Αλ. Παπαρήγα: Η δολοφονία του Καποδίστρια και η αποτίμηση του ρόλου του
Ο Ι. Καποδίστριας υπηρέτησε, σε δύσκολες συνθήκες, τους ταξικούς στόχους της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, με αποφασιστικότητα αλλά και με ελιγμούς, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, ανάλογα με τις συνθήκες και τα εμπόδια που είχε να αντιμετωπίσει, κατά την προσωπική του πολιτική πείρα και σκέψη
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους, αποτέλεσε τον πρωταγωνιστή μιας εξαιρετικά κρίσιμης, ακόμα και από υπαρξιακής άποψης, περιόδου για το νεοσύστατο και άρτι αποσχισθέντα από την οθωμανική επικράτεια σχηματισμό. Η δολοφονία του αποτέλεσε κομβικό γεγονός της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου, με τα ερωτηματικά γύρω από τις συνθήκες της να έχουν απαντηθεί με πλήρη σαφήνεια μόνο ως προς την ταυτότητα των φυσικών της αυτουργών. Τις συνθήκες της δολοφονίας, τη στάση των Μ. Δυνάμεων και των πολιτικών αντιπάλων του Καποδίστρια εντός κι εκτός χώρας, κυρίως όμως την κοσμοθεωρία του, αλλά και την έμπρακτη συμβολή του στη διαμόρφωση ενός υπό αποκρυστάλλωση αστικού νεοελληνικού κράτους, αναδεικνύει με ενάργεια το άρθρο της Αλ. Παπαρήγα “Η περίοδος διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια”, από την πρόσφατη έκδοση της Σύγχρονης Εποχής «1821. Η Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους». Το απόσπασμα που ακολουθεί αφορά τη δολοφονία του κυβερνήτη και την αποτίμηση του ρόλου του:
Στις 26 Σεπτέμβρη 1831 συμφωνήθηκε συνάντηση μεταξύ της οικογένειας Μαυρομιχάλη και του Ι. Καποδίστρια, με στόχο τη διευθέτηση της έντασης που τελικά δεν επιτεύχθηκε, με ευθύνη του Ιωάννη Καποδίστρια και με αιτιολογία ένα βρετανικό δημοσίευμα που καταφερόταν εναντίον της πολιτικής του. Ο Ι. Καποδίστριας εκτίμησε ότι για το δημοσίευμα αυτό είχαν ευθύνη και οι Μαυρομιχάληδες. Η περιφορά του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη σιδηροδέσμιου στα σοκάκια του Ναυπλίου θεωρήθηκε ταπείνωση και προσβολή, ενώ αποτέλεσε αφορμή για την εφαρμογή του σχεδίου δολοφονίας του Ι. Καποδίστρια.
Η δολοφονία έγινε την επόμενη μέρα (27 Σεπτέμβρη), μπροστά στους συγκεντρωμένους για τη λειτουργία του Άγιου Σπυρίδωνα, από τους Κωνσταντίνο και Γιώργη Μαυρομιχάλη, που περίμεναν τον Κυβερνήτη στην είσοδο. Εκτός από τους δύο, τον Κυβερνήτη πυροβόλησε και ο Ι. Καραγιάννης, που είχε περάσει στο αντικαποδιστριακό στρατόπεδο, αλλά αστόχησε. Ο Ι. Καποδίστριας έπεσε νεκρός από τους πυροβολισμούς, γεγονός που διαπιστώθηκε μετά από τη μεταφορά του σε κοντινό φαρμακείο.
Ο σωματοφύλακας του Κυβερνήτη, που ήταν μάλιστα μονόχειρας, πυροβόλησε τον Κ. Μαυρομιχάλη, αλλά τη χαριστική βολή σε βάρος του την έδωσε ο στρατηγός Φωτομάρας. Ακολούθησε το λιντσάρισμά του από τους συγκεντρωμένους, με τελική κατάληξη να τον ρίξουν από τα ψηλά τείχη του φρουρίου στη θάλασσα.
