγι. Σκούζουν τρομαγμένα στις φωλιές τους τ’ αγριοζούλαπα. Τα τσουγκάρια φοβισμένα θαρείς κι αυτά απ’ την κοσμοχαλασιά, σκύβουν τις κορφές τους λες για ν’ αποφύγουν τη μανία και την οργή του αγέρα. Ένας μαύρος πουπουλένιος όγκος ακουμπάει στον αυχένα και κλείνει το δρόμο. Όλα μαύρα. Μαύρα κατάμαυρα. Μονάχα η σκέψη μας, η δική μας σκέψη μένει καθαρή. Αν το κορμί τ’ αλυσοδένει η κούραση και το μουδιάζει η νάρκη, ωστόσο το μυαλό αντιστέκεται και δουλεύει κανονικά. Κι η καρδιά χτυπάει τρελά, χοροπηδάει μ’ αυτή τη λαχτάρα και τον πόθο που συμπυκνώθηκε πια σε μια λέξη: «Ένα άλμα». Ένα άλμα απ’ το θάνατο στη ζωή, στη νίκη. Όχι δεν πρέπει εδώ στο τέλος να παραδόσουμε το πνεύμα μας. Οι νεκροί μας που κείτονται άταφοι στην πλαγιά της Νιάλας μάς παραγγέλνουν να κάνουμε κι αυτό το άλμα στ’ όνομά τους, στ’ όνομα του κόμματος, στ’ όνομα της νίκης. Δε θα υποχωρήσουμε. Δε θα παραβούμε την παραγγελία των ηρώων μας. Κι ας ρίξει το καταπέτασμα ο ουρανός κι ας ορθώσει μπροστά μας όσες φουρτούνες και θύελες μπορεί. Θα δρασκελίσουμε.
Νάτος, πέρασε ο πρώτος. Ο δεύτερος, ο τρίτος. Ο τέταρτος κοντοστάθηκε, ταλαντεύτηκε κι έχασε την ισοροπία του. Ποιος να ήταν; Ο Θανάσης άραγε; Μπα. Δεν είναι δυνατό να έπεσε ο Θανάσης, αυτό το ανυπόταχτο παλικάρι. Σα σκιές παρουσιάζονται οι άνθρωποι μια στιγμούλα κι ύστερα χάνονται μέσα στη μαυρίλα.
Νάμαι ακριβώς κατάκορφα στη Νιάλα. Έτοιμος να κάνω ένα βήμα για τη ζωή. Οι δυνατοί αγέρηδες με πετάνε πότε δω και πότε κει σα μπάλα. Δε μπορώ να στεριώσω σταθερά τα πόδια μου για να δρασκελίσω. Πιάνομαι. Από πού; Απ’ το όπλο και τη χλαίνη μου. Τι αστείο. Είναι και για γέλια και για κλάματα. Μα είναι για θαυμασμό αυτή η σκηνή κι όχι για λύπηση. Να παραδέρνεις μέσα στο σίφουνα και νάχεις ακόμα το κουράγιο να πιαστείς από κάπου για να γλυτώσεις. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι. Τα μηνίγγια χτυπάνε δυνατά σα να σπάσουν και τα δόντια τρίζουν παράξενα. Παραλύουν τα μέλη. Ξαφνικά όλα αρχίζουν να χοροπηδάνε γύρω και σιγά – σιγά να χάνονται. Κι ο δρόμος και το χιονοσύννεφο κι οι πελώριες στήλες και τα μουγκρητά και τ’ αλαλητά των αγέρηδων. Για πού τραβάω; Για την αιωνιότητα; Η φύση πασχίζει να με γονατίσει να προσκυνήσω την ακατανίκητη δύναμή της. Μα υπάρχει στον κόσμο κάποια αόρατη δύναμη πιο τρανή απ’ όλες τις δύναμες ικανή να κινήσει βουνά. Είναι η δύναμη της θέλησης. Στο στοιχειό της φύσης και σε κάθε στοιχειό μονάχα όταν αντιπαρατάσσεις το δικό στοιχειό της θέλησης μπορείς να βγεις νικητής και να θριαμβεύσεις. Κι οι κομμουνιστές έχουν πάντα ετοιμοπόλεμο το στοιχειό της θέλησης.
Και σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα που η ζωή πάλαιβε με το θάνατο απεγνωσμένα μπήκε στη μέση η θέληση νικήτρια του χάρου.
Δρασκελάω. Γέρνω απ’ την άλλη μεριά και κατρακυλάω τον κατήφορο γιομάτος χαρά κι ικανοποίηση. Η θύελα μαίνεται πίσω μου. Μα εδώ είναι ήσυχα. Κάπου κοντά ακούω φωνές και σφυρίγματα. Είν’ αυτοί που πέρασαν. Πόσο ξεκόπηκα αλήθεια απ’ τη φάλαγγα! Βιάζομαι. Τους φτάνω. Μα αυτοί δεν προχωρούν άλλο. Έχουν κάνει στάση στην πλαγιά και περιμένουν τον υπόλοιπο κόσμο. Τους ζυγώνω. Το θέαμα που αντίκρυσα με συγκλόνισε σύγκορμα. Καμιά δεκαριά σύντροφοί μας αραδιασμένοι καταγής σπαρταράνε σαν τα ψάρια. Στα μάτια τους απλώθηκε η γυαλάδα του θανάτου. Μα δεν κάνει να τους αφήσουμε.
– Σύντροφοι, λέει συγκινημένος ο διοικητής και δυό χοντρά δάκρυα κυλάν στα κόκκινα μάγουλά του. Πρέπει να τους μεταφέρουμε ως τη χαράδρα. Μπορούμε, έχουμε καιρό να τους συνεφέρουμε. Όμως μην αργοπορούμε. Όποιος νιώθει τον εαυτό του γερό ας φορτωθεί από ένα σύντροφο.
