20 Φλεβάρη 1968: Ο καταστροφικός σεισμός στον Αη Στράτη – 10 φωτογραφίες ντοκουμέντα του Βασίλη Μανικάκη
Ο φονικός σεισμός 7,1 βαθμών και οι μπουλντόζες της χούντας ισοπέδωσαν τον Αη Στράτη. Το δικτατορικό καθεστώς αντιμετώπισε με τον δικό του τρόπο την καταστροφή και τον πόνο που βίωσαν οι κάτοικοι ενός τόπου που λειτούργησε επί δεκαετίες ως «αποθήκη» «επικίνδυνων» κομμουνιστών, ξεχασμένου κατά τα άλλα και εγκαταλειμμένου από την κεντρική εξουσία.
Ο Αη Στράτης έγινε γνωστός ως συνώνυμο της εξορίας. Ως τόπος εξορίας λειτούγησε για τρεις περιόδους. Από την δεκαετία του 1920 στο απομακρυσμένο και σχεδόν απομονωμένο αυτό νησί του Αιγαίου Πελάγους, εκτοπίστηκαν εκεί αρχικά ποινικά καταδικασμένοι και στη συνέχεια, ειδικά μετά την ψήφιση του Ιδιώνυμου από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, πλήθος κομμουνιστών συνδικαλιστών, εργατών και διανοούμενων. Το 1941, με την εισβολή του ναζιστικού στρατού στην Ελλάδα η φρουρά της χωροφυλακής παραδίδει στους Γερμανούς καταχτητές τους εξόριστους που βρίσκονται στον Αη Στράτη και στους οποίους η μεταξική δικτατορία αρνήθηκε να επιτρέψει να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν.
Τον ίδιο χειμώνα δεκάδες κομμουνιστές εξόριστοι εξωθούνται βάσει οργανωμένου σχεδίου από τη φρουρά στο θάνατο από πείνα, επειδή αρνούνταν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. Μετά από σκληρή μάχη με την πείνα πεθαίνουν 33 και οι υπόλοιποι καταφέρνουν να αποδράσουν και να πολεμήσουν στη συνέχεια από τις γραμμές του ΕΛΑΣ για τη λευτεριά της πατρίδας. Η τρίτη περίοδος λειτουργίας του νησιού ως τόπος εξορίας αρχίζει μετά τον εμφύλιο, το 1950, και διαρκεί μέχρι το 1962, με χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες εκτοπισμένους να έχουν μεταφερθεί εκεί οι περισσότεροι από τη Μακρόνησο.
Ο γεννημένος στον Αη Στράτη σπουδαίος φωτογράφος Βασίλης Μανικάκης (1907-1998) επί δεκαετίες κατέγραψε και διέσωσε με τον φακό του γεγονότα, πρόσωπα, και στιγμιότυπα από την ζωή των κατοίκων του νησιού αλλά και των πολιτικών εξόριστων. Εκπληκτικές φωτογραφίες από το φωτογραφικό αρχείο του βρίσκονται συγκεντρωμένες στην εξαιρετική έκδοση – Λεύκωμα του Υπουργείου Αιγαίου (1999) «Αη Στράτης – Φωτογραφικά ίχνη [1940-1970]» και συνοδεύονται από κείμενα του καθηγητή Γιώργου Νικολακάκη, αλλά και μαρτυρίες κατοίκων του νησιού.
Από το λεύκωμα προέρχονται οι φωτογραφίες, το κείμενο του Γιώργου Νικολακάκη και οι μαρτυρίες των κατοίκων του Αη Στράτη Αντώνη Δεληγιάννη ή «Τσικρικά» που ακολουθούν, στο αφιέρωμα της “Κατιούσα” στον καταστροφικό σεισμό της 20ης του Φλεβάρη 1968. Όλα εξόχως διαφωτιστικά για τον τρόπο που αντιμετώπισε το δικτατορικό καθεστώς της πατρίδας μας την καταστροφή που υπέστησαν και τον πόνο που βίωσαν οι κάτοικοι του Αη Στράτη· ενός τόπου που λειτούργησε ως «αποθήκη» «επικίνδυνων» κομμουνιστών και άλλων δημοκρατικών αγωνιστών, κατά τα άλλα ξεχασμένου και εγκαταλειμμένου από την κεντρική εξουσία.