Ο Γ. Μαυρομιχάλης συνελήφθη μαζί με τους Α. Γεωργίου και Ι. Καραγιάννη, που ήταν στην υπηρεσία της οικογένειας Μαυρομιχάλη, στη γαλλική πρεσβεία, όπου είχαν καταφύγει. Ο επικεφαλής της πρεσβείας Rouen τους παρέδωσε με τον όρο να δικαστούν. Ο Γ. Μαυρομιχάλης δεν παραδέχτηκε την ευθύνη για τη δολοφονία, ούτε κατά τη δική του, και εκτελέστηκε στο προάστιο της Πρόνοιας στις 10 Οκτώβρη. Αρχικά οι δύο συνεργοί τους δεν αποκάλυψαν τίποτα. Στη συνέχεια, ο Καραγιάννης, μετά από την πρώτη καταδίκη του, ισχυρίστηκε ότι οι Μαυρομιχαλαίοι του είχαν κάποτε εξομολογηθεί πως στη συνωμοσία κατά του Καποδίστρια συμμετείχαν επίσης οι Α. Λόντος και Α. Καλαμογδάρτης, ενώ υποστήριξε ότι η απόπειρα ήταν γνωστή στους Γάλλους και στους Βρετανούς, και ότι οι Μαυρομιχαλαίοι αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον Καποδίστρια γιατί, ανάμεσα στ’ άλλα, “άφησε όλην την Ρούμελην εις τους Τούρκους”.
Η κυβέρνηση ανέκρινε τους Α. Λόντο και τον Α. Καλαμογδάρτη, καθώς και 130 συνολικά άτομα. Το Μάρτη του 1832, λίγο πριν την πτώση της, η κυβέρνηση του Αυγουστίνου Καποδίστρια (που αντικατέστησε τον αδερφό του στη θέση του Κυβερνήτη) περιόρισε τους υπόπτους σε 15.
Δε βρέθηκαν απτές αποδείξεις για σύνδεση της δολοφονίας με την αντιπολίτευση της Ύδρας. Αντίθετα, ισχυρότερη ήταν η αναζήτηση συνενόχων των Μαυρομιχαλαίων μεταξύ των προκρίτων της Πελοποννήσου.
Το γεγονός ότι ο ένας από τους εκτελεστές του Καποδίστρια κατέφυγε και ζήτησε άσυλο από τη γαλλική πρεσβεία οδήγησε σε εκτιμήσεις για άμεση ανάμιξη της Γαλλίας. Σε αυτό συνέτεινε επίσης η τροποποιημένη κατάθεση του διωκόμενου για συνεργία Καραγιάννη ότι το σχέδιο δολοφονίας ήταν γνωστό στους Γάλλους και Βρετανούς εκπροσώπους.
Μέχρι σήμερα, ο φάκελος που αφορά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια παραμένει απόρρητος στα βρετανικά κρατικά αρχεία, πράγμα που θεωρήθηκε και θεωρείται από ιστορικούς ως απόδειξη της άμεσης ανάμιξης και της Μ. Βρετανίας στο φόνο του.
Ανεξάρτητα από τα προηγούμενα, όσοι σχεδίασαν τη δολοφονία του Καποδίστρια πήραν οπωσδήποτε υπόψη τη δυσαρέσκεια της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, όπως και αξιοποίησαν το προβαλλόμενο, σκοπίμως, επιχείρημα ότι ο Καποδίστριας ήταν όργανο της Ρωσίας. Κατά συνέπεια οι εμπνευστές της δολοφονίας μέσα στην Ελλάδα υπολόγισαν ότι η δολοφονία του Καποδίστρια δε θα προκαλούσε την αντίδραση των “Μεγάλων Δυνάμεων”, πολύ περισσότερο αφού οι τελευταίες είχαν δρομολογήσει την επιλογή του Όθωνα. ΕΠίσης, είναι βέβαιοι ότι οι αντιπρόσωποι της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας στην Ελλάδα, είτε γνώριζαν για τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια είτε για το ενδεχόμενό της, σίγουρα δεν έκαναν τίποτε για να την εμποδίσουν.