Και πρώτος φορτώθηκε ο ίδιος τον πιο βαρύ, και πήρε το δρόμο της χαράδρας.
– Θα μείνεις εσύ, μου λέει, ώσπου να τους πάρουν όλους κι ύστερα θαρθείς μαζί μας. Τους φορτώθηκαν όλους. Κι ο Δημήτρης ο επίτροπος της διμοιρίας την Καίτη του που ακόμα δεν είχε ξεψυχήσει. Η καρδιά της χτυπούσε αργά – αργά, σιγανά. Έμειναν μόνο δυό κουφάρια στη σειρά. Του Σούλα και του Ταγκούλη. Η ζωή τούς είχε αφήσει για πάντα. Στάθηκε αδύνατο να τους κρατήσουμε ζωντανούς.
Κι η φάλαγγα αραδιάζει, αραδιάζει ασταμάτητα. Κάποιος σκοντάφτει, πέφτει και ξανασηκώνεται για να συνεχίσει την πορεία του. Πέρασαν όλοι. Κατηφορίζω κεφάτος. Στην πλαγιά αντιλαλούνε τα τραγούδια, τα γέλια της φάλαγγας που μονομιάς ζωήρεψε. Χάθηκαν όλα. Κι η κούραση κι ο ύπνος. Ξεχάστηκε η πείνα, ο κίνδυνος. Ο άνθρωπος είναι σίδερο. Το μεγαλύτερο θηρίο της φύσης.
Στα καλύβια της Σιάικας, συγκεντρώνεται η φάλαγγα. Βρίσκω το Θανάση και τον αγκαλιάζω πλημμυρισμένος από αγαλλίαση. Μόλις κατέβασε το οπλοπολύβολο του απ’ τον ώμο. Δεν το είχε δόσει σε κανένα.
– Κι εγώ σε σκεφτόμουν σε κάθε βήμα Θανάση!
– Δεν είχα ανάγκη, εγώ φοβόμουνα εσένα περισσότερο μην πάθεις κακό. Εγώ σαν πεισματώσω μια φορά ας ρίξει καλαπόδια ο ουρανός δεν έχω ανάγκη, είπε απλά.
– Κι η Καίτη του Δημήτρη πού είναι; Τι απόγινε;
– Ζει!
– Συνήλθε;
– Λιγάκι. Όμως παραμιλάει. Κι ο Δημήτρης γονατιστός δίπλα της τής χαϊδεύει τα χέρια, τα μαλλιά συγκρατώντας τους λυγμούς. Ίσως να μη ζήσει.
– Πάμε.
Σε μια καλύβα αχυρένια ήταν ξαπλωμένη η καινούργια αντάρτισσα του τάγματός μας και πάνω απ’ το κεφάλι της χωρίς να σηκώσει τα μάτια ο επίτροπος της διμοιρίας μας.
– Δημήτρη!
– Γεια σας, λέει και κρύβει ένα δάκρυ.
– Τι γίνεται η Καίτη;
Μας έδειξε με τα μάτια την κοπέλα που κείτονταν μισολιπόθυμη. Δεν κινούνταν καθόλου. Έριξα μια πονεμένη ματιά στο Δημήτρη που κάθονταν σκυφτός δίπλα της κι ύστερα η ματιά μου συναντήθηκε με τη ματιά του Θανάση. Κουνήσαμε κι οι δυό το κεφάλι.
– Αγαπώ τη ζωή, ψιθύριζε η κοπέλα σαν νειρευότανε. Θέλω να ζήσω για να χαρώ την ευτυχία που φτιάχνουμε με τα χέρια μας. Να είσαι γεωπόνος εσύ Δημήτρη κι εγώ οδηγός σε μια μεγάλη θεριστική μηχανή. Και να περνώ με φόρα δίπλα σου να σου λέω: «Για δες τι περήφανα δουλεύει η μηχανή μου. Ένα με την καρδιά μου». Μα τώρα δε γίνεται. Γιατί σφυρίζει έτσι ο αέρας; Κλείστε από παντού τις πόρτες. Να μην ακούω. Σκεπάστε με παπλώματα να μην κρυώνω.
– Μα δεν έχει αέρα χρυσή μου. Η φωτιά καίει. Δεν κάνει πια κρύο.
– Κρυώνω, κρυώνω. Σκεπάστε με Δημήτρη, μη μ’ αφήνεις να φύγω, Δημήτρη…Δημήτρη…Κι έγειρε το κεφάλι στον κόρφο του…………………………………………………………………………………………………………
Η θύελα κόπασε πια. Τα στοιχειά ανίσχυρα να μας καταβάλουν κατέθεσαν ηττημένα τα όπλα τους. Μάζεψε κι ο Δίας τους κεραυνούς του κι ο Αίολος τους αέρηδές του. Ο ουρανός γαλήνεψε και πήρε κιόλας το γαλάζιο του χρώμα. Ένα καθαρό, αλλά παγερό, ανοιξιάτικο δειλινό μάς έστελνε το παρήγορο χαμόγελο του. Τα βουνά ολόγυρά μας είχαν ξαλαφρώσει οριστικά απ’ τα τελευταία απομεινάρια της ομίχλης κι ορθώνονταν τώρα αγέρωχα μ’ όλο το άγριο μεγαλείο τους. Απ’ το κοκκινωπό χρώμα που πήραν οι κορφές των βουνών καταλάβαινες ότι έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος.
Η μέρα της 13 του Απρίλη του 1947 περνούσε πια στη μνήμη μας σαν μια μέρα τρομερής σύγκρουσης με τα στοιχειά της φύσης. Σαν μια μέρα σημαντικής μας νίκης…