Αλέκα Παπαρήγα – «1821 ο ρόλος του Ιωάννη Καποδίστρια στην ίδρυση του ελληνικού αστικού κράτους»
Ενώ ήταν ανοικτό μυαλό απέναντι στη δημιουργία των νέων αστικών κρατών, ταυτόχρονα έδειξε πραγματικό μίσος, όταν στις αστικές επαναστάσεις έπαιρνε μέρος και ο εξοπλισμένος λαϊκός παράγοντας με έστω κάποιες αδιόρατες δικές τους διεκδικήσεις. Πίστευε στον ρόλο της διπλωματίας από τα πάνω και μακριά από κάθε επίδραση του λαϊκού παράγοντα…
Πλήθος κόσμου από όλη την Κέρκυρα γέμισε ασφυκτικά την αίθουσα εκδηλώσεων του εργατικού κέντρου της πόλης όπου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση της Τομεακής Επιτροπής Κέρκυρας του ΚΚΕ, με θέμα «1821 ο ρόλος του Ιωάννη Καποδίστρια στην ίδρυση του ελληνικού