9ο Συνέδριο ΚΚΕ: Συνέδριο-σταθμός για την ισχυροποίηση του Κόμματος
Σαν σήμερα, στις 4 Δεκεμβρίου 1973, ξεκινά τις εργασίες του στη Λαοκρατική Δημοκρατία Γερμανίας το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το οποίο έθεσε ως ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα την οικοδόμηση ισχυρού Κόμματος με γερές παράνομες οργανώσεις, ριζωμένες στην εργατική τάξη, δεμένες με τις μάζες, ικανό να μπει επικεφαλής της πάλης του ελληνικού λαού.
Σαν σήμερα, στις 4 Δεκεμβρίου 1973, ξεκινά τις εργασίες του στη Λαοκρατική Δημοκρατία Γερμανίας το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το οποίο έθεσε ως ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα την οικοδόμηση ισχυρού Κόμματος με γερές παράνομες οργανώσεις, ριζωμένες στην εργατική τάξη, δεμένες με τις μάζες, ικανό να μπει επικεφαλής της πάλης του ελληνικού λαού.
Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε ένα μήνα μετά τη μεγάλη εξέγερση του Πολυτεχνείου και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα ζητήματα της αντιδικτατορικής πάλης. Στις εργασίες του πήραν μέρος εκλεγμένοι αντιπρόσωποι από τους πολιτικούς πρόσφυγες, από τους μετανάστες στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και από τις ανασυγκροτημένες παράνομες Οργανώσεις του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Το 9ο Συνέδριο αποτελεί παράδειγμα συλλογικής δημοκρατικής λειτουργίας του Κόμματος και τήρησής της ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Πριν από το Συνέδριο είχε προηγηθεί εσωκομματική συζήτηση για τις Θέσεις της ΚΕ καθώς και προσυνεδριακός διάλογος, στον οποίο πήραν μέρος και παράνομοι κομμουνιστές από την Ελλάδα που μπόρεσαν να στείλουν τα άρθρα τους. Το Συνέδριο ψήφισε νέο Πρόγραμμα και Καταστατικό. Η νέα Κεντρική Επιτροπή που προέκυψε από το 9ο Συνέδριο εξέλεξε νέο Πολιτικό Γραφείο, και Γενικό Γραμματέα της τον Χαρίλαο Φλωράκη.
Για το χαρακτήρα της δικτατορίας
Ο χαρακτήρας της δικτατορίας προσδιορίστηκε ως ανοιχτή τρομοκρατική νεοφασιστική δικτατορία εγχώριων και ξένων, κυρίως αμερικανικών, μονοπωλίων. Εκτιμήθηκε ως γέννημα της ανάπτυξης των αντιθέσεων του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα, προϊόν της σύζευξης της άρχουσας τάξης με τον διεθνή ιμπεριαλισμό, σε πρώτη γραμμή τον αμερικανικό, και της υποταγής σε αυτόν. Οι καταβολές του πραξικοπήματος εκτιμήθηκε ότι ακουμπούσαν στη διαμόρφωση και στο ρόλο της μεγαλοαστικής τάξης και στην ξένη κηδεμονία της, που ανέκοψε τη λαϊκοδημοκρατική ανέλιξη του τόπου στον καιρό της Κατοχής και μετά, ενώ στην εξουσία επιβλήθηκαν οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις και οι συνεργάτες του κατακτητή που πλαισίωναν την ολιγαρχία του πλούτου. Αναφερόταν ότι στην Ελλάδα εγκαθιδρύθηκε ένα καθεστώς βαθιά αντιλαϊκό και εθνικής υποτέλειας, ένα καθεστώς εξυπηρέτησης της χρηματιστικής ολιγαρχίας, των στρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή των Βαλκανίων και της Μεσογείου.
Για την αντιδικτατορική πάλη
Για την ενότητα της αντιδικτατορικής δράσης, από τα πάνω και από τα κάτω, αναφερόταν ότι τα κύρια συμφέροντα των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστών, κυρίως των αμερικανικών, εξυπηρετήθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας όχι όπως πριν, όταν κυριαρχούσαν τα δύο μεγάλα «παραδοσιακά» κόμματα της «Δεξιάς» και του «Κέντρου». Ότι ούτε τα μονοπώλια και οι ξένοι ιμπεριαλιστές ξέκοψαν από τους κύριους πολιτικούς εκπροσώπους τους, ούτε τα βασικά αστικά κόμματα αποφάσισαν να παραιτηθούν από το ρόλο εξυπηρέτησης των μονοπωλίων και του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Εκτιμούσε ότι απλώς παραμερίστηκαν προσωρινά για λόγους ιστορικούς και γιατί δεν παρείχαν επαρκείς εγγυήσεις ότι ήταν σε θέση ν’ αποτελέσουν τους φορείς ενός δικτατορικού καθεστώτος, που ήταν αναγκαίο στα μονοπώλια και στους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές. Ταυτόχρονα, υποστήριζε ότι η αντίθεση των αστικών κομμάτων προς το νεοφασιστικό καθεστώς δεν έκφραζε αντίθεσή τους προς τα μονοπώλια και τον διεθνή ιμπεριαλισμό, αλλά διαφορά ως προς τη μορφή άσκησης της εξουσίας. Ακόμα, αντανακλούσε και αντιθέσεις των ξένων μονοπωλίων και του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Εκτιμώντας την ανατροπή του Γ. Παπαδόπουλου από τον Δ. Ιωαννίδη στις 25 Νοέμβρη 1973, λίγες μέρες μετά από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ανέφερε ότι επρόκειτο για εσωχουντικό αμερικανοκίνητο πραξικόπημα χωρίς καμιά αλλαγή της ουσίας του νεοφασιστικού καθεστώτος, ενώ παρέμενε ο κίνδυνος συμβιβασμού της χούντας και των αστικών κομμάτων, διάσπασης του μετώπου των δυνάμεων που αντιτίθονταν στη δικτατορία. Ως γραμμή αντιπαράθεσης απέναντι στο νεοφασισμό και στον υπαρκτό κίνδυνο συμβιβασμού του με τις αστικές δυνάμεις, πρόβαλλε την ανάγκη διεκδίκησης άμεσων αιτημάτων του λαού. Τόνιζε, επίσης, την ανάγκη επαγρύπνησης είτε απέναντι στη γραμμή σκλήρυνσης είτε στη γραμμή της «δημοκρατικοποίησης». Η παραπάνω θέση συμπληρωνόταν με την εκτίμηση ότι δεν έπρεπε ν’ αντιπαρατίθεται η ειρηνική στη μη ειρηνική μορφή πάλης, ότι η μορφή θα εξαρτιόταν από τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Καθόρισε ότι η πάλη κατά του νεοφασισμού έπρεπε να γίνεται στο όνομα της δημοκρατίας, που θα εξασφάλιζε τις ελευθερίες του λαού, θα καταργούσε το παρακράτος και όλα τα εξωπολιτικά κέντρα εξουσίας, θα έφραζε το δρόμο στην επαναφορά φασιστικών ή μισοφασιστικών καθεστώτων, υπέρ μιας δημοκρατίας απαλλαγμένης από την κηδεμονία των Αμερικανών και άλλων ιμπεριαλιστών. Ως απάντηση στη στάση των αστικών κομμάτων, το 9ο Συνέριο εκτιμούσε την εξασφάλιση της ελεύθερης έκφρασης του λαού από προσωρινή κυβέρνηση των κομμάτων και οργανώσεων που αντιτίθονταν στο νεοφασιστικό καθεστώς.
Για το «κομματικό πρόβλημα»
Αναγνωρίστηκε ότι το 8ο Συνέδριο συνήλθε χωρίς να υπάρχουν Κομματικές Οργανώσεις. Εκτιμούσε ότι από το 8ο Συνέδριο έως τη 12η Ολομέλεια στη δουλειά του Κόμματος κυριαρχούσε βασικά δεξιά οπορτουνιστική παρέκκλιση. Ως έκφραση της παρέκκλισης αναφερόταν η θέση για το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, για την εθνική αστική τάξη, η επικύρωση της λικβινταριστικής Απόφασης του 1958 για τη διάλυση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων. Αποδόθηκαν ευθύνες στην τότε ΚΕ και ιδιαίτερα στο ΠΓ.
Τα ντοκουμέντα διαφοροποιούσαν την ιεράρχηση των αιτιών του «κομματικού προβλήματος» σε σχέση με προηγούμενες θέσεις. Στη σειρά των αιτιών προτάχτηκε η ανεπάρκεια της καθοδήγησης του Κόμματος, η λειψή αφομοίωση και η μη δημιουργική εφαρμογή της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας, οι παραβιάσεις βασικών λενινιστικών αρχών· σε πρώτη γραμμή της συλλογικότητας της δουλειάς και της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος. Αναφέρονταν, στη συνέχεια, οι σοβαρές δυσκολίες που δημιουργήθηκαν για το ΚΚΕ και το κίνημα γενικότερα μετά από τις δύο αλλεπάλληλες ήττες (του 1944 και του 1949), οι δυσκολίες στην ανασυγκρότηση παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, η πολύπλευρη πίεση του εχθρού σε συνδυασμό με την απουσία από την Ελλάδα σημαντικού τμήματος στελεχών και μελών και της ίδιας της καθοδήγησής του.
Στις αιτίες, επίσης, συμπεριλαμβάνονταν οι δυσκολίες του συνδυασμού της παράνομης με τη νόμιμη δουλειά, οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες που αναπτύχθηκαν από την εκλογική άνοδο της ΕΔΑ, ιδιαίτερα το 1958.
Η ανάλυση για την ανάπτυξη του καπιταλισμού
Όσον αφορά την ανάπτυξη του καπιταλισμού, διαπίστωνε: «Η Ελλάδα, χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, με διαμορφωμένο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και με χαρακτηριστικό γνώρισμα τη σημαντική εξάρτηση από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και το διεθνή ιμπεριαλισμό, γίνεται χώρα βιομηχανική – αγροτική».
Για το ζήτημα αν η Ελλάδα ήταν βιομηχανική – αγροτική ή βρισκόταν σε πορεία να γίνει βιομηχανική – αγροτική είχε γίνει μεγάλη συζήτηση κατά την επεξεργασία των Θέσεων στη 18η Ολομέλεια. Τελικά, το Κόμμα δεν έπαιρνε υπόψη στα κριτήρια ανάλυσης και εκτίμησης του καπιταλισμού στην Ελλάδα την ανισομετρία, την αλληλεξάρτηση που εμφανίζεται στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Ορισμένα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας και της αστικής διαχείρισης (π.χ. η πορεία της εκβιομηχάνισης, οι περιορισμένες Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, οι φιλομονοπωλιακές ρυθμίσεις των κυβερνήσεων που ευνοούσαν το ξένο κεφάλαιο κ.λπ.) ερμηνεύονταν με τρόπο απόλυτο και λαθεμένο μεθοδολογικά. Το αποτέλεσμα ήταν να μη συνδέεται η καπιταλιστική ανάπτυξη με την πορεία έκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων, και έτσι να μην ερμηνεύονται αντικειμενικά η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, η θέση του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, οι σχέσεις του με τα άλλα καπιταλιστικά κράτη (βλέπε θέσεις για υποδούλωση από το ξένο κεφάλαιο, για εθελοδουλία της αστικής τάξης κ.λπ.).
Για τα στάδια
Το Πρόγραμμα που αποφάσισε το 9ο Συνέδριο, παρά τις βελτιώσεις που επέφερε σε σχέση με εκτιμήσεις – διαπιστώσεις και την κριτική προηγούμενων Αποφάσεων, στην ουσία άφησε άθικτη τη βασική γραμμή του 8ου Συνεδρίου, δηλαδή τη λογική των δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας, όπως και το ζήτημα της εκτίμησης της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της ερμηνείας της θέσης του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Επίσης, συνέχισε να μην προσδιορίζει αντικειμενικά ταξικά μέρος των αστικών πολιτικών δυνάμεων και τη στάση απέναντί τους. Υιοθετούσε την ουτοπική εκτίμηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ότι ο ιμπεριαλισμός, παρ’ όλες τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε ν’ αλλάξει τον γενικό συσχετισμό των δυνάμεων προς όφελός του, ότι την κύρια κατεύθυνση στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας την καθόριζαν το παγκόσμιο σύστημα του σοσιαλισμού, η διεθνής εργατική τάξη, όλες οι επαναστατικές δυνάμεις.
Ενώ εκτιμούσε ότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι υλικές προϋποθέσεις για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, υποστήριζε ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης καθορίζεται από τη θέση της κάθε χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και από τον συσχετισμό δυνάμεων. Έκανε λόγο για δύο αντιθέσεις στην καπιταλιστική κοινωνία: Τη βασική, κεφαλαίου – εργασίας, και ως κυρίαρχη μία άλλη, την αντίθεση ανάμεσα στις μονοπωλιακές και τις μη μονοπωλιακές δυνάμεις, εντάσσοντας στις δεύτερες τμήματα της αστικής τάξης και όλα τα μεσαία στρώματα. Σε αυτήν την ταξική ανάλυση οικοδομούσε τη στρατηγική των δύο σταδίων και τον αντίστοιχο καθορισμό των κινητήριων επαναστατικών δυνάμεων.
Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ
Το Συνέδριο έθεσε πρωταρχικό καθήκον την οικοδόμηση ισχυρού κόμματος με γερές οργανώσεις, ριζωμένες μέσα στην εργατική τάξη, στην εργαζόμενη αγροτιά και σε όλο τον εργαζόμενο λαό, δεμένες με τις μάζες, κόμμα ικανό να μπει επικεφαλής της πάλης του ελληνικού λαού και να τον οδηγήσει στη νίκη.
Στο Συνέδριο έγινε εκτενής αναφορά στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, στα γεγονότα και τις αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία, στην πείρα από την αντιδικτατορική πάλη, στην ένταση της δουλειάς για ενότητα, στην οργάνωση και τη δράση των αντιδικτατορικών δυνάμεων, για την ανατροπή από το λαό του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος.
Εκτίμησε το ενδεχόμενο ενός συμβιβασμού της χούντας με αστικές πολιτικές δυνάμεις για πολιτική μεταβολή, που θα άφηνε άθικτα τα βάθρα του εναγκαλισμού της Ελλάδας με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και την αμερικανοκρατία. Γι’ αυτό και συνέδεσε την αποκάλυψη μιας τέτοιας προοπτικής στο λαό, με δράση για να πείθεται ότι τίποτα το καλό δε θα προέλθει από έναν τέτοιο συμβιβασμό, και να συνδέεται η πάλη για τις άμεσες λαϊκές διεκδικήσεις με την πολιτική λύση που πρόβαλλε το ΚΚΕ. «Η αντιπαράθεση αυτή να είναι συνεχής, και να γίνει συνείδηση του λαού προς τα πού είναι η πραγματική και συμφέρουσα γι’ αυτόν λύση».
Το Συνέδριο επεξεργάστηκε το Πρόγραμμα του Κόμματος. Στάθηκε στη λαθεμένη ανάλυση των ταξικών δυνάμεων του 8ου, με την εκτίμηση για ύπαρξη «εθνικής αστικής τάξης», την οποία κατέτασσε στις κινητήριες δυνάμεις της «δημοκρατικής – αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης». Έκανε κριτική για τη λαθεμένη εκτίμηση περί «ειρηνικού δρόμου» της επανάστασης, όπως και στην υιοθέτηση της απόφασης της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ το 1958, για τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων. Στο Πρόγραμμα του Κόμματος αναφέρεται ότι «η Ελλάδα θα φτάσει στο σοσιαλισμό, περνώντας μέσα από μια ενιαία επαναστατική διαδικασία, που θα περιλαμβάνει δύο στάδια επαναστατικών μετασχηματισμών. Ένα δημοκρατικό, αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό και ένα σοσιαλιστικό».
Ταυτόχρονα, καθόρισε την εναλλακτική πολιτική λύση μετά την ανατροπή της χούντας, από τις λαϊκές μάζες, που την ονόμασε «νέα δημοκρατία» και τη χαρακτήριζε ως «επαναστατική δημοκρατική εξουσία». Στο πρόγραμμά της καθορίζονταν οι άμεσοι στόχοι πάλης του λαϊκού κινήματος, για ένα δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς, για την εθνική ανεξαρτησία και την εφαρμογή πολιτικής ειρήνης και συνεργασίας μ’ όλες τις χώρες, για τον περιορισμό της δράσης των μονοπωλίων και την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Το Συνέδριο ψήφισε επίσης Καταστατικό, ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε μέτρα για την ανύψωση της κομματικής δουλειάς, τη στρατολογία νέων μελών, τη βελτίωση της λειτουργίας, την τήρηση των αρχών, την ανάπτυξη της ιδεολογικής δουλειάς, το δυνάμωμα της πάλης κατά των δεξιών αναθεωρητών που είχαν συγκροτήσει δικό τους κόμμα, αλλά και τη βοήθεια στην ΚΝΕ και εξέλεξε νέα Κεντρική Επιτροπή και Κεντρική Εξελεγκτική Επιτροπή.
Βασική πηγή κειμένου: Ριζοσπάστης
Οπορτουνιστολόγος