5 Απρίλη 1944. Η σφαγή στην Κλεισούρα και οι κατηγορίες εναντίον του ΕΛΑΣ
Το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς, αφού πρώτα είχαν εκτελεστεί περίπου 240 άμαχοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Παρά τις προσπάθειες να αποδοθούν ευθύνες για το περιστατικό στον ΕΛΑΣ, η σφαγή ήταν προκαθορισμένη και ενταγμένη σε μια συνολική στρατηγική των γερμανικών αρχών κατοχής κατά όσων πληθυσμών θεωρούνταν δυνάμει σύμμαχοι των ανταρτών.
Σαν σήμερα το 1944 πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων της κατεχόμενης Ελλάδας, στην Κλεισούρα Καστοριάς, μια ορεινή κωμόπολη με 7.000 κατοίκους τότε, κυρίως βλαχικής καταγωγής, από γερμανικά στρατεύματα σε συνεργασία με Βούλγαρους συνεργάτες τους υπό τον Αντόν Κάλτσεφ. 270 χωρικοί έχασαν τη ζωή τους, γυναίκες παιδιά και γέροντες, καθώς ο υπόλοιπος αντρικός πληθυσμός είχε ήδη εγκαταλείψει το χωριό, θεωρώντας ότι δεν κινδύνευαν τα γυναικόπαιδα. Ως πρόσχημα για τη σφαγή χρησιμοποιήθηκε μια ενέδρα του ΕΛΑΣ υπό τον καπετάν Υψηλάντη (Αλέξης Ρόσιος, από τη Σιάτιστα Κοζάνης), στη θέση “Νταούλι” σε γερμανικό επιβατικό αυτοκίνητο συνοδεία μοτοσυκλετών, κατά την οποία σκοτώθηκαν δυο Γερμανοί (οι ίδιοι οι ναζί, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν το έγκλημά τους, αλλά και μαρτυρίες “εθνικοφρόνων” που ήθελαν να ενοχοποιήσουν την ΕΛΑΣ, ανεβάζουν αυτό τον αριθμό σε 7 ή 8, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία που το επιβεβαιώνουν). Ο Ρόσιος προέβαλε δύο αίτια για την επίθεση, αφενός την εντολή που είχε δώσει το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ στην 9η και 10η Μεραρχία του λαϊκού στρατού “για αιφνιδιαστικές επιθέσεις κατά Γερμανοβουλγάρων” στις περιοχές αρμοδιότητάς τους, εν προκειμένω ειδικά για την απόσπαση γεννήτριας αυτοκινήτου απαραίτητας για τη λειτουργία ασυρμάτου. Αφετέρου την πληροφορία πως η γερμανική φάλαγγα μετέφερε Εβραίους της Καστοριάς στη Θεσσαλονίκη, άρα η επίθεση θα σήμαινε και την απελευθέρωση των κρατουμένων.
Πολύ μελάνι χύθηκε για την κακοποίηση των πτωμάτων των Γερμανών από τον ΕΛΑΣ, κάτι που ωστόσο αφενός δε συνάδει με τη γενικότερη πρακτική των ανταρτών επί κατοχής, αφετέρου δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά πλην των απολογούμενων διαταγέων της σφαγής ή σφόδρα αντικομμουνιστικών πηγών, κυρίως της μετεμφυλιακής περιόδου. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές για την ακριβή φύση της βεβήλωσης των πτωμάτων, ενώ υπάρχει και η υπόνοια ότι ενδεχομένως οι συγκεκριμένοι νεκροί να μην ήταν καν αυτοί της επίθεσης στο Νταούλι. Εξάλλου στη δεύτερη δίκη του Κάλτσεφ στο Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης το 1948, εν μέσω εμφυλίου δηλαδή, ο υπεράνω υποψίας κομμουνιστικών συμπαθειών γραμματέας του Συλλόγου Κλεισουριέων Θεσσαλονίκης Ηλίας Γιόβας απέδιδε την ευθύνη στον Κάλτσεφ.
