9 Γενάρη 1959 – Τσε: «Αυτή η Επανάσταση προτείνει να ξεριζώσουμε τις ρίζες της αδικίας…»
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: «Αυτή η Επανάσταση δεν πρόκειται να επαναλάβει τα λάθη της δεκαετίας του 1930 και να διώξει απλώς έναν άνθρωπο [τον δικτάτορα Μπατίστα] χωρίς να πάρει υπόψη της ότι αυτός ο άνθρωπος είναι εκπρόσωπος μιας τάξης και μιας κατάστασης πραγμάτων. Αν δεν καταστραφεί ολόκληρη η κατάσταση πραγμάτων, οι εχθροί του λαού θα βρουν άλλον άνθρωπο.»
«Η νίκη στον πόλεμο δεν ήταν η Επανάσταση, αλλά μας έδωσε το δικαίωμα να κάνουμε την Επανάσταση». Φιντέλ Κάστρο, 1959
Ο πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Τρίμπιουν του Σικάγου, που είχε παρακολουθήσει την απελευθέρωση του Παρισιού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είπε ότι δεν μπορούσε να συγκρίνει με τίποτε άλλο την είσοδο του Φιντέλ Κάστρο στην Αβάνα, στις 9 του Γενάρη 1959, στην κορυφή των φαλάγγων του Επαναστατικού Στρατού.
Εκείνη τη νύχτα, μπροστά σ’ ένα εκατομμύριο ανθρώπους στον περίβολο του στρατοπέδου Κολούμπια και κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών, ο Φιντέλ και άλλοι ηγέτες της Επανάστασης έδωσαν στο λαό να καταλάβει κατά την ώρα της έκστασης μια μοναδική ιδέα: ότι πρόκειται για μια πραγματική Επανάσταση και όχι για εναλλαγή μιας εξουσιαστικής ομάδας με άλλη.
«Αυτή η Επανάσταση δεν πρόκειται να επαναλάβει τα λάθη της δεκαετίας του 1930», είπε ο Τσε Γκεβάρα στο κοινό από την τηλεόραση, «και να διώξει απλώς έναν άνθρωπο χωρίς να πάρει υπόψη της ότι αυτός ο άνθρωπος είναι εκπρόσωπος μιας τάξης και μιας κατάστασης πραγμάτων. Αν δεν καταστραφεί ολόκληρη η κατάσταση πραγμάτων, οι εχθροί του λαού θα βρουν άλλον άνθρωπο.»
«Επομένως», είπε ο Τσε, «η Επανάσταση πρέπει να καταστρέψει στη ρίζα του το κακό που βασάνισε την Κούβα. Για να αναφέρω τα λόγια του Μαρτί, «ριζοσπάστης» σημαίνει να φτάνεις στη ρίζα- δεν μπορεί κανείς να ονομάζεται ριζοσπάστης αν δεν βλέπει τη βάση των πραγμάτων. Αυτή η Επανάσταση προτείνει να ξεριζώσουμε τις ρίζες της αδικίας…»
Μόνο μια χούφτα από τα πρωτοπαλίκαρα του Μπατίστα είχαν μπορέσει να βρουν θέση στο αεροπλάνο του προς τον Άγιο Δομίνικο. Μερικοί έφυγαν με ιδιωτικά κότερα, άλλοι ζήτησαν άσυλο σε ξένες πρεσβείες. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ακόμα στους δρόμους. Ξεφορτώθηκαν τις στολές τους και μερικοί και τα ονόματα τους· κινούνταν, κρύβονταν και προσποιούνταν πως είναι επαναστάτες· αλλά για τους περισσότερους, δεν υπήρχε κρυψώνας.