Σε κάθε περίπτωση, η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια ήταν επιλογή και αποτέλεσμα της όξυνσης της αντιπολίτευσης. Λίγες μέρες μετά από τη δολοφονία, ο Α. Πολυζωίδης σταμάτησε να εκδίδει τον Απόλλωνα θεωρώντας ότι ο σκοπός για τον οποίο τον εξέδιδε είχε εκλείψει, αφού “ο Τύραννος εξέλειπε και ούτως η πηγή, όθεν όλαι αι συμφοραί προήρχοντο, εστέρευσε μονομιάς”.
Στα επόμενα χρόνια της βαυαρικής Αντιβασιλείας και της οθωνικής μοναρχίας, ενώ ακολουθήθηκε η ίδια πολιτική της περιόδου 1827-1831, αναδείχτηκαν περισσότερο οι αρνητικές πλευρές της δράσης του Ι. Καποδίστρια, ενώ υποβαθμίστηκαν οι προσπάθειές του για τη συγκρότηση των βάσεων ενός αστικού κράτους.
Συμπεράσματα για τον ρόλο του Ι. Καποδίστρια στη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους
Ο Ιωάννης Καποδίστριας θεωρούσε ότι στο νέο ελληνικό κράτος δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για συνταγματικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ότι έπρεπε να προηγηθούν επαρχιακά συμβούλια και στην πορεία να δημιουργηθεί η λεγόμενη εθνική αντιπροσωπία. Υποστήριζε ότι όσο θ’ αναπτυσσόταν και ενισχυόταν το αστικό κράτος, αντίστοιχα, θα περιοριζόταν και η δύναμη των τοπικών εξουσιών, δηλαδή η εξουσία των προεστών μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης, που είχε παραχωρηθεί από την Πύλη στις συνθήκες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όπως ήδη έχει σημειωθεί, η αποστολή και η δράση του Ι. Καποδίστρια (στα τρία χρόνια και οκτώ μήνες που κυβέρνησε) ήταν η υλοποίηση των ταξικών στόχων της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, δηλαδή να κάνει το πρώτο βήμα προκειμένου να συγκροτηθεί κεντρικό αστικό κράτος με συνταγματική μονοπρόσωπη πολιτική εξουσία, αστικός επαγγελματικός στρατός και στόλος, να οργανωθεί σύστημα διοίκησης, δικαιοσύνης, υγείας και παιδείας, να ανοικοδομηθούν και δημιουργηθούν και νέα αστικά κέντρα και υποδομές ως προϋποθέσεις για ν’ αναπτυχθούν οι καπιταλιστικές σχέσεις μέσα από την ανάπτυξη της γεωργίας, της βιοτεχνίας, του εμπορίου και στην πορεία της βιομηχανίας.
Επίσης, επιδίωκε να ολοκληρωθεί η αποχώρηση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και των Οθωμανών από τη Στερεά, να προχωρήσει η αποκατάσταση των προσφύγων προς τις απελευθερωμένες περιοχές, να αντιμετωπιστεί η ληστεία και η πειρατεία, αλλά και η επιδημία της πανώλης.
Οι παραπάνω επιτακτικές ανάγκες απαιτούσαν τη συγκέντρωση κρατικών οικονομικών πόρων ως πρώτη προϋπόθεση για να δρομολογηθεί η κατάργηση των φεουδαρχικών σχέσεων, η αντιμετώπιση των πολεμικών καταστροφών στις υποδομές, αλλά και μια κάποια αντιμετώπιση της εξαθλίωσης των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, των ακτημόνων (με τη μετατροπή τους σε μικροϊδιοκτήτες γης, στηρίγματα της αστικής εξουσίας).
Ο Ι. Καποδίστριας υπηρέτησε, σε δύσκολες συνθήκες, τους ταξικούς στόχους της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, με αποφασιστικότητα αλλά και με ελιγμούς, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, ανάλογα με τις συνθήκες και τα εμπόδια που είχε να αντιμετωπίσει, κατά την προσωπική του πολιτική πείρα και σκέψη, αλλά και παίρνοντας υπόψη τη μονοπρόσωπη έκφραση αυτής της πρώτης μορφής του ελληνικού κράτους.