Σε κάθε περίπτωση, η επίκληση της κακοποίησης ήταν απλώς προσχηματική, καθώς η μοίρα της Κλεισούρας είχε προδιαγραφεί από τις ναζιστικές αρχές πολύ καιρό νωρίτερα. Ήδη από το καλοκαίρι του 1943 οι Γερμανοί θεωρούσαν την Κλεισούρα προπύργιο των ανταρτών και όταν πυρπόλησαν το κοντινό χωριό Λέχοβο συγκέντρωσαν τους κατοίκους της Κλεισούρας στην πλατεία, δείχνοντας τους τους καπνούς του Λεχόβου ως προειδοποίηση για το τι θα πάθαιναν αν βοηθούσαν τους αντάρτες. Το μόνο που τους έλειπε ήταν η κατάλληλη αφορμή, κι όχι η πρόθεση για τη σφαγή. Η εκκαθάριση του οδικού άξονα Καστοριάς-Αμυνταίου ήταν για τους Γερμανούς ύψιστη προτεραιότητα, κάτι που διαφαίνεται και από τη μοίρα που επεφύλαξαν σε χωριά εκατέρωθεν της διάβασης του Σαρανταπόρου και άλλων σημείων του δρόμου, μετά από εξόντωση γερμανικής φάλαγγας κατά μήκος του τον Ιούνη του 1943.
Την εντολή για τη σφαγή έδωσε ο διοικητής του 7ου συντάγματος της 4ης τεθωρακισμένης μεραρχίας των SS, Καρλ Σύμερς, με στόχο να εκτελεστούν όλοι οι κάτοικοι χωρίς εξαίρεση ηλικίας και φύλου. Όπως ειπώθηκε οι περισσότεροι άντρες είχαν ήδη καταφύγει στη Μονή της Παναγίας ή στο Βαρικό, αφήνοντας πίσω γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Στις 5 το απόγευμα περίπου της 5ης Απρίλη, κατέφτασαν στο χωριό μονάδες του 7ου Συντάγματος από την Κοζάνη και την Καστοριά, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες συνεπικουρούμενοι από άγνωστο αριθμό αντρών του Κάλτσεφ. Η Κλεισούρα περικυκλώθηκε ενώ στήθηκαν πολυβόλα σε σημεία διαφυγής ώστε να παρεμποδίσουν όσους σκόπευαν να δραπετεύσουν. Ένα γερμανικό απόσπασμα ερεύνησε το χωριό για τυχόν ύπαρξη όπλων ή ανταρτών, ενώ έχει ειπωθεί ότι ορισμένοι Γερμανοί του Σύμερς άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως όποιον έβλεπαν μπροστά τους. Ο μεγάλος αριθμός παιδιών και γυναικών που δολοφονήθηκαν ωστόσο δεν ήταν απλώς ένα κτηνώδες ξέσπασμα βίας, αλλά μια στοχευμένη στρατηγική, καθώς ο άμαχος πληθυσμός θεωρούνταν κοινωνική βάση υποστήριξης των ανταρτών, άρα αντιμετωπίζοταν ως εχθρός. Η σφαγή διήρκεσε περίπου δύο ώρες, λήγοντας με την πλήρη καταστροφή του χωριού. 150 σπίτια πυρπολήθηκαν, μεταξύ των οποίων μια κλινική και τα σχολεία της κωμόπολης. Πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί έθαψαν βιαστικά σε ομαδικούς τάφους τα πτώματα που είχαν αφήσει στους δρόμους και την κεντρική πλατεία. Ο ακριβής αριθμός των νεκρών είναι δύσκολος να προσδιοριστεί, κυμαινόταν σίγουρα πάντως μεταξύ 215 και 250 ατόμων, ενώ καταγράφηκαν και 26 τραυματίες. Δυο ακόμα κάτοικοι εκτελέστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από γερμανικό έλεγχο στο Άσκιο μια βδομάδα αργότερα.