Γράφει ο καθηγητής Γιώργος Νικολακάκης:
“Ο μεγάλος σεισμός του Φεβρουάριου του 1968, που κατέστρεψε τα περισσότερα κτίσματα του Αη Στράτη, σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Μοιάζει με την τελευταία πράξη μιας αρχαίας τραγωδίας, όπου η Φύση, με τη μορφή του Εγκέλαδου, ανέλαβε να ολοκληρώσει την καταστροφή και να δώσει ένα απρόσμενο «τέλος».
Το πλήγμα που δέχτηκε το νησί, ήταν υπερβολικά μεγάλο και μάλιστα συνέβη σε μια περίοδο που τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα άλλαζαν ραγδαία. Ο πόλεμος, η απομόνωση, η εξορία, η ανέχεια, όλα όσα οι άνθρωποι του ανεμοδαρμένου και άγονου αυτού τόπου είχαν περάσει τα προηγούμενα χρόνια, έμοιαζαν ανώδυνα, μπροστά στο τρομερό συμβάν του σεισμού και της καταστροφής που επακολούθησε. Οι κάτοικοι του Αγίου Ευστρατίου υπέστησαν τη μοίρα των εκτοπισμένων και έγιναν με τη σειρά τους σκηνίτες καταυλισμού σεισμοπλήκτων, στα ίδια μέρη, που μερικά χρόνια πριν, ήταν το πρόχειρο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων.
Η ταχύτατη ανοικοδόμηση του νέου οικισμού όχι μόνο δεν έλυσε τα προβλήματα που δημιούργησε ο καταστρεπτικός σεισμός, αλλά αντίθετα συσσώρευσε νέα δεινά. Η τοποθεσία που επιλέχτηκε για να χτιστούν οι νέες κατοικίες ήταν εντελώς ακατάλληλη, σε χώρο με μεγάλη υγρασία, εκτεθειμένο σε πλημμύρες και τη συχνή υπερχείλιση του ποταμού που τον διασχίζει. Τα σπίτια κατασκευάστηκαν με φτηνά και πρόχειρα υλικά, χωρίς μονώσεις και άλλες ενισχύσεις, με αποτέλεσμα να είναι υπερβολικά ζεστά το καλοκαίρι και πολύ κρύα και υγρά το χειμώνα.
Βασίστηκαν όλα στον ίδιο αρχιτεκτονικό τόπο: είναι ισόγεια κι έχουν δυο συγκεκριμένα μεγέθη. Η χωρητικότητά τους είναι μικρή και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κατοίκων, ενώ για πολλά χρόνια απαγορευόταν οποιαδήποτε προσθήκη ή επέκταση. Η «ισότητα» στη συνθήκη κατοικίας κατόρθωσε να αποδιοργανώσει τον κοινωνικό ιστό, απ’ τη στιγμή που η έννοια της γειτονιάς, ή της οικογενειακής και συγγενειακής ομάδας που κατοικούσε στον ίδιο χώρο, άλλαξε και οι άνθρωποι «επέλεξαν» τα νέα τους σπίτια μέσα από την τυχαιότητα της κλήρωσης.
Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από την «απαλλοτρίωση» και τη δέσμευση μεγάλου μέρους της έκτασης που καταλάμβανε το παλιό χωριό στην πλαγιά του λόφου του Αη Γιάννη. Απαγορεύτηκε η εκ νέου ανοικοδόμηση οικιών στη συγκεκριμένη περιοχή, την οποία μετέτρεψαν σε σωρούς ερειπίων τα χωματουργικά μηχανήματα και τα διατεταγμένα συνεργεία κατεδάφισης.
Η ταχύτητα των ενεργειών που στόχευαν στην αποκατάσταση των κατοίκων και η αυθαίρετη και αυστηρή υπαγωγή τους σε συγκεκριμένα προνοιακά μέτρα τους αφαίρεσαν τη δυνατότητα της αυτενέργειας. Ατομικές, και συλλογικές πρωτοβουλίες, αν είχαν αφεθεί να υπάρξουν, θα μπορούσαν ίσως να κινητοποιήσουν διαφορετικά την κοινότητα και τα μέλη της και θα απέδιδαν διαφορετικά αποτελέσματα. Φαίνεται όμως πως η δικτατορία, σαν συνέχεια του εμφυλιοπολεμικού κράτους, δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι ο Άη Στράτης ήταν το ονομαστό στρατόπεδο των εκτοπισμένων και των πολιτικών εξόριστων, ένας τόπος απομόνωσης και τιμωρίας.
