“Αιμοβόροι ηλίθιοι” ή “Επαναστάτες μαχητές”; Πώς είδαν οι Γάλλοι διανοούμενοι την Παρισινή Κομμούνα
Σε γενικές γραμμές, η πλειονότητα των πιο προβεβλημένων συγγραφέων και ποιητών- με πολύ σημαντικές εξαιρέσεις- αντέδρασε όπως ήταν αναμενόμενο από την ταξική της θέση, δηλαδή επιφυλακτικά ως εχθρικά προς την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο.
Συμπληρώθηκαν πριν λίγες μέρες τα 150 χρόνια από την πρώτη απόπειρα του προλεταριάτου ως ξεχωριστής τάξης να κάνει τη δική του έφοδο στον Ουρανό. Ήταν τότε που οι εργάτες του Παρισιού πήραν τα ηνία της πόλης, σα συνέπεια της ήττας της Γαλλίας ενάντια στην Πρωσία, σε έναν πόλεμο όπου είχε σύρει τη χώρα η ιλαροτραγική μορφή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.
Η κομμούνα του Παρισιού δεν πέρασε στην ιστορία μόνο για την ηρωική – πλην ανεπιτυχή – απόπειρα δημιουργίας μιας νέας κοινωνίας, αλλά και για το ότι αποτέλεσε το τελευταίο οχυρό αντίστασης στην αντίδραση, σε ευρωπαϊκό και όχι μόνο εθνικό επίπεδο, καθώς αντιστάθηκε στον ενωμένο πια πρωσικό και γαλλικό στρατό (της κυβέρνησης του Θιέρσου), που μπορεί να αλληλοσφαζόταν ως χθες στα πολεμικά μέτωπα, ενώθηκε όμως εν μία νυκτί για να καταπνίξει τον επικίνδυνο ξεσηκωμό που απειλούσε να απλωθεί και στην υπόλοιπη ήπειρο.
Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο και από τον κόσμο της γαλλικής διανόησης, που το 19ο αιώνα βρισκόταν πραγματικά στην πρωτοπορία των καλλιτεχνικών ρευμάτων παγκόσμια, από τη λογοτεχνία ως τη ζωγραφική. Πώς υποδέχτηκε λοιπόν ο πνευματικός κόσμος της Γαλλίας την επαναστατική έκρηξη στην καρδιά του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ήταν τότε το Παρίσι;
Προφανώς η απάντηση δεν μπορεί να είναι ενιαία, όπως δεν ήταν ενιαίες και οι απόψεις των Γάλλων διανοουμένων, όχι μόνο για την Κομμούνα, αλλά συνολικά για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Σε γενικές γραμμές ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι η πλειονότητα των πιο προβεβλημένων συγγραφέων και ποιητών- με πολύ σημαντικές εξαιρέσεις- αντέδρασε όπως ήταν αναμενόμενο από την ταξική της θέση, δηλαδή επιφυλακτικά ως εχθρικά προς την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο. Αυτό δεν αφορά μόνο ανθρώπους των γραμμάτων γνωστούς για τις συντηρητικές τους θέσεις, αλλά και διανοούμενους με προοδευτικό παρελθόν ή φήμη. Οι τελευταίοι, επέδειξαν έναντι της Κομμούνας τον μικροαστικό σωβινισμό τους, επιρρίπτοντας στους κομμουνάρους, ακόμα και μετά τη σφαγή τους, την ηθική και πολιτική κατάπτωση του “έθνους”.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ζωρζ Σαντ, μιας συγγραφέα που σκανδάλιζε την καλή κοινωνία, όχι μόνο με τα βιβλία της, αλλά και με τον τρόπο ζωής της, όπως την αμφίεση με ανδρικά ρούχα και τους συνεχείς ερωτικούς δεσμούς. Στα νιάτα της είχε συμμετάσχει στην επανάσταση του 1848, εκδίδοντας μια σειρά από πολιτικές διακηρύξεις, όπως και τη δική της εφημερίδα την οποία εξέδιδε σε συνεργατικό τυπογραφείο. Την εποχή εκείνη μάλιστα, έφτασε να αποκαλεί τον εαυτό της “κομμουνίστρια”. Μετά το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1851, σε αντίθεση με άλλους ομοϊδεάτες της, επέλεξε να παραμείνει στη Γαλλία, διατηρώντας μια αμφίσημη στάση έναντι του νέου καθεστώτος, όπου από τη μια διαπραγματευόταν χαμηλότερες ποινές για φυλακισμένους πολιτικούς κρατούμενους φίλους της, από την άλλη απέφευγε τη δημόσια κριτική προς την κυβέρνηση.
