3.5.1919: Τα σοβιέτ του Μονάχου πνίγονται στο αίμα
Η συντριβή της ηρωϊκής προσπάθεις κομμουνιστών και άλλων ριζοσπαστών να εγκαθιδρύσουν τη λεγόμενη “Δημοκρατία των Συμβουλίων” στη βαυαρική πρωτεύουσα, σήμανε την ανάδειξη της τελευταίας σε σφηκοφωλιά της γερμανικής αντίδρασης, περιλαμβανομένων των ναζί.
Σαν σήμερα καταστέλλονται αιματηρά τα τελευταία υπολείμματα των κομμουνιστικών σοβιέτ του Μονάχου, γνωστής και ως “Δημοκρατίας των Συμβουλίων”, της δεύτερης και πιο ριζοσπαστικής φάσης επαναστατικών εξελίξεων στο λεγόμενο “Ελεύθερο Γερμανικό Κρατίδιο” που είχε ιδρύσει το Νοέμβρη του 1918 ο ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης Κουρτ Άισνερ. Μετά τη δολοφονία του από την ακροδεξιά το Φλεβάρη του 1919, το κενό εξουσίας έσπευσαν αρχικά να καλύψουν σοσιαλδημοκράτες του SPD, δηλαδή της πλειοψηφίας, υπό τον Γιοχάνες Χόφμαν. Γρήγορα η θέση του αμφισβητήθηκε από το κεντρικό συμβούλιο της βαυαρικής Δημοκρατίας υπό τον Έρνστ Νίκις και το Εργατικό Επαναστατικό Συμβούλιο του Μονάχου, που στις 7 Απρίλη 1919 εξήγγειλαν την ίδρυση της Δημοκρατίας των Συμβουλίων, εξαναγκάζοντας την κυβέρνηση Χόφμαν σε υποχώρηση προς την πόλη Μπάμπεργκ. Αρχικά η ηγεσία της Δημοκρατίας των Συμβουλίων βρισκόταν υπό την επιρροή πασιφιστών και αναρχικών διαννοούμενων, που είχαν συνεργαστεί και κατά την πρώτη επαναστατική φάση με τον Άισνερ, όπως ο Έρνστ Τόλερ, ο Έριχ Μίζαμ και ο Γκούσταβ Λαντάουερ.
Στις 13 Απρίλη 1919, που έπεφτε Κυριακή των Βαΐων στο καθολικό κρατίδιο, ένας αξιωματικός πιστός στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Χόφμαν, ο Άλφρεντ Ζόιφερτιτς προσπάθησε να ανατρέψει πραξικοπηματικά τη Δημοκρατία των Συμβουλίων, συλλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τον Μίζαμ. Το πραξικόπημα αντιμετωπίστηκε αποφασιστικά από τον υπό διαμόρφωση “Κόκκινο Στρατό”, υπό την ηγεσία του μέλους του νεοσύστατου ΚΚ Γερμανίας και του τοπικού συμβουλίου στρατιωτών, Ρούντολφ Έγνκελχόφερ, που είχε συμμετάσχει και στην εξέγερση των ναυτών του Κιέλου τον Οκτώβρη του 1918. Οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ζόιφερτιτς παραδόθηκαν την ίδια μέρα, ενώ 21 θύματα υπήρξαν στη διάρκεια των αψιμαχιών. Το πραξικόπημα ριζοσπαστικοποίησε τα μέλη των εργατικών και στρατιωτικών συμβουλίων της πόλης, αναδεικνύοντας τους κομμουνιστές στην ηγεσία της δημοκρατίας των συμβουλίων. Μια 15μελής επιτροπή δράσης με επικεφαλής το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ, Όιγκεν Λεβινέ σχηματίστηκε, από την οποία προέκυψε ένα 4μελές εκτελεστικό συμβούλιο, στο οποίο ανήκαν εκτός από το Λεβινέ και ο ηγέτης του ΚΚΓ στη Βαυαρία, Μαξ Λεβιέν.
Η εβραϊκή καταγωγή των δυο γεννημένων στη Ρωσία κομμουνιστών ηγετών ήταν κόκκινο πανί για τους ακροδεξιούς εθνικιστικούς κύκλους της παραδοσιακά συντηρητικής Βαυαρίας, τροφοδοτώντας τη φιλολογία για “ρωσική μπολσεβικοποίηση” του κρατιδίου, διανθισμένης από αντισημιτικά στερεότυπα, τα οποία άνθιζαν από την πρώτη φάση της επανάστασης, λόγω και της καταγωγής του ίδιου του Άισνερ. Οι επίσης Εβραιογερμανοί Τόλερ και Λαντάουερ αποδέχτηκαν αρχικά τη συνεργασία με τους κομμουνιστές στα συμβούλιο, αν και ο Λαντάουερ πολύ γρήγορα παραιτήθηκε από όλες τις θέσεις του απογοητευμένος επειδή το πολιτιστικό του πρόγραμμα απορρίφθηκε.