Ο σεισμός έδωσε την ευκαιρία, σ’ εκείνους που μετέτρεψαν αυτούς τους τόπους σε χώρους μαρτυρίου και ντροπής, να εξαφανίσουν, εκούσια ή ακούσια, τα υλικά ίχνη αυτού του εγκλήματος. Ο «εξαγνισμός» του χώρου και η tabula rasa που επέβαλαν, δεν οδήγησε στην επαγγελία της «εθνοσωτηρίου» αναγέννησης του τόσου, αλλά επέτεινε τη μετανάστευση και κατάφερε να διώξει, για πολλά χρόνια από το νησί, όλους εκείνους τους νέους και τις νέες που θα μπορούσαν να το αναζωογονήσουν. Οι φωτογραφίες του Βασίλη Μανικάκη αποτυπώνουν με εύγλωττο τρόπο τη διαδικασία αυτής της καταστροφής.”
Ο Αντώνης Δεληγιάννης ή «Τσικρικάς», νέος τότε καφετζής, περιγράφει το 1998 τη μαρτυρική βραδιά του σεισμού και αναφέρεται στα γεγονότα που ακολούθησαν:
«…Ο σεισμός έγινε στις 20 Φεβρουάριου του 1968, μετά τα μεσάνυχτα… Είχα ένα μαγαζί, καφενείο, κάτω στην παραλία κι είχαμε κλείσει, κι ήμασταν στο σπίτι με τη γυναίκα μου… Ξαφνικά… ήρθε ένας αέρας, φοβερός… ήταν ο σεισμός. Αγκαλιάστηκα με τη γυναίκα μου στο κρεβάτι και δίπλα άρχισαν να κατεβαίνουνε πέτρες, και το εικονοστάσι πάνω απ’ το κεφάλι μας, στεκόταν στον αέρα… Κατέβηκε το ντουβάρι από τη μία μεριά και φάνηκαν τ’ αστέρια. Το σπίτι ήταν διώροφο… Πήγα ν’ ανοίξω την πόρτα και δεν άνοιγε, γιατί είχε πέσει άλλο σπίτι μπροστά… Μπατάρισα την πόρτα, την έσπασα και βγήκαμε… Φώναζε η γυναίκα μου και πήγαμε να βγάλουμε τη μάνα της και τον πατέρα της που μένανε σ’ άλλο σπίτι…
Στο δρόμο βλέπαμε ανθρώπους γυμνούς και ξυπόλυτους μέσα στο κρύο… Είδα ένα γέρο, τον μπαρμπα-Παντελή, που ήταν πάνω σε μία σκεπή και φώναζε “βοήθεια, βοήθεια”, αλλά ποιος να τον βοηθήσει; Πήγα κι έβγαλα τη μητέρα μου που έμενε μοναχή… και παντού άκουγες φωνές, άλλος “το παιδί μου”, άλλος “τη μάνα μου”… Ανάβαμε φωτιές όλοι τη νύχτα για να ζεσταθούμε και το πρωί που ξημέρωσε ήταν τα χείλια μας πρησμένα όπως των αραπάδων και τα μάτια μας δεν ανοίγαν απ’ το θειάφι. .. Ένας άνθρωπος ήτανε μέσα στη γη πλακωμένος κι όπως πήγε κάποιος να κατουρήσει από πάνω του, άκουσε τα βογγητά, κι έτσι τον σώσανε…
Σκοτωθήκανε πολλοί τότε, όχι μόνο στο χωριό αλλά και έξω στα “καλύβια”. Μετά πέσανε φαντάροι πολλοί, γιατί ήταν στρατιωτικός νόμος κι είχαμε δικτατορία… Δεν μας αφήναν να πάμε να πάρουμε τα πράγματά μας, ούτε αν είχες οικονομίες ή κάτι κρυμμένο, δεν άφηναν να πλησιάσουμε…
»Στην αρχή μέναμε σε σκηνές. Ένα πολεμικό πλοίο μας έφερε αντίσκηνα και μοίρασε νερό και ψωμιά… Μείναμε έτσι πολλούς μήνες μέσα στα τσαντήρια και μετά αρχίσαμε να φτιάχνουμε παράγκες με ό,τι μαζεύαμε απ’ τα μπάζα. Έφτιαξα κι εγώ παράγκα και την έκανα μαγαζάκι στη “Λεωφόρο”…