Στην εκτίμηση της πολιτικής που ακολούθησε και της αποτελεσματικότητάς της ως αφετηριακό ξεκίνημα, πρέπει να υπολογιστούν οι παρακάτω παράγοντες, τόσο οι γενικοί όσο και οι ιδιαίτεροι ελληνικοί.
Α. Η επανάσταση στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο αστική, αλλά και εθνικοαπελευθερωτική εναντίον της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στον περιορισμένο ελλαδικό απελευθερωμένο χώρο οι αστικές δυνάμεις, που ηγήθηκαν στην εξέγερση του 1821, είχαν μικρή πολιτική δύναμη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους βρισκόταν και δρούσε εκτός των αρχικών, περιορισμένων γεωγραφικών του ορίων. Οι εντός του πρώτου ελληνικού κράτους αστικές δυνάμεις των πλοιοκτητών και των εμπόρων είχαν τη βασική τους δύναμη στα νησιά, με κέντρο την Ύδρα. Αν και αποσκοπούσαν στη συγκρότηση ενός αστικού συγκεντρωτικού κράτους, απαιτούσαν παράλληλα την εκπλήρωση των ιδιαίτερων οικονομικών τους συμφερόντων.
Οι πρόκριτοι και κοτζαμπάσηδες, που η πορεία ένταξής τους στις αστικές σχέσεις επηρεαζόταν και από τη διατήρηση ορισμένων κεκτημένων τους επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνέχιζαν να διατηρούν σημαντικές δυνάμεις στο νεοσύστατο κράτος. Μάλιστα, οι λιγότερο αστοποιημένοι γαιοκτήμονες-πρόκριτοι αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα στην πιο γρήγορη ανάπτυξη και εμβάθυνση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ετερογενείς κοινωνικές δυνάμεις της Επανάστασης δυσκόλεψαν τη διαμόρφωση ενιαίας συνείδησης, από την πρώτη φάση της απελευθέρωσης, ώστε να μην υπηρετήσουν την αστική ανάπτυξη στο νεοσύστατο κράτος, ξεπερνώντας την τοπικότητα και ιδιαιτερότητα των συμφερόντων τους.
Σε βασικό πρόβλημα αναδείχτηκε και η έλλειψη δημοσιονομικών πόρων, που θα οδηγούσε στην ενίσχυση και συσπείρωση των αστικών δυνάμεων γύρω από την πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να συγκροτηθεί το αστικό κράτος, το οποίο θα στήριζε χρηματοδοτικά τα πιο δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης, που είχαν συμφέρον από την ολοκληρωτική κατάργηση των ημιφεουδαρχικών σχέσεων, και θα βοηθούσε το τμήμα γαιοκτημόνων, που με το ένα πόδι πατούσε στις καπιταλιστικές σχέσεις και με το άλλο στα φεουδαρχικά προνόμια, να πρσαρμοστεί γρηγορότερα στις πρώτες.
Β. Η προϋπηρεσία του Ιωάννη Καποδίστρια στην τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία τροφοδοτούσε επιφυλάξεις και υποψίες σε βάρος του ότι ενεργούσε ως όργανο της Ρωσίας παρά τις προσπάθειές του να διαμορφώσει συμμαχίες με τη Μ. Βρετανία ή και τη Γαλλία.
Οι λεγόμενες “προστάτιδες” δυνάμεις είχαν άμεση παρέμβαση στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ανάλογα και με τις μεταξύ τους αντιθέσεις προσεταιρίζονταν ή χρησιμοποιούσαν (άρα και υποδαύλιζαν) τις αντιθέσεις ανάμεσα στους γαιοκτήμονες-προκρίτους και τους πλοιοκτήτες-εμπόρους από τη μία και τον Ι. Καποδίστρια και τον πολιτικό του περίγυρο από την άλλη.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας απέβλεπε στη ρωσική στήριξη, όμως δεν πολιτεύτηκε ως όργανό της, όπως κατηγορήθηκε σκοπίμως και αδίκως.
Ο Καποδίστριας βέβαια διέθετε πείρα από τη διπλωματική του καριέρα ως εκπροσώπου της Ρωσίας στις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των άλλων δυνάμεων στη διαδικασία συγκρότησης εθνικών κρατών και διαμόρφωσης του πολιτικού τους συστήματος. Ως κυβερνήτης της Ελλάδας, όμως, επωμίστηκε το πολύ διαφορετικό, σύνθετο όσο και δύσκολο καθήκον της συσπείρωσης των δυνάμεων της Επανάστασης στη συγκρότηση του νέου αστικού κράτους. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και εν μέσω των ανταγωνισμών των διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων που πήραν μέρος στην Επανάσταση προτίμησε την κατάργηση του Συντάγματος, την αναστολή της λειτουργίας της Εθνοσυνέλευσης, τον παραγκωνισμό ικανών αστών ηγετών.
Αν και είχε διακηρύξει τη διανομή γης στους ακτήμονες και σε οπλαρχηγούς που δε θα συμπεριλαμβάνονταν στον τακτικό στρατό, δεν προχώρησε σε μια τέτοια επιλογή κάτω από την πίεση των γαιοκτημόνων και προκρίτων, κάνοντας ελιγμούς για να μην οξύνει τις αντιθέσεις μαζί τους. Βασικός παράγοντας αναστολής των υποσχέσεών του για διανομή γης ήταν και οι δεσμεύσεις που είχαν επιβληθεί στο νέο ελληνικό κράτος σχετικά με τις λεγόμενες “εθνικές γαίες” ως υποθήκη των δανείων που έγιναν κατά τη διάρκεια του Αγώνα του 1821.
Παρόλ’ αυτά ο Ιωάννης Καποδίστριας έβαλε τις βάσεις για τη συγκρότηση του αστικού κράτους και των οργάνων του, χάραξε ένα γενικό σχέδιο ενίσχυσης των αστικών οικονομικών σχέσεων: Ένα πρόγραμμα που στη γενική του γραμμή ακολουθήθηκε και μετά από τη δολοφονία του, από την αντιβασιλεία του Όθωνα.
Παρά τις ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες που υπήρξαν στη διαμόρφωση της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, που είχε περιορισμένο γεωγραφικό χώρο, άρα πολύ περιορισμένη εθνική εσωτερική αγορά, τη διαπλοκή της με τις επιλογές και αντιθέσεις των τριών Δυνάμεων στη διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναδείχτηκε και στην ελληνική περίπτωση η συνθετότητα της προσπάθειας τη αστικής τάξης να πάρει στα χέρια της όλη την πολιτική εξουσία από την αρχή και να καταργήσει αποφασιστικά τα προκαπιταλιστικά στοιχεία που κληρονομήθηκαν από το σύστημα της φεουδαρχίας. Άλλωστε, ακόμα και στα ευρωπαϊκά κράτη που είχαν πραγματοποιηθεί αστικές επαναστάσεις πολύ πριν την ελληνική, έγιναν αρχικά συμβιβασμοί της αστικής τάξης στον έναν ή τον άλλο βαθμό με τους αστοποιημένους γαιοκτήμονες, ενώ υπήρξαν επίσης φαινόμενα προσωρινής οπισθοδρόμησης, εξού και απαιτήθηκαν αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις, αρκετά χρόνια μετά από τις πρώτες αστικές επαναστάσεις, προκειμένου να εδραιωθεί η αστική εξουσία και να ολοκληρωθεί η μορφή της.
Από την άποψη αυτή η συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια στα πρώτα βήματα της συγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους ήταν σημαντική και ουσιαστική. Γι’ αυτό η σημερινή αστική τάξη και οι ιστορικοί της επιστήμονες στην πλειοψηφία τους τον υμνούν θεωρώντας τον ως τον πρώτο ιδρυτή του αστικού κράτους και των οργάνων του στην πρωτόλεια για το ξεκίνημα μορφή τους, ως αφετηρία για την ανάπτυξη των αστικών σχέσεων και την προοδευτική κατάργηση των προκαπιταλιστικών, φεουδαρχικών ή μεταβατικών προς τον καπιταλισμό σχέσεων.