Η δημοκρατία των συμβουλίων προσπάθησε να προωθήσει τις ριζοσπαστικές της επιδιώξεις, εξαγγέλλοντας δεκαήμερη γενική απεργία, κατάσχοντας τρόφιμα και χώρους κυρίως ξενοδοχείων και απαγορεύοντας τις αστικές εφημερίδες που καλλιεργούσαν κλίμα άγριου αντικομμουνιστικού φανατισμού. Στήριγμα των σοβιέτ του Μονάχου επιχειρήθηκε να γίνει ο “Κόκκινος Στρατός” του Ένγκελχόφερ, με τον Έρνστ Τόλερ, ως τον αμέσως επόμενο στη διοίκησή του. Ποσοτικά και ποιοτικά, αυτός ο στρατός 9-10.000 νεαρών κυρίως ανδρών, ήταν σαφώς υποδεέστερος από τον κρατικό στρατό και τα φράικορπς που κατέφταναν από όλη τη Βαυαρία και το υπόλοιπο Ράιχ, παρά τις αρχικές επιτυχίες εναντίον τους.
Οι ηγέτες της Δημοκρατίας των Συμβουλίων προσπαθούσαν να συντονίσουν τις ενέργειές τους με εκείνες του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, τόσο στη Ρωσία, όσο και στην Ουγγαρία καθώς και στην Αυστρία.Ο Λένιν έστειλε τηλεγράφημα στο Λεβινέ δηλώνοντας την υποστήριξή του και κάνοντας ορισμένες προτάσεις για την επιτυχία της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας, η κατάσταση της χώρας εν μέσω εμφυλίου και ιμπεριαλιστικής επέμβασης δεν επέτρεπε κάποιας άλλης μορφής βοήθεια.
Στο μεταξύ οι αντεπαναστατικές δυνάμεις με προεξάρχουσα την εξόριστη τοπική κυβέρνηση του Χόφμαν διέδιδαν φρικιαστικές φήμες για σφαγές της “δικτατορίας των Ρώσων και Εβραίων”, ενώ διέσπειραν και το μύθο περί της επιβολής κοινοκτημοσύνης των γυναικών στην πόλη. Έτσι πέτυχαν την επιβολή αποκλεισμού στο Μόναχο, επιδιώκοντας μέσω του λιμού να προκαλέσουν την παράδοση των τοπικών σοβιέτ. Παράλληλα ο Χόφμαν οργάνωνε τα Φράικορπος για την καταστολή της επανάστασης, με τη βοήθεια του διαβόητου σοσιαλδημοκράτη Υπουργού Άμυνας Γκούσταβ Νόσκε, που τον βοήθησε με μονάδες από το Βερολίνο, όταν οι επαναστάτες συνέτριψαν τα Φράικορπς στην πόλη Νταχάου έξω από το Μόναχο.
35.000 περίπου στρατιώτες βάδισαν προς την πόλη, με την εντολή του Νόσκε να τελειώνουν με το “Καρναβάλι της παράνοιας”. Συμμετέχοντες αξιωματικοί όπως ο Φραντς φον Επ, στο φράικορπς του οποίου συμμετείχε ο μετέπειτα αρχηγός των ταγμάτων εφόδου Έρνστ Ρεμ, είχαν συμμετάσχει σε αποικιακές σφαγές, όπως στην καταστολή της εξέγερσης των Μπόξερ στην Κίνα το 1900 και το μακελειό κατά των Χερέρο στη γερμανοκρατούμενη Νοτιοδυτική Αφρική το 1904.
Οι πρώτες αψιμαχίες ήταν νικηφόρες για τον κόκκινο στρατό, αλλά οι δυνάμεις του αντιπάλου ήταν σαφώς υπέρτερες. Το κάλεσμα σε γενική απεργία έδωσε αφορμή να κηρυχθεί η Βαυαρία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Παράλληλα διάσταση απόψεων εμφανίστηκε εντός του συμβουλίου μεταξύ των οπαδών του Τόλερ που πίεζε για διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Χόφμαν και τους κομμουνιστές που επέμεναν σε συνέχιση της άμυνας κατά των αντεπαναστατών. Αρχικά οι θέσεις του Τόλερ φάνηκαν να επικρατούν, με τους κομμουνιστές να παραιτούνται από την Επιτροπή δράσης, ωστοσο η κυβέρνηση Χόφμαν δεν είχε καμιά διάθεση για συμβιβασμούς, απαιτώντας την άνευ όρων παράδοση της Δημοκρατίας των Συμβουλίων.
