12 Δεκέμβρη 1943: Η πρώτη ομαδική εκτέλεση στο Στρατόπεδο – κολαστήριο του Χαϊδαρίου
50 Ιταλοί στρατιώτες φασίστες με τρεμάμενα χέρια, κάνοντας το σταυρό τους κλαψουρίζοντας και ζητώντας τη βοήθεια της Παναγίας (!) εκτελούν τους δέκα αγωνιστές που πέφτουν όρθιοι σαν αληθινοί ήρωες, φωνάζοντας «Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω ο ΕΛΑΣ. Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός».
Στην πρώτη ομαδική εκτέλεση κρατουμένων στο Χαϊδάρι, που έγινε στις 12 του Δεκέμβρη 1943, οι Γερμανοί εκτέλεσαν σε αντίποινα 10 αγωνιστές, με αφορμή τον τραυματισμό ενός Γερμανού στρατιώτη. Για να ξεγελάσουν τους κρατούμενους ζήτησαν από τον γιατρό του στρατοπέδου να τους ξεχωρίσει 10 ασθενείς, για να τους στείλουν δήθεν στο νοσοκομείο για θεραπεία. Όπως σημειώνεται στην έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ «Έπεσαν για τη ζωή», «ο γιατρός στην κατάσταση έβαλε και κρατούμενους Ακροναυπλιώτες αγωνιστές, στελέχη του ΚΚΕ, για να φύγουν και να γλιτώσουν από την κόλαση του Χαϊδαρίου. Οι φασίστες όμως, τους οδήγησαν πιο πέρα από το στρατόπεδο στα νταμάρια του Αη Γιώργη και τους εκτέλεσαν».
Η εκτέλεση των 10 αγωνιστών έγινε με βάση τη διαταγή του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή Αθηνών που καθόριζε πως για το φόνο ενός Γερμανού θα εκτελούνται 50 Έλληνες και για τον τραυματισμό του θα εκτελούνται 10. 50 Ιταλοί στρατιώτες φασίστες με τρεμάμενα χέρια και ζητώντας κλαψουρίζοντας τη βοήθεια της Παναγίας (!) εκτελούν τους δέκα αγωνιστές που πέφτουν όρθιοι σαν αληθινοί ήρωες. Πρώτος στη λίστα με τα ονόματα που διάβασε ο Γερμανός αξιωματικός, ο Βασίλης Βερβέρης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, που πριν δοθεί η εντολή πυρ, «πρόλαβε και φώναξε: «Γερμανοί στρατιώτες, τα εγκλήματα που κάνετε με εντολή και για την εξυπηρέτηση του χιτλερισμού, θα ’ρθει καιρός που θα τα πληρώσετε και θα ντρέπεστε γι’ αυτά. Η Γερμανία δε θα νικήσει. Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω ο ΕΛΑΣ. Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός».
Γιατρός του Στρατοπέδου Χαϊδαριού είναι ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, συγγραφέας Αντώνης Φλούντζης, οποίος στο μνημειώδεις έργο του «Χαϊδάρι, κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης» (εκδ. Παπαζήση) εξιστορεί όλα όσα συνέβησαν εκείνο το μαύρο διήμερο 11-12 Δεκέμβρη 1943, στο τρομερό κολαστήριο του Χαϊδαρίου.
«Το βράδυ στις 11-12-43, ημέρα Σάββατο, ήρθε και με πήρε από το αναρρωτήριο ο υποδιοικητής Λέφλερ.
– Στην απομόνωση, μου λέει, είναι ένας άρρωστος συφιλιδικός. Πάμε να τον δεις και αν έχει ανάγκη θεραπείας, θα τον στείλουμε στο Νοσοκομείο.
Πήγαμε, μου έδειξε κάποιον. Του πήρα το ιστορικό. Τον εξέτασα. Δεν έδειχνε για συφιλιδικός.