Ανακαλύφτηκαν μαζικοί τάφοι των θυμάτων του στρατού του Μπατίστα καθ’ όλο το μήκος του νησιού. Βρέθηκαν κέντρα βασανιστηρίων, γεμάτα ειδικά όργανα. Ολόκληρες οικογένειες είχαν σκοτωθεί με ξυλοδαρμό, σπίτια είχαν καεί, κωμοπόλεις είχαν καταστραφεί. Υπολογίζεται ότι κατά την εφτάχρονη εξουσία του, οι ένοπλες δυνάμεις του Μπατίστα, η αστυνομία, η στρατιωτική μυστική υπηρεσία πληροφοριών, το Γραφείο Καταστολής Κομμουνιστικών Δραστηριοτήτων και οι πληρωμένοι φονιάδες, σκότωσαν κάπου είκοσι χιλιάδες Κουβανούς.
Ο λαός άρχισε να ζητά δικαιοσύνη. Αμέσως ο Επαναστατικός Στρατός ίδρυσε δημόσια δικαστήρια για να δικάσει τους πιο διαβόητους φονιάδες του παλιού καθεστώτος. Μόλις δημιουργήθηκαν τα δικαστήρια, άνθρωποι που είχαν αναγκαστεί να μένουν για πολλά χρόνια στην ίδια πόλη με τους βασανιστές των παιδιών τους, των γονιών τους ή των φίλων τους, αντί να στήσουν καρτέρι και να τους πυροβολήσουν, τους παρέδωσαν στον Επαναστατικό Στρατό.
Δεν υπήρχε έλλειψη αποδείξεων. Σαν τους ναζιστές, που νόμιζαν ότι το καθεστώς τους θα διαρκούσε χίλια χρόνια, οι βασανιστές του Μπατίστα δεν προσπάθησαν να κρύψουν τα εγκλήματά τους. Ένας είχε δώσει στον δωδεκάχρονο γιο του τα κρανία επαναστατών για να παίζει μαζί τους. Μερικές από τις πιο φρικιαστικές φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν στις δίκες, τις είχαν τραβήξει οι ίδιοι οι βασανιστές για να στολίζουν τους τοίχους τους.Οι εξοργισμένες διαμαρτυρίες του αμερικανικού τύπου, ο οποίος περιέγραφε τις δίκες και τις εκτελέσεις ως «δικαστήρια καγκουρώ»*, ξάφνιασαν και θύμωσαν τους Κουβανούς. «Η κοινή γνώμη σ’ αυτή τη χώρα», έγραψε ο Ζιλ ντι Μπουά, ανταποκριτής στην Κούβα της εφημερίδας Τρίμπιουν του Σικάγου, το Φλεβάρη του 1959, «από τον φτωχότερο εργάτη ως τον πλουσιότερο μεγιστάνα της ζάχαρης, από τον άθεο ως την ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υποστηρίζει την αυστηρότητα του Κάστρο πάνω σ’ αυτό το θέμα.»
Μια δημοσκόπηση που έκανε τον ίδιο μήνα το περιοδικό Μποέμια, ρωτούσε: «Ποια είναι τα καλύτερα πράγματα που έκανε η Επανάσταση;» Στην κορυφή του καταλόγου ήταν «η επαναστατική δικαιοσύνη». Όπως είπε ο Χουάν Αλμέιντα, «πρέπει ν’ αποδείξουμε για πάντα σ’ αυτή τη χώρα – για πάντα! – ότι δεν υπάρχει συγχώρεση για όσους βασανίζουν και σκοτώνουν.»
Καθώς συνεχίζονταν οι δίκες, η αμερικανική κυβέρνηση πρόσφερε πολιτικό άσυλο στους χειρότερους εγκληματίες του καθεστώτος Μπατίστα, ενώ ο αμερικανικός τύπος δεν έκανε εκστρατεία ενάντια σ’ εκείνους που βασάνιζαν, αλλά ενάντια σ’ εκείνους που τους δίκαζαν. Για πολλούς Κουβανούς αυτό ήταν η πρώτη σύγκρουσή τους με τον βόρειο γείτονά τους – πάνω στα θεμελιώδη ζητήματα της δικαιοσύνης και της ηθικής. Ήταν η πρώτη εχθρική πράξη των Ενωμένων Πολιτειών κατά της νέας κουβανικής κυβέρνησης, θα έρχονταν και άλλες.
*Αυθαίρετα και παράνομα δικαστήρια
**Τέρρενς Κάννον, Η Επαναστατική Κούβα, 1987