Μετά το σεισμό άρχισαν την κατεδάφιση… ο κόσμος δεν ήθελε, γιατί τα σπίτια δεν είχαν πέσει όλα και πολλά είχανε μόνο μικροζημιές… Αντί όμως να βγάλουν μια επιτροπή να τα εξετάσει και ν’ αποφασίσει πώς θα φτιαχτούν, τα ’καναν όλα μπάζα και τα ’ριξαν στα περιβόλια. Μας έφτιαξαν τα σπίτια που έχουμε σήμερα, με τσιμεντόλιθους και δεν μπορείς να καθίσεις μέσα, γιατί το χειμώνα είναι κρύα και το καλοκαίρι γίνονται φούρνοι… Λεν μπορούσαμε όμως να μιλήσουμε τότε, γιατί υπήρχε ο φόβος και κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί…
Ακόμα και τις εκκλησίες κατεδαφίσανε οι εργολάβοι. Η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων έστεκε αλλά την κατεδαφίσανε μετά το σεισμό. Η άλλη εκκλησία, η Μητρόπολη, που ήταν η καλύτερη, δεν έπεφτε κι έβαλαν δυναμίτες για να τη ρίξουνε… Ήταν όλο κολόνες με «τζενέτια» φτιαγμένη από καλούς μαστόρους, πλουμισμένη κι όμορφη… Ένας μετανάστης στο Κονγκό, ο Νικόλας Μακρής, είχε γίνει ευεργέτης κι είχε δώσει όλη του τη ζωιί yι’ αυτή την εκκλησία… Της “Χώρας το πηγάδι” που είχε οχτώ ωραίες κολόνες γύρω γύρω, με πατούρες για να βάζουν οι γυναίκες τις στάμνες τους… δεν υπάρχει πια… κατεδαφίστηκε όπως και η εκκλησία του Ταξιάρχη που ήταν απέναντι…»
Ο συνταξιούχος το 1998 ναυτικός και κάτοικος του νησιού, Σπύρος Βλαστός, αφηγείται:
«…Ήταν δικτατορία τότε και δε μπορούσαμε να μιλήσουμε… Απ’ τη στιγμή που έγινε ο σεισμός είχανε βάλει στο μυαλό τους, δεν ξέρω για ποιο λόγο, να καταστρέφουν τα πάντα και να τα φτιάξουν απ’ την αρχή. Ίσως ήθελε η κυβέρνηση να δείξει πως ό,τι έλεγε το έκανε και προωθούσε τα πράγματα γρήγορα…Τα σπίτια που μας δώσανε δεν ήταν δωρεάν. Το 70% της αξίας το πληρώναμε εμείς και μόνο το 30% έκανε δωρεά το κράτος. Όμως αυτό το μερίδιο του κράτους προερχόταν από δωρεές του κόσμου και συνδρομές που πήγαιναν στην τράπεζα, γιατί πολύς κόσμος βοήθησε τότε τον Άη Στράτη, απ’ την Αθήνα και απ’ το εξωτερικό… Αν η οικογένεια είχε μέχρι τρία άτομα, έπαιρναν ένα σπίτι με ένα δωμάτιο, μια κουζίνα και ένα λουτρό. Από τέσσερα άτομα και πάνω, έπαιρναν δύο δωμάτια, κουζίνα και λουτρό. Όλα τα σπίτια ήταν ισόγεια και είχε δυο τύπους, τα μικρά και τα μεγάλα. Τα μικρά κόστιζαν 120.000 και τα μεγάλα 170.000 δραχμές.
…Όλα αλλάξαν από τότε… Πιο πριν ήξερες τη γειτονιά σου, τους συγγενείς σου, τους φίλους που μέναν κοντά, ενώ με τα σεισμόπληκτα σπίτια, όπως τα μοίρασαν, άλλος βρέθηκε στην ανατολή κι άλλος στη δύση… Άλλαξε η ζωή στο νησί. Παλαιότερα, θυμάμαι από τους γονείς μου, όταν ερχόταν ένας ξένος στον Άη Στράτη κοίταζε ποιος να τον πρωτοπάρει για να τον φιλοξενήσει. Ήταν πολύ φιλόξενο μέρος, σε σημείο αφάνταστο. Οι οικογένειες ήταν δεμένες παρά τη φτώχια τους και κάνανε μαζί ανταλλαγές στο θερισμό, στ’ αμπέλια, σ’ όλες τις δουλειές… Απ’ τον καιρό του σεισμού ο κόσμος άρχισε να γίνεται πιο αφιλόξενος, να βλέπει διαφορετικά τα πράγματα και τίποτα δεν ήταν όπως πριν…».