Ενώ τα Φράικορπς σκότωναν αυθαίρετα πραγματικούς και κατά φαντασίαν υποστηρικτές από την πρώτη στιγμή της εισόδου τους στην πόλη, η μόνη πράξη αντεκδίκησης από κομμουνιστικής πλευράς ήταν η εκτέλεση 10 αιχμαλώτων σε γυμνάσιο της πόλης, κυρίως μελών της ακροδεξιάς προναζιστικής οργάνωσης “Εταιρεία της Θούλης”, που είχαν συλληφθεί για διάδοση αντισημιτικών και αντικομμουνιστικών φυλλαδίων. Με τον παραπλανητικό τίτλο “Δολοφονία ομήρων”, ο αστικός τύπος στη Βαυαρία και όλο το Ράιχ καλλιεργούσε το έδαφος για το λουτρό αίματος που θα ακολουθούσε.
Την Πρωτομαγιά του 1919 ο “Λευκός στρατός” αποτελούμενος από μονάδες του εθνικού στρατού και φράικορπς εισέβαλε στο Μόναχο, καταλαμβάνοντας ως την επόμενη μέρα την πόλη. Περίπου 2000 μαχητές του “Κόκκινου Στρατού” προέβαλαν αντίσταση ως τις 3 Μάη στα περίχωρα της βαυαρικής πρωτεύουσας στο Κόλμπερμορ. Ο ηγέτης του τοπικού σοβιέτ Γκέοργκ Σούμαν δολοφονήθηκε μια μέρα μετά από στρατιώτες των Φράικορπς.
Ακολούθησε μαζική σφαγή κατά κομμουνιστών και οποιουδήποτε θεωρούνταν ύποπτος για συμπάθεια στο εγχείρημα των σοβιέτ. Οι περισσότερες ηγετικές μορφές της επανάστασης είτε εκτελέστηκαν (Λεβινέ, Λαντάουερ, ο τελευταίος κυριολεκτικά ποδοπατήθηκε στη φυλακή), είτε φυλακίστηκαν (Τόλερ, Μίζαμ, ο πρώτος γλίτωσε τη θανατική ποινή λόγω της υπεράσπισης που έκανε, σε προσωπική βάση, ο πολιτικά βαθιά αντεπαναστάτης Μαξ Βέμπερ, που δίδασκε εκείνη την εποχή στο Μόναχο). Επισήμως καταγράφηκαν 606 νεκροί τις μέρες της κατάληψης της πόλης, εκ των οποίων 233 μαχητές του Κόκκινου Στρατού και 335 άμαχοι, ύποπτοι για φιλοκομμουνιστικές συμπάθειες, ενώ έχασαν τη ζωή τους και 38 αντεπαναστάτες στρατιώτες. Υπολογίζεται ωστόσο ότι φράικορπς εκτέλεσαν τουλάχιστον άλλους 400 πολίτες, ανάμεσά τους και 52 Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου. Χιλιάδες υποστηρικτές των σοβιέτ, συνελήφθησαν κι εκτελέστηκαν τις επόμενες μέρες και βδομάδες. Ανάμεσα στους καταδότες και ο στρατιώτης τότε στο Μόναχο Αδόλφος Χίτλερ. Οι υπεύθυνοι των μαζικών φόνων λογοδότησαν ελάχιστα ή καθόλου για τις πράξεις τους, σε αντίθεση με τις αμείλικτες τιμωρίες που επιβλήθηκαν στους κομμουνιστές και τους υποστηρικτές τους.
Η Βαυαρία μετατρέπηκε σε προμαχώνα της γερμανικής αντίδρασης, καθώς και σε καταφύγιο ακροδεξιών δολοφόνων ακόμα και αστών πολιτικών, όπως μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης Consul, που είχε οργανώσει και το φόνο του υπουργού εξωτερικών Βάλτερ Ράτεναου το 1922. Δεν είναι τυχαίο πως μες στο 1919 ιδρύθηκε στο Μόναχο το DAP (Γερμανικό Εργατικό Κόμμα), πρόδρομος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP), ούτε πως το 1923 σημειώθηκε εκεί το αποτυχημέο πραξικόπημα της μπιραρίας με επικεφαλής το Χίτλερ.