Η άγνωστη επίσκεψη του Τσε στην Ελλάδα
Μια σχετικά άγνωστη λεπτομέρεια από τη ζωή του μεγάλου επαναστάτη, που βρέθηκε για λίγες ώρες στη χώρα μας, αλλά προς μεγάλη του λύπη, δεν πρόλαβε να επισκεφτεί την Ακρόπολη, όπως ονειρευόταν από παλιά.
Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ως γεγονός, πιθανότατα γιατί κράτησε μόλις μερικές ώρες και δεν έγινε κάτι αξιομνημόνευτο κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης. Το αναφέρει όμως ο βιογράφος του Αργεντινού επαναστάτη, Πάκο Ιγνάσιο Ταΐμπο ΙΙ, στο βιβλίο του “Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε”. Ας δούμε το πολύ σύντομο σχετικό απόσπασμα, από τη σελίδα 461 της ογκώδους βιογραφίας.
Στις 8 Αυγούστου βρίσκεται στο Πακιστάν, όπου συναντιέται με τον αρχηγό του κράτους, τον Αγιούμπ Χαν. Ύστερα από μια στάση-αστραπή στο Κάιρο και την Αθήνα (όπου, προς μεγάλη του στενοχώρια, δεν έχει το χρόνο να επισκεφτεί την Ακρόπολη, πράγμα που ονειρευόταν από την εποχή της εξορίας του στο Μεξικό), πηγαίνει στις 12 του μήνα στη Γιουγκοσλαβία, για μια επίσκεψη έξι ημερών.
Ο Τσε Γκεβάρα έχει αναλάβει επιτελικά καθήκοντα στα πλαίσια της νέας επαναστατικής εξουσίας, που επικράτησε οριστικά στις αρχές του χρόνου (1959). Κι ο θρύλος αναφέρει πως ανέλαβε υπουργός οικονομικών, επειδή… παράκουσε σε ένα επαναστατικό συμβούλιο, όπου ο Φιντέλ ρωτούσε αν υπάρχει στην αίθουσα κανείς οικονομολόγος (economista) κι ο Τσε σήκωσε το χέρι του, γιατί κατάλαβε πως ο Κάστρο ρωτούσε αν υπάρχει κανείς κομμουνιστής (comunista). Κι ήταν φυσικό να σηκώσει το χέρι του και να προσφερθεί για οτιδήποτε του ζητούσαν.
Σε μερικούς μήνες, ο Τσε ξεκίνησε μια πρώτη περιοδεία ανά την υφήλιο, με αρκετές επισκέψεις στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, αναζητώντας συμμάχους και αμοιβαία επωφελείς οικονομικές συμφωνίες. Στο ταξίδι του επισκέπτεται αρχικά την Ινδονησία του Σουκάρνο (ο οποίος θα παραμεριστεί μερικά χρόνια αργότερα από το Στρατηγό Σουχάρτο, που θα ηγηθεί μιας τερατώδους και πολυαίμακτης σφαγής των κομμουνιστών) που προβάλλει ως μια αντι-ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιοχή. Το ξενοδοχείο που φιλοξενεί την κουβανική αποστολή δεν έχει καν ύδρευση, αλλά ο Τσε είναι συνηθισμένος από την αντάρτικη ζωή στη Σιέρα Μαέστρα και λυπάται κυρίως τους συντρόφους του, που είναι μαθημένοι στην καθημερινή καθαριότητα.
Παράλληλα, κρατάει σημειώσεις, συγγράφοντας ένα εγχειρίδιο για τον ανταρτοπόλεμο και τα “μυστικά της τέχνης του”. Ταξιδεύει αστραπιαία όπου χρειαστεί, χωρίς αυστηρό πρόγραμμα. Επισκέπτεται διάφορες χώρες, όπως το Χονγκ-Κονγκ (όπου προμηθεύεται μια Λάικα για να ικανοποιήσει το πάθος του για τη φωτογραφία), στη Σιγκαπούρη, την Κεϋλάνη και την Αίγυπτο του Νάσερ (που παίζει ακόμα το φιλοσοβιετικό χαρτί), για να καταλήξει στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, την πρώτη σοσιαλιστική (εντός ή εκτός εισαγωγικών) χώρα που βλέπει από κοντά και η οποία του αφήνει ανάμικτες εντυπώσεις, καθώς προσπαθεί να τη μάθει και να την καταλάβει. Σε ένα σχετικό κείμενό του, σημειώνει τη μεγάλη δημοτικότητα του Τίτο -συγκρίσιμη με αυτήν που απολαμβάνει ο Φιντέλ στην Κούβα- και μερικές κριτικές παρατηρήσεις για τους κινδύνους που εμπεριέχει το γιουγκοσλαβικό πείραμα με τις “αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις”.
Ενδιάμεσα όμως έχει περάσει για λίγες ώρες από την Ελλάδα. Και προς μεγάλη του λύπη δεν έχει αρκετό χρόνο να επισκεφτεί την Ακρόπολη, για να ικανοποιήσει ένα άλλο μεγάλο του πάθος, για την Ιστορία και τα μεγάλα μνημεία της Αρχαιότητας. Το δέος που νιώθει όσες φορές βρίσκεται στο Μάτσου Πίτσου, θαυμάζοντας τα επιτεύγματα του πολιτισμού των Ίνκα, είναι από τα πιο δυνατά συναισθήματα της ζωής του. Ενώ είναι χαρακτηριστικό λίγες μέρες μετά, και πριν εγκαταλείψει την Ευρώπη, αξιοποιεί τη σύντομη παραμονή του στην Ιταλία, για να επισκεφτεί το Βατικανό και την Καπέλα Σιξτίνα.
Ποια είναι όμως η Ελλάδα του 1959 στην οποία βρέθηκε ο Τσε; Έχουμε τη δεύτερη κυβερνητική θητεία της ΕΡΕ του Καραμανλή, και την ΕΔΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά σε καθεστώς ημι-παρανομίας, με τους κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς καταστολής να εμποδίζουν συνεχώς τη δράση της. Σε αυτό το πλαίσιο, προφανώς, δε γίνεται λόγος για επίσημη υποδοχή του αξιωματούχου της κουβανικής κυβέρνησης από τις αρχές, ενώ δεν έχει πέσει στην αντίληψή μας οποιαδήποτε αναφορά στον Τύπο που να επιβεβαιώνει το γεγονός που σημειώνει στο βιβλίο του ο Ταΐμπο: την -έστω και ολιγόωρη- παρουσία του Τσε στην Ελλάδα. Η οποία παραμένει ελάχιστα γνωστή ως τις μέρες μας, ως ένα καλά κρυμμένο μυστικό της Ιστορίας.
Όμως, είτε βρέθηκε όντως στη χώρα μας ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ντε Λα Σέρνα -που γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1928- είτε όχι, αυτό δεν εμποδίζει τον εργαζόμενο λαό που αγωνίζεται να τον θυμάται για πάντα και να τραγουδάει: εδώ θα μείνει για πάντα το ζεστό το πέρασμά σου…
Hasta siempre comandante…