– Κύριε υποδιοικητά, του είπα, δε βρίσκω κλινικά σημεία σύφιλης. Πρέπει να του πάρω αίμα, να κάμουμε οροαντίδραση Βάσσερμαν.
– Καλά, μου λέει, θα ξανάρθουμε τη Δευτέρα να του πάρεις.
Στο δρόμο που γυρίζαμε και επειδή αυτό μου έδωσε την ελπίδα μήπως ανοίξω ξανά το δρόμο, μια που πριν έρθουν τα Ες-Ντε (S.D.), στέλναμε αρρώστους στα νοσοκομεία, του μίλησα για δυο αρρώστους.
– Κύριε υποδιοικητά, έχω έναν ηλικιωμένο κρατούμενο, που είναι σε κακά χάλια. Έχει φυματίωση, αιμορροΐδες διογκωμένες και ερεθισμένες, που του προκαλούν φρικτούς πόνους, συχνές αιμορραγίες, έντονη αναιμία και εξάντληση. Έχω επίσης και ένα φοιτητή, που αυτές τις μέρες νοσηλεύεται στο αναρρωτήριο με πολύ υψηλό πυρετό. Αυτός παθαίνει πολύ δυνατές νευρικές κρίσεις με παραλήρημα διάφορων μορφών και έχει ανάγκη ειδικής νοσηλείας. Δε θα μπορούσατε να τους στείλετε στο Νοσοκομείο;
– Πώς τους λένε; με ρώτησε.
– Καλογερίδη Φίλιππο και Νικηταράκο Κωνσταντίνο, του είπα (ο Νικηταράκος παρουσίαζε και ελεύθερος ψυχονευρωτικές διαταραχές).
Δεν είπε τίποτε, αλλά την άλλη μέρα το πρωί 12-12-43 του Αγίου Σπυρίδωνα, μετά το προσκλητήριο φώναξε τα ονόματά τους και έπειτα στράφηκε προς εμένα και μου είπε:
– Γιατρέ, κάλεσέ μου τους συφιλιδικούς. Θα τους στείλω στο Νοσοκομείο.
Φώναξα μερικούς. Βγήκαν και μερικοί άλλοι. Θυμάμαι τη συζήτηση που είχα με έναν, το Νόμπελη Μενέλαο, γέρο τσαγκάρη.
Μπαρμπα-Μενέλαε, του λέω, είσαι και συ συφιλιδικός; Δε μου είχες πει τίποτε.
– Ναι, είμαι, απαντά.
Αλλά ο Λέφλερ είδε πως είχαν βγει περισσότεροι από όσους ήθελε να πάρει.
– Διώξε όσους είναι πιο ελαφρά, μου είπε.
Άρχισα να λέω: Φύγε εσύ, κι εσύ. Σε μια στιγμή με σταμάτησε.
– Καλά, καλά. Φτάνει. Αυτούς θα τους στείλουμε.
Ήταν δέκα. Τους διέταξε να παν να πάρουν τα ρούχα τους και να σταθούν έξω από τα μαγειρεία.
Ο Ραντόμσκι [σ.σ. διοικητής του στρατοπέδου] διέταξε τότε και όλοι οι κρατούμενοι κλείστηκαν στους θαλάμους. Από τα παράθυρα παρακολουθούσαν τους νομιζόμενους τυχερούς που θα μεταφέρονταν στο νοσοκομείο. Στο μεταξύ ήρθαν δυο στρατιωτικά αυτοκίνητα μ’ ένα Γερμανό ανθυπολοχαγό, ένα λοχία και δεκαπέντε ως είκοσι στρατιώτες και, παρουσία του υποδιοικητή και του διερμηνέα Τουλούπα, τους πήραν τα στοιχεία. Έπειτα ο υποδιοικητής με τον ανθυπολοχαγό πήγαν στα γραφεία της Διοίκησης. Σε λίγο ξαναγύρισε ο ανθυπολοχαγός μόνος του και διέταξε τους κρατούμενους, που τους φρουρούσαν ο λοχίας με τους στρατιώτες, να επιβιβαστούν στα δυο αυτοκίνητα χωρίς τα ρούχα τους. Μαζί με τους κρατούμενους πήραν και το διερμηνέα Τουλούπα και τον επιβίβασαν κι αυτόν στο αυτοκίνητο.
