“Ένα κομμάτι συκώτι…” – Ο αγώνας και το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή
Τα φριχτά βασανιστήρια που υπέστη τσάκισαν ανεπανόρθωτα το σώμα του, όχι όμως και την αποφασιστικότητά και το σθένος του, που διατήρησε ως το τέλος της ζωής του.
Εκ πρώτης όψεως, η πορεία του Σπύρου Μουστακλή δεν προμήνυε πως θα βρισκόταν κάποτε να βασανίζεται απάνθρωπα από συναδέλφους του αξιωματικούς. Με συνεπή αντικομμουνιστική στάση, κεντρώας κοπής, ο ίδιος δεν είχε λείψει από κανένα σημαντικό μέτωπο αναμέτρησης κατά του «κόκκινου εχθρού» από την κατοχή κι έπειτα. Όπως συνέβη και με άλλους ομοϊδεάτες του, βρέθηκε στην ίδια μοίρα με όσους ως τότε είχε πολεμήσει – αν και σύμφωνα με μαρτυρίες ο ίδιος μετεμφυλιακά ήταν αντίθετος στις διώξεις αριστερών-, αντιμετωπίζοντας μάλιστα ακόμα μεγαλύτερο μίσος που κάποιος «δικός» τους αντιστεκόταν στην «εθνοσωτήριο επανάσταση». Τα φριχτά βασανιστήρια που υπέστη τσάκισαν ανεπανόρθωτα το σώμα του, όχι όμως και την αποφασιστικότητά και το σθένος του, που διατήρησε ως το τέλος της ζωής του.
Ήρθε στον κόσμο στο Μεσολόγγι το 1926 και αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1948. Έφηβος ακόμα είχε καταταχτεί στον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα και έλαβε μέρος σε μάχες κατά των Ιταλών, των Γερμανών, αλλά και του ΕΛΑΣ. Μάλιστα σε μια από τις μάχες κατά του τελευταίου τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο Συμμαχικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Μπάρι. Ως ανθυπολοχαγός πια συμμετείχε σε σειρά μαχών του εμφυλίου πολέμου, ενώ αμέσως μετά πήγε και στην Κορέα ως υπολοχαγός του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος. Σύμφωνα με μαρτυρία συναδέλφου του κι επίσης βασανισθέντα επί χούντας, του Μιχάλη Βαρδάνη, ο Μουστακλής ένιωθε άβολα γι’ αυτή τη συγκεκριμένη αποστολή, την οποία ωστόσο δικαιολογούσε μέσα του από το γεγονός πως το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα είχε συγκροτηθεί επί Πλαστήρα, παραλληλίζοντας το με εκείνο της Ουκρανίας το 1919, που απαρτιζόταν από βενιζελικούς αξιωματικούς. Υπηρέτησε από το 1964 ως εθελοντής στην Κύπρο και από το 1965 και μετά παρατηρούσε ανήσυχος τη μαζική άφιξη ακροδεξιών αξιωματικών στο νησί. Μετά την επιβολή της χούντας αποτάχθηκε από το στρατό και τον Ιούλη του 1967 παντρεύτηκε τη Χριστίνα Μουστακλή, που στάθηκε στο πλευρό του στη διάρκεια της δοκιμασίας του και αφιέρωσε τη ζωή της στην προάσπιση της μνήμης του.
Η πρώτη σύλληψη ήρθε το 1969, όταν με άλλους αντιφρονούντες αξιωματικούς τον κλείδωσαν σ’ ένα ξενοδοχείο της Βαρυμπόμπης κι από εκεί εξορίστηκε στη Σαμοθράκη ως το 1971. Τον άφησαν με την προειδοποίηση πως αν τον ξανάπιαναν, θα τον έβγαζαν τέσσερις από το κελί.
Συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού ως ένας από τους λίγους αξιωματικούς του Στρατού Ξηράς, στόχος του οποίου ήταν ο αποκλεισμός του Πειραιά και των άλλων μεγάλων λιμανιών και η κατάληψη της Σύρου. Εκεί ο Μουστακλής προοριζόταν για διοικητής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών του νησιού, το οποίο γινόταν έδρα «εθνικής κυβέρνησης». Το σχέδιο προδόθηκε πριν ξεκινήσει κι ο ίδιος συνελήφθη στις 22 Μάη 1973.
Από εκεί ξεκίνησε ο γολγοθάς του Μουστακλή, που ήρθε αντιμέτωπος με το διαβόητο βασανιστή Σπανό: «Θα σε κάνω ν’ ακούς ΕΑΤ-ΕΣΑ και να τρέμεις» του είπε μόλις μπήκε στο κελί του. Ακολούθησαν 47 μερόνυχτα ατέλειωτων βασανιστηρίων, με τους συγγενείς του να μένουν στο σκοτάδι σχετικά με την τύχη του. Η μεταχείρισή του είχε ως στόχο όχι μόνο να κάμψει τον ίδιο, αλλά και να εκφοβίσει τους υπόλοιπους κρατούμενους στο κολαστήριο.
