6 Δεκέμβρη 2008 – Το αστικό κράτος δολοφονεί τον Αλέξη Γρηγορόπουλο
Το αστικό κράτος χτυπά και πυροβολεί αδιακρίτως μικρά παιδιά (σαν τον Καλτεζά και το Γρηγορόπουλο), συνταξιούχους, εργάτες, φοιτητές, αγρότες, όποιον σηκώνει ανάστημα στην εξουσία του κι απειλεί τα αφεντικά του. Και όταν δε σκοτώνει τα νέα παιδιά, όπως τον Αλέξη, φροντίζει να σκοτώνει τα όνειρα της γενιάς του, και την αφήνει να ζει σε έναν τόπο που δεν τους λυπάται.
Σάββατο βράδυ της 6ης Δεκέμβρη 2008.
Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος κι η παρέα του κάθονται αμέριμνοι μετά από τη βόλτα τους, στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, στα Εξάρχεια. Ο ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας, με τη νοοτροπία σερίφη που καλλιεργούν συστηματικά στα σώματα ασφαλείας οι αρχές, πλησιάζει στο σημείο χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος για να επέμβει. Ακολουθούν εκατέρωθεν αντεγκλήσεις, υπάρχει κλιμάκωση, αλλά κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάληξη. Ο Κορκονέας βγάζει το όπλο του, σημαδεύει στο ψαχνό, κι αφήνει νεκρό ένα 16χρονο παιδί, τον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Αργότερα η υπεράσπιση του Κορκονέα θα επιχειρήσει να κάνει το άσπρο-μαύρο και να υποστηρίξει πως ο ειδικός φρουρός πυροβόλησε προειδοποιητικά στον αέρα, αλλά η σφαίρα εξοστρακίστηκε και πέτυχε τον Αλέξη. Κάπως έτσι βγήκε και το σχετικό σύνθημα.
Το όπλο του μπάτσου είναι μαγικό
ρίχνει στον αέρα, βαράει στο ψαχνό
Οι μάσκες έπεσαν και τα προσχήματα δεν μπορούσαν να σταθούν πια. Ο Αλέξης δεν ήταν κάποιο παραβατικό παιδί -όπως θέλησε με το ζόρι να αποδείξει ο Κούγιας στη δίκη- δεν ήταν αναρχικός, κάποιος επικίνδυνος τρομοκράτης, ούτε καν κάποιος διαδηλωτής. Ήταν απλά ένα παιδί, από ευκατάστατη οικογένεια των Βορείων Προαστίων, που έκανε το “λάθος” να συχνάζει στο “λάθος μέρος”, τα Εξάρχεια, και το πλήρωσε ακριβά με τη ζωή του. Οι μηχανισμοί του αστικού κράτους έχουν διαχρονικά άλλωστε άποψη για το πού πρέπει να πηγαίνει κανείς, πώς πρέπει να συμπεριφέρεται, με ποιον μπορεί να συναναστρέφεται ή να συναπτει ερωτικές σχέσεις (η περίπτωση της Ηριάννας).
Αργότερα ο Κούγιας, ως συνήγορος του Κορκονέα, θέλησε να αξιοποιήσει τη μεταγενέστερη πορεία των φίλων του Αλέξη, που στιγματισμένοι από την εν ψυχρώ δολοφονία που έγινε μπροστά στα μάτια τους, στράφηκαν σε ένοπλες μορφές αντίδρασης και την ατομική τρομοκρατία. Το μόνο που κατάφερε να αποδείξει με αυτόν τον τρόπο -υπονοώντας πως ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία που θα ακολουθούσε κι ο ίδιος ο Αλέξης- ήταν πως είναι γλοιώδης κι εμετικός, με ηθικό ανάστημα κάτω από το πάτωμα -κι ας είναι το βιολογικό του ανάστημα αυτό που τον ανησυχεί…