H μεταστροφή της υπήρξε πλήρης στη διάρκεια της Κομμούνας, όταν τάχθηκε ολόψυχα υπέρ της κυβέρνησης των Βερσαλλιών, καλώντας την να δράσει βίαια κατά των εξεγερμένων, γράφοντας πως “Η φρικτή περιπέτεια συνεχίζεται. Λεηλατούν, απειλούν, συλλαμβάνουν, κρίνουν. Έχουν καταλάβει το δημαρχείο, όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, λεηλατούν τις αποθήκες πολεμοφοδίων και τροφίμων”. Όσο για τους επαναστάτες, η ίδια έγραφε πως το “Κίνημα οργανώθηκε από ανθρώπους που βρίσκονταν ήδη στις γραμμές της αστικής τάξης, μακριά από τις συνήθειες και τις ανάγκες του προλεταριάτου. Αυτοί οι άνθρωποι υποκινήθηκαν από το μίσος, από την εκφυλισμένη φιλοδοξία, από έναν στρεβλό πατριωτισμό, από το φανατισμό δίχως ιδανικά, την επιφανειακότητα των συναισθημάτων ή την φυσική τους κακία”.
Πυκνή αλληλογραφία είχε η Σαντ καθ’ όλη την περίοδο 1870-1872 με τον Γκιστάβ Φλωμπέρ, το συγγραφέα της “Μαντάμ Μποβαρί” κι από τους πρωτομάστορες του σύγχρονου μυθιστορήματος. Η αντίθεση του Φλωμπέρ στην αστική κοινωνία, εδραζόταν σε αισθητικές και ηθικές αρχές, κι όχι σε αντίθεση προς την ουσία του κοινωνικού συστήματος, ενώ πήγαινε χέρι – χέρι με έναν βαθύ ελιτισμό, που εκτεινόταν φυσικά και στους “αμαθείς” χωριάτες και εργάτες.
Ο ίδιος σημείωνε στον απόηχο των γεγονότων πως:
Θεωρώ πως θα έπρεπε να καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα όλη η Κομμούνα και να εξαναγκαστούν αυτοί οι αιμοβόροι ηλίθιοι να σκάψουν τα ερείπια του Παρισιού με μια αλυσίδα στο λαιμό, σαν κατάδικοι. Αλλά αυτό θα πλήγωνε τον ανθρωπισμό, Είμαστε τρυφεροί με τα ψωριάρικα σκυλιά, αλλά όχι με όσους δαγκώθηκαν από αυτά.
Επιπλέον, σε άλλες επιστολές του καταφερόταν ενάντια στο καθολικό δικαίωμα ψήφου, την “ντροπή του ανθρώπινου πνεύματος”, τασσόμενος υπέρ μιας “νόμιμης αριστοκρατίας”, εννοώντας “μια πλειοψηφία που θα βασίζεται σε κάτι παραπάνω από αριθμούς”.