Τους μετέφεραν σ’ ένα λατομείο παλιό κοντά στον Αη Γιώργη, της περιοχής Χαϊδαριού, όπου περίμενε και μια νεκροφόρα. Γύρω στο χείλος του λατομείου ήταν παραταγμένοι πενήντα περίπου Ιταλοί στρατιώτες φασίστες. Στο βάθος του ήταν σκαμμένη μια τάφρος. Ο Γερμανός ανθυπολοχαγός έβγαλε από την τσέπη του τον κατάλογο με τα ονόματα των κρατουμένων και φώναξε πέντε. Πρώτος ήταν ο καπνεργάτης Βασίλης Βερβέρης, πρώην βουλευτής Ξάνθης του Παλλαϊκού Μετώπου. Ο λοχίας τους πήρε και τους έστησε μπροστά από την τάφρο. Οι δεκαπέντε στρατιώτες παρατάχτηκαν σε απόσταση 10 βημάτων και σήκωσαν τα όπλα.
Πριν δώσει το παράγγελμα «πυρ», ο ανθυπολοχαγός είπε σε στάση προσοχής και μετέφραζε ο Τουλούπας: «Κατά διαταγήν του Γερμανικού Στρατηγείου εις αντίποινα του τραυματισμού ενός Γερμανού στρατιώτου εκτελείσθε».
Ο Βερβέρης πρόλαβε και φώναξε: «Γερμανοί στρατιώτες, τα εγκλήματα που κάνετε με εντολή και για την εξυπηρέτηση του χιτλερισμού, θα ’ρθει καιρός που θα τα πληρώσετε και θα ντρέπεστε γι’ αυτά. Η Γερμανία δε θα νικήσει. Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω ο ΕΛΑΣ. Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός».
Ακολούθησε η ομοβροντία και ο Βερβέρης και οι άλλοι 4 σπαρταρώντας έπεσαν στην τάφρο. Οι άλλοι μελλοθάνατοι κρατούμενοι έμειναν άναυδοι, αλλά ακλόνητοι. Είχαν καταληφθεί από έξαρση. Είχαν πια νικήσει το θάνατο. Ο ανθυπολοχαγός φώναξε τη δεύτερη πεντάδα. Αυτοί δεν περίμεναν να τους οδηγήσει ο λοχίας. Προχώρησαν προς την τάφρο με σταθερό βήμα, στάθηκαν απτόητοι αντίκρι στο απόσπασμα και φώναξαν: «Ζήτω η Ελλάδα, Ζήτω ο Ελληνικός Λαός». Η ομοβροντία τούς έριξε στο χώμα. Κανένας δε δείλιασε, κανένας δεν κλονίστηκε.
Οι Ιταλοί στρατιώτες, που ήταν παραταγμένοι στο χείλος του λατομείου, σε κάθε ομοβροντία έκαναν το σταυρό τους και φώναζαν κλαψουρίζοντας «Madona mia» (Παναγία μου). Τους εκτελεσθέντες τους φόρτωσαν στη νεκροφόρα που τους πήγε για ταφή στο Γ’ Νεκροταφείο. Ο Τουλούπας περίμενε ατάραχος. Τον πλησίασε τότε ο Γερμανός ανθυπολοχαγός και αφού τον κοίταξε αναποφάσιστος για λίγο, του είπε: «Θα σε γυρίσω πίσω, υπό τον όρο ότι δε θα πεις τίποτα απ’ ό,τι είδες». Ο Τουλούπας του απάντησε. «Εγώ δε θα πω, αλλά όλοι αυτοί οι Ιταλοί στρατιώτες, όταν γυρίσουν στην πόλη, δε θα πουν όλα όσα είδαν;» «Ω! αυτοί οι δειλοί», είπε ο Γερμανός, κάνοντας μια περιφρονητική χειρονομία για τους Ιταλούς.