Η είδηση της δολοφονίας εξαπλώθηκε αστραπιαία, από εναλλακτκούς διαύλους. Τα κανάλια την υποδέχτηκαν αμήχανα, με τη γνωστή συνωμοσία της σιωπής. Και ουδείς μπορεί να γνωρίζει τι έκταση θα έπαιρναν τα γεγονότα αν δεν υπήρχε ως αποδεικτικό στοιχείο ένα ερασιτεχνικό βίντεο από ένα γειτονικό μπαλκόνι, με τη στιγμή του πυροβολισμού και της δολοφονίας του Αλέξη. Χάρη σε αυτό το βίντεο, το οργανωμένο τηλεοπτικό ψέμα-αφήγημα είχε κοντά ποδάρια και δεν μπορούσε να σταθεί. Οι γνωστές ασώματες κεφαλές στα τηλεοπτικά παράθυρα λούφαξαν για λίγες μέρες, και περίμεναν ώσπου να γυρίσει το κλίμα για να ξαναβγούν ως κεκράκτες και φλογεροί υπερασπιστές της “δημόσιας τάξης που απειλούνταν”…
Ήταν όμως πράγματι έτσι;
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, την ίδια κιόλας βραδιά, το καζάνι της οργής ξεχείλισε. Υπήρξαν μαζικές, έντονες και βίαιες αντιδράσεις, που μετέτρεψαν τα Εξάρχεια και τις τριγύρω περιοχές σε δαντικό τοπίο. Υπήρχε πολύς κόσμος που κατέβαινε για πρώτη φορά στο δρόμο να εκφράσει την οργή του, να διαμαρτυρηθεί, να φωνάξει, να ξεσπάσει -και να σπάσει. Τη Δευτέρα, τη σκυτάλη πήραν οι μαθητές που έκλεισαν τα σχολεία τους, κατέβηκαν μαζικά στους δρόμους, περικύκλωσαν τα αστυνομικά τμήματα, πετούσαν νεράτζια. Φώναζαν συνθήματα για τις μέρες του Αλέξη, γιατί ήξεραν πολύ καλά πως ήταν ένας από αυτούς και θα μπορούσαν κάλλιστα να βρεθούν κι αυτοί στη θέση του.
Οι μαθητικές κινητοποιήσεις έγιναν ακόμα και σε απομακρυσμένες κωμοπόλεις της επαρχίας, που ποτέ δεν είχαν δει κάτι αντίστοιχο. Η κορύφωση ήρθε στην πανεργατική απεργία της 10ης Δεκεμβρίου, αλλά οι συγκεντρώσεις κι οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν όλο το μήνα, ακυρώνοντας μάλιστα ως ένα βαθμό το “εορταστικό Χριστουγεννιάτικο κλίμα” και τις εκδηλώσεις καταναλωτισμού που το συνοδεύουν (χαρακτηριστικό παράδειγμα το δέντρο της πλατείας Συντάγματος, που δε στολίστηκε ποτέ).
Στον αντίποδα, μπορεί στο πλαίσιο της “μυθολογίας του κινήματος” κάποιοι να αντιμετώπισαν τα γεγονότα εκείνου του μήνα ως “τα Δεκεμβριανά της εποχής μας” ή την “πρώτη εξέγερση της εποχής της κρίσης”, αλλά η έντασή τους δε συνοδεύτηκε από αντίστοιχο βάθος. Η οργή ήταν ανεξέλεγκτη, αλλά αφενός χαρακτηρίστηκε κι από περιστατικά πλιάτσικου ή μπάχαλων, χωρίς καμία πρακτική, αγωνιστική σκοπιμότητα, αφετέρου φάνηκε να ξεθυμαίνει μέχρι τις γιορτές και να καταλαγιάζει αργότερα, χωρίς να έχει συνέχεια. Το μόνο που φαίνεται να άφησε πίσω της ήταν μία πρόσκαιρη ενίσχυση του αναρχικού χώρου και μια μικροαστική “αντιμπατσική” λογική, που έτεινε να μένει στην επιφάνεια, χωρίς να εμβαθύνει στο ποια είναι η άρχουσα τάξη που υπηρετούν τα όργανα της τάξης.
Αυτά όμως δε χωράνε σε μια σύντομη ανασκόπηση, και δεν αφορούν την ουσία. Η ουσία είναι πως το κράτος απέδειξε -και συνεχίζει να το κάνει μέχρι σήμερα- τη συνέχειά του, τη συνεπή ταξική του στόχευση: το αστικό κράτος χτυπά και πυροβολεί αδιακρίτως μικρά παιδιά (σαν τον Καλτεζά και το Γρηγορόπουλο), συνταξιούχους, εργάτες, φοιτητές, αγρότες, όποιον σηκώνει ανάστημα στην εξουσία του κι απειλεί τα αφεντικά του. Και όταν δε σκοτώνει τα νέα παιδιά, όπως τον Αλέξη, φροντίζει να σκοτώνει τα όνειρα της γενιάς του, και την αφήνει να ζει σε έναν τόπο που δεν τους λυπάται.