Αλλά και ο τριαντάχρονος τότε Εμίλ Ζολά, αν και εχθρός του πολέμου και του Ναπολέοντα Γ’, που – έχοντας ήδη εξαιρεθεί από την υποχρέωση θητείας για λόγους υγείας – κατέφυγε στη Μασσαλία με το ξέσπασμα της γαλλοπροσωπικής αντιπαράθεσης, παρά την αντίθεσή του στο καθεστώς των Βερσαλλιών, πήρε αρχικά ίσες αποστάσεις από την κυβέρνηση Θιέρσου και τους επαναστάτες, γράφοντας στα “Γράμματα από τις Βερσαλλίες” στις 23 Μάρτη 1871 πως “Μεταξύ των αντιφρονούντων του Δημαρχείου [σσ. του Παρισιού που είχαν καταλάβει οι κομμουνάροι] και τους τυφλούς μισαλλόδοξους της Συνέλευσης [των Βερσαλλιών], η Γαλλία αιμορραγεί”. Στη συνέχεια στρέφεται με ολοφάνερο μίσος κατά της Κομμούνας, γράφοντας ως ανταπόκριση σε εφημερίδα της Μασσαλίας στις 19 Απριλίου πως “Η τρομοκρατία κυριαρχεί απόλυτα. Η ατομική ελευθερία και ο σεβασμός που οφείλεται στην ιδιοκτησία του κόσμου παραβιάζονται, ο κλήρος επισήμως καταδιώκεται, οι αναζητήσεις σε σπίτια και οι κατασχέσεις έχουν γίνει μια μορφή διακυβέρνησης, αυτή είναι η θλιβερή, ντροπιαστική αλήθεια”, ενώ σε άλλο σημείο ο συγγραφέας αποκαλούσε την Κομμούνα “μια φρικτή παρωδία του ’93”, εννοώντας την περίοδο της διακυβέρνησης των Ιακωβίνων κατά τη Γαλλική Επανάσταση, που έμεινε γνωστή ως “Τρομοκρατία”.
Τα όρια της πολιτικής σκέψης του σπουδαίου μυθιστοριογράφου, θεμελιωτή του νατουραλιστικού ρεύματος, που αποτύπωσε με ενάργεια πτυχές της γαλλικής κοινωνίας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κι αργότερα όρθωσε με το περίφημο “Κατηγορώ” του ανάστημα σε αυτό που σήμερα θα λέγαμε “βαθύ κράτος” της Γαλλίας κατά την υπόθεση Ντρέιφους, διακρίνονται και στη μυθιστορηματική επεξεργασία των γεγονότων από πλευράς του. Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος και η Κομμούνα αποτελούν το φόντο για το μυθιστόρημά του “Η Πτώση”, γραμμένο 20 και πλέον χρόνια μετά τα γεγονότα, το 1892, όπου μεταξύ άλλων, τα κίνητρα των Κομμουνάρων περιγράφονται ως εξής:
Σε αυτό το πλήθος, τρελαμένο από τους μήνες αγωνίας και ένδειας, που είχε περιπέσει πια σε μια αδράνεια γεμάτη εφιάλτες, κατεστραμμένη από τις υποψίες, μπροστά στα φαντάσματα που το ίδιο έπλαθε, η εξέγερση αυξανόταν έτσι φυσικά, οργανωνόταν στο φως της μέρας. Ήταν μια από αυτές τις ηθικές κρίσεις που όλοι μπορέσαμε να παρατηρήσουμε μετά από κάθε μεγάλη πολιορκία, το περίσσευμα απογοητευμένου πατριωτισμού που, αφού μάταια όξυνε τα πνεύματα, μεταμορφώνεται σε τυφλή ανάγκη εκδίκησης και καταστροφής.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν έλειψαν εξίσου λαμπροί εκπρόσωποι των γαλλικών γραμμάτων που είδαν με μεγαλύτερη συμπάθεια ή και τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ των Επαναστατών, παρά την αστική ή μικροαστική τους καταγωγή. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσεται ο “γίγαντας” Βίκτωρ Ουγκό, από τους πιο ένθερμους πολέμιους του Ναπολέοντα Γ’, που κατήγγειλε χωρίς περιστροφές την άγρια καταστολή των Κομμουνάρων από την κυβέρνηση Θιέρσου, κι αυτό παρά τις έντονες επιφυλάξεις του έναντι των στοχεύσεων της Κομμούνας, καθώς στις 9 Απρίλη 1871 έγραφε στο ημερολόγιό του: “Η Κομμούνα είναι ανόητη, όσο κι η Εθνοσυνέλευση είναι άγρια. Κι από τις δύο πλευρές – τρέλα”. Επιπλέον στο ποίημα του “Όχι στα αντίποινα”, δημοσιευμένο στις Βρυξέλλες στις 21 Απρίλη, τασσόταν ενάντια στην πρακτική ομηρίας αντιπάλων που εφάρμοσαν οι κομμουνάροι. Η αγριότητα με την οποία καταπνίγηκε η Παρισινή Κομμούνα έκανε πιο έντονη την συμπάθειά τους προς τους ηττημένους επαναστάτες, προς τιμήν των οποίων το 1872 κυκλοφόρησε το ποίημα “Πάνω σε ένα οδόφραγμα”, γραμμένο λίγο μετά το τέλος της Κομμούνας, στις 11 Ιούνη 1871. Σε αυτό υμνεί τη γενναιότητα ενός 12χρονου κομμουνάρου, την ώρα που οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Στις 8 Νοέμβρη 1871, δημοσιεύει ανοιχτή επιστολή στο Λεόν Μπιγκό, δικηγόρο του Γκιστάβ Μαροτό, διευθυντή της εφημερίδας “La Montagne”, που καταδικάστηκε σε θάνατο για τα άρθρα που είχε γράψει στη διάρκεια της Κομμούνας. Εκεί σημειώνει πως “δεν είχαμε ξαναδεί έναν άνθρωπο να καταδικάζεται για ένα άρθρο εφημερίδας”, ζητώντας παράλληλα να μην εκτελεστεί κανείς από τους συλληφθέντες για συμμετοχή στα γεγονότα, ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες. Στην ίδια επιστολή, καυτηριάζει έντονα την ποινικοποίηση της δράσης των Κομμουνάρων, από τα δικαστήρια και τους διαμορφωτές της γαλλικής κοινής γνώμης, που παρουσίαζαν τους επαναστάτες σαν κοινούς εγκληματίες. Κάνει μάλιστα και την αντιπαραβολή με τους πρωταγωνιστές της Γαλλικής Επανάστασης – φροντίζοντας να μην εξισώσει τις δυο περιπτώσεις – λέγοντας πως με τη λογική του 1815, χρονιά της ήττας του Ναπολέοντα και της Παλινόρθωσης σε όλη την Ευρώπη, όλοι από τον Δαντόν ως το Ροβεσπιέρο θα καταδικάζονταν ως κακοποιοί και δολοφόνοι, προσθέτοντας πως: “Σκοπεύω να διατηρήσω την αίσθηση των αναλογιών, και δεν εξισώνω τους καταδικασθέντες του σήμερα με τους τεράστιους αγωνιστές του χθες παρά μόνο σε αυτό το σημείο: είναι κι αυτοί επαναστάτες μαχητές, κι αυτοί μπορούν να κατηγορηθούν μόνο για πολιτικές πράξεις, η ιστορία θα καθαρίσει γι’ αυτούς το πεδίο από κρίσεις όπως “κοινό έγκλημα, συνηθισμένα εγκλήματα”, κι επιβάλλοντάς τους τη θανατική ποινή, τι κάνουμε; Αποκαθιστούμε την πυρά για πολιτικούς λόγους. Αυτό είναι είναι τρομαχτικό”.
Πιο στενή ήταν η σχέση των “καταραμένων ποιητών” κι εραστών τότε, Πολ Βερλαίν και Αρθούρου Ρεμπώ. Ο Βερλαίν ήταν δημοτικός υπάλληλος του Παρισιού στη διάρκεια της Κομμούνας, διατηρώντας τη θέση του σε όλη τη διάρκεια των γεγονότων, συνδεόμενος επαγγελματικά με τον Ζιλ Αντριό, επικεφαλής προσωπικού της Παρισινής διοίκησης, που είχε στενή φιλία με πολλούς από τους επαναστάτες κι αργότερα διέφυγε στο Λονδίνο για να γλιτώσει τις διώξεις. Πολλά χρόνια αργότερα και λίγο πριν πεθάνει, πάμπτωχος και ερείπιο πια από τις καταχρήσεις, ο Βερλαίν, αναφερόμενος σε εκείνη την εποχή, έγραφε στις “Εξομολογήσεις” του (1895) πως “Από την αρχή είχα αγαπήσει, καταλάβει, πιστέψει και σε κάθε περίπτωση συμπαθούσα αρκετά εκείνη την επανάσταση”. Όσο για το Ρεμπώ, αν και πιθανόν να μη βρισκόταν στο Παρίσι εκείνη την περίοδο, εξέφρασε με την ποίησή του τα θετικά του αισθήματα προς την Κομμούνα, μεταξύ άλλων με το λιτό και περιεκτικό στίχο:
“Κι έτσι, η Κομμούνα ερείπωσε
κι ο κόσμος ορφάνεψε”.