Ο Γερμανός είχε βαθιά εντυπωσιαστεί απ’ τον άμετρο ηρωισμό και το θάρρος των εκτελεσθέντων. Γύρισε, μπήκε απότομα στο αυτοκίνητο κι είπε στο λοχία: «Πες του να μπει στο αυτοκίνητο». Ο Τουλούπας πήδηξε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μαζί με το απόσπασμα και μετά λίγα λεπτά βρέθηκε και πάλι ζωντανός στο Χαϊδάρι. Όλοι οι κρατούμενοι βρίσκονταν ακόμα κλεισμένοι στους θαλάμους. Τα παράθυρα ήταν γεμάτα κεφάλια. Όλοι ήξεραν πια τι έγινε, γιατί ακούστηκαν οι ομοβροντίες και τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια.
Ο Λέφλερ κάλεσε τον Τουλούπα στο γραφείο του, τον κέρασε καφέ και άρχισε ένα μονόλογο, που κράτησε κάπου μιαν ώρα. Έδειχνε βαθιά συγκλονισμένος από την πρώτη αυτή εκτέλεση. Έλεγε πως ο στρατός δεν εγκρίνει τις εκτελέσεις, αλλά είναι πόλεμος και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
– Εσύ είσαι Αυστριακός, του απάντησε ο Τουλούπας. Αυτά τα κάνουν οι Γερμανοί.
Η στάση αυτή του Λέφλερ εξηγεί και τη συμπεριφορά του την παραμονή και την ημέρα της εκτέλεσης. Το ότι θέλησε να πάρει άρρωστους συφιλιδικούς για εκτέλεση και το κόλπο που μεταχειρίστηκε για να με ξεγελάσει να τους καλέσω εγώ. Ήταν η πρώτη μαζική εκτέλεση που έκαναν. Αργότερα δε χρησιμοποιούσαν τέτοια κόλπα.
Σε λίγες μέρες η Γκεστάπο εξακρίβωσε πως ο τραυματισμός του Γερμανού οφειλόταν σε άλλους λόγους. Όμως, η εκτέλεση των δέκα πατριωτών δεν τους στενοχώρησε. Ήταν μάλιστα σκόπιμη. Έδειχνε το πόσο αξίζει η ζωή ενός Γερμανού ναζί. Ήταν και μια προειδοποίηση για τους Έλληνες σκλάβους.
Αυτή ήταν η πρώτη ομαδική εκτέλεση κρατουμένων στο Χαϊδάρι και το προμήνυμα της μεγάλης συμφοράς που το περίμενε. Και η εντύπωση ήταν εντονότερη, γιατί έγινε τόσο κοντά σ’ αυτό και με τόσο δόλο. Κανείς μας δε φαντάστηκε τέτοιο πράγμα. Δεν είχε μαθευτεί τίποτε σχετικό. Όλοι πιστεύαμε πως θα τους πάνε πραγματικά σε Νοσοκομείο. Μάλιστα, ο Μήτσος Παρτσαλίδης μου είπε: «Γιατρέ, δε μ’ έβαζες και μένα στους δέκα;» Η δική μου συγκίνηση και η ταραχή ήταν απερίγραπτη. Τότε κατάλαβα το κόλπο του Υποδιοικητή με τον δήθεν συφιλιδικό της απομόνωσης. Μου κόστισε πάρα πολύ το ότι με εξαπάτησε και μου ζήτησε να του δώσω τους 10, που ήθελαν να εκτελέσουν.
Τα ονόματα των εκτελεσθέντων:
1)Βερβέρης Βασίλειος, καπνεργάτης, πρώην βουλευτής Ξάνθης του Παλλαϊκού Μετώπου, Ακροναυπλιώτης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
2)Καλογερίδης Φίλιππος, τυπογράφος.
3)Καμούδης Μάρκος, ιδιωτικός υπάλληλος, Σέριφος.
4)Κεχαγιάς Αναστάσιος, τσαγκάρης, Μαγνησία, Ακροναυπλιώτης.
5)Μπρόφας Ανδρέας, αγρότης, Λαμία.
6)Νικηταράκος Κωνσταντίνος, φοιτητής, Αθήνα.
7)Νόμπελης Μενέλαος, τσαγκάρης, Κεφαλλονιά – Αθήνα.
8)Ρώτας Παναγιώτης, ναυτεργάτης Πειραιά, Ακροναυπλιώτης.
9)Χατζησταμάτης Κωνσταντίνος, εργάτης, Ακροναυπλιώτης.
10)Χρυσοστόμου Ιωακείμ, ιδιωτικός υπάλληλος.
Το επεισόδιο αυτό έγινε όπως το περιγράφω με βάση τη συζήτηση που είχα με τον υποδιοικητή και την έγγραφη μαρτυρία του διερμηνέα Τουλούπα. Όσα άλλα γράφτηκαν είναι ανεύθυνα και δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα φέρνω αυτά που έγραψε στο «ΑΝΤΙ» Περ. Β’ τ. 45 της 25.3.76 σελ. 36-37 ο Δ. Μιχελίδης, που όπως ισχυρίζεται «είναι ολότελα αληθινά». Ξέχασε το ρόλο που έπαιξε και τη μεγάλη ζημιά που έκαμε στο επαναστατικό κίνημα και, στην προσπάθειά του να εμφανιστεί σαν αγωνιστής και φίλος του Ναπ. Σουκατζίδη, γράφει ένα σωρό ανακρίβειες.
Μιλάει για «Κυριακάτικο πρωινό του Γενάρη του 1944», ενώ η εκτέλεση έγινε στις 12-12-43. Μιλάει για το «διοικητή που είχε δίπλα του το Ναπολέοντα», ενώ ήταν ο υποδιοικητής με τον Τουλούπα. Ο Ναπολέων βρισκόταν στις φυλακές Αβέρωφ και τον ξανάφεραν στις 21.12.43. Λέει πως «ο διοικητής είπε και μετέφρασε ο Σουκατζίδης: «Ο κ. διοικητής θέλει να στείλει αρρώστους στο νοσοκομείο για θεραπεία. Όσοι είναι άρρωστοι να βγουν έξω». Τέτοια γενική πρόταση ήταν τελείως παράλογο να κάμει. Θα έβγαινε το μισό στρατόπεδο. Απλώς ο υποδιοικητής ζήτησε από μένα να του δώσω τους συφιλιδικούς. Και γενικά αραδιάζει πολλές ανακρίβειες, ώστε το «ΑΝΤΙ» αναγκάστηκε σε υποσημείωσή του να παραθέσει περίληψη από τη δική μου περιγραφή, που είχε δημοσιεύσει τότε η «ΑΥΓΗ».
Οι φυματικοί ανησύχησαν πιο πολύ από τους άλλους. Γιατί ως πριν λίγο έμεναν σε ξεχωριστό θάλαμο και ήταν γραμμένοι σε ειδική κατάσταση. ΓΓ αυτό πολλοί απ’ αυτούς έτρεξαν αμέσως να με βρουν. «Γιατρέ, σχίσε τις καταστάσεις», φώναζαν.
Το βράδυ ο «Σύρμας» διέταξε να βγουν όλοι στο προαύλιο για τραγούδι. Ο Φώτης Σαντομοίρης έπαιζε βιολί και το στρατόπεδο τραγουδούσε το δημοτικό τραγούδι: «Μου πήρανε τ’ αρνί πριν ακόμα ο ήλιος βγει. Μάνα μου γλυκιά μου μάνα», που το είχαμε αφιερώσει στο στρατόπεδο της Λάρισας στη μνήμη των 106 που εκτελέστηκαν στο Κούρνοβο στις 6.6.43».