Ο ειδικός πληρεξούσιος του Ράιχ για οικονομικά και νομισματικά θέματα στην Ελλάδα, Χέρμαν Νόιμπαχερ, κάλεσε σε απολογία τον Σύμερς όταν πληροφορήθηκε το περιστατικό. Αιτία δεν ήταν βέβαια η ηθική του αγανάκτηση, αλλά ο φόβος πως έτσι δυναμιτίζονταν οι προσπάθειες των ναζιστικών αρχών να συγκροτήσουν ένα αντικομμουνιστικό μέτωπο, καθώς οι σφαγές αμάχων τροφοδοτούσαν τις τάξεις των ανταρτών με επιζήσαντες που κατέφευγαν σε όρη και δάση. Ο Νόιμπαχερ χαρακτήριζε το συμβάν “λουτρό αίματος” και “απίστευτο”, κάνοντας λόγο για “παράλογη κι ανεύθυνη επιχείρηση” με “μεγάλο πολιτικό κόστος”. Τέτοιου είδους αντίποινα απαγορεύτηκαν, με την υποσημείωση βέβαια πως επιτρέπονταν οι εκτελέσεις γυναικόπαιδων αν στρέφονταν κατά των κατοχικών δυνάμεων ή αποδεδειγμένα ενίσχυαν τους αντάρτες. Ο Σύμερς και οι άντρες του, όπως ήταν αναμενόμενο, τόσο κατά τη διάρκεια της έρευνας από προϊστάμενες στρατιωτικές αρχές όσο και μεταπολεμικά στις εισαγγελικές αρχές της ΟΔΓ, παρουσίασαν το περιστατικό ως κανονική στρατιωτική επιχείρηση στα πλαίσια της αντιπαράθεσης με τους αντάρτες, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τις “παράπλευρες απώλειες” αμάχων, κι όχι ως προσχεδιασμένα αντίποινα. Ο Σύμερς απαλλάχθηκε από τους ανωτέρους του και δυο μήνες μετά επανέλαβε το έγκλημά του με το ολοκαύτωμα του Διστόμου στις 10 Ιούνη 1944. Αργότερα ο ίδιος σκοτώθηκε από τον ΕΛΑΣ και βρίσκεται θαμμένος σήμερα στο γερμανικό πολεμικό νεκροταφείο του Διονύσου.
Τελικά κανένας από τους πρωταίτιους ή συμμετέχοντες στη σφαγή δεν καταδικάστηκε μεταπολεμικά, καθώς τόσο η εισαγγελία του Κόμπλεντς, όσο κι εκείνη της Στουτγγάρδης έθεσαν την υπόθεση στο αρχείο. Η εξέλιξη φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που ήθελε το σύνολο των ναζιστικών εγκλημάτων στην κατεχόμενη Ελλάδα να παραμείνει ατιμώρητο. Ακόμα και το αίτημα για την ανοικοδόμηση της Κλεισούρας με έξοδα του γερμανικού δημοσίου που υποβλήθηκε το 1953 από τον πρόεδρο της κοινότητας στον τότε καγκελάριο της ΟΔΓ Κόνραντ Αντενάουερ, απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι ούτε η Γερμανία είχε συνέλθει από τις καταστροφές, αλλά κυρίως πως η χώρα πλέον βρισκόταν στην προμετωπίδα του “Ελεύθερου Κόσμου” και τα έξοδα που κατέβαλε στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Δυτικοευρωπαϊκής ένωσης, αρκούσαν για να υπερκαλύψουν την όποια μεμονωμένη αποζημίωση λόγω “γενόμενων αδικιών”.
Με πληροφορίες από τη διδακτορική διατριβή του Στράτου Δορδανά, Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Θεσσαλονίκη 2002