Ενδεικτική της αντιμετώπισής του ήταν η μαρτυρία ενός κατηγορουμένου στη δίκη των βασανιστών μετά τη χούντα: : «Βρήκα τον Μουστακλή στο κελί του αναίσθητο, με τα ρούχα του γεμάτα ασβέστη και ακαθαρσίες». Ένα χτύπημα στην καρωτίδα του προκάλεσε εγκεφαλικό, εκείνος όμως μεταφέρθηκε σχεδόν 24 ώρες αργότερα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, επίτηδες ώστε να μεγιστοποιήσουν τις βλάβες που προξένησαν.
Για να καλύψουν τα ίχνη τους, οι βασανιστές τον δήλωσαν στο νοσοκομείο με το πλαστό όνομα Μιχαηλίδης ως δήθεν θύμα τροχαίου στον Ιππόδρομο. Όταν κατέφτασε η σύζυγός του στο νοσοκομείο, ο Σπανός αρνούνταν πως είχαν πειράξει το Μουστακλή, προβάλλοντας φαιδρές δικαιολογίες όπως ότι ήταν άρρωστος κι έπεσε μόνος του. Είχε μελανιασμένα πόδια, σημάδια από χτυπήματα και καψίματα τσιγάρων. Η υπολοχαγός Πολίτη, εργαζόμενη στο νοσοκομείο σε μια στιγμή ειλικρίνεις ομολόγησε στη Χριστίνα Μουστακλή πως , όταν ήρθε στο νοσοκομείο ο άντρας της ήταν «ένα κομμάτι συκώτι» κι η ίδια έκανε τρεις μέρες να κοιμηθεί. Η βλάβη ήταν πλέον μη αναστρέψιμη και η διάγνωση ήταν «αφασία κινητικού τύπου, με μπλοκαρισμένο το κέντρο της κίνησης και της ομιλίας, εξαιτίας του εγκεφαλικού που προκλήθηκε από βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα».
Έμεινε ως το Αύγουστο του 1973 στο 401 και μετά την αμνηστία που έδωσε ο Παπαδόπουλος στους πολιτικούς κρατούμενους μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών. Νοσηλευόμενος εκεί άκουσε τι γινόταν τις μέρες του Πολυτεχνείου. Μην μπορώντας να μιλήσει, έδειχνε ωστόσο χαρούμενος με την αντίδραση των νέων και κάνοντας νοήματα πως ήθελε να είναι κι εκείνος μαζί τους.
Λίγο καιρό μετά μεταφέρθηκε στο κΑΤ, όπου πέρασε τα επόμενα δυόμιση χρόνια της ζωής του. Με την αμέριστη συμπαράσταση του προσωπικού, ιδίως της φυσιοθεραπεύτριας Ντίας Τσερμπίνη, ο Μουστακλής κατόρθωσε να περπατήσει ξανά. Δυστυχώς όμως δεν κατάφερε να ξαναμιλήσει, πέρα από άναρθρες κραυγές και λέξεις όπως «φάλαγγα» που παρέπεμπαν στα βασανιστήριά του. Στις λιγοστές τηλεοπτικές του εμφανίσεις προσπαθούσε με χειρονομίες να δείξει τα ηλεκτροσόκ που του έκαναν, τα χτυπήματα με κλομπ ενώ τον είχαν κρεμάσει από τα πόδια, τα καψίματα από τα τσιγάρα και το φονικό χτύπημα στην καρωτίδα. Ήταν περήφανος που δεν έσπασε στις ανακρίσεις, παρά τα μαρτύρια που είχε υπομείνει.
Ως το θάνατό του, στις 28 Απριλίου 1986, ήταν μια εμβληματική μορφή των εορτασμών του Πολυτεχνείου , καθώς πήγαινε σταθερά για κατάθεση στεφάνου στο χώρο της εξέγερσης.
Μετά θάνατον προβιβάστηκε τιμητικά σε αντιστράτηγο και το όνομά του φέρει το κέντρο νεοσυλλέκτων Μεσολογγίου, όπου υπάρχει προτομή του, όπως και στο χώρο των πρώην κρατητηρίων του ΕΑΤ –ΕΣΑ, στο σημερινό πάρκο Ελευθερίας. Μια σειρά δρόμων σε διάφορες πόλεις της χώρας φέρουν οδούς με το όνομά του. Ο μεγάλος κομμουνιστής χαράκτης Τάσσος, του αφιέρωσε ένα χαρακτικό, χωρίς να τον έχει γνωρίσει, βασισμένος σε όσα είχε δει και ακούσει για εκείνον.
Όσο για τους πρωταίτιους των βασανισμών του, κανείς ποτέ δεν απολογήθηκε για τα εγκλήματα σε βάρος του. Αντιθέτως, ο αρχιπραξικοπηματίας Στυλιανός Παττακός, ερωτηθείς πολλά χρόνια αργότερα για την περίπτωση Μουστακλή, επέχαιρε για τη βαρβαρότητα που διέπραξαν τα όργανά του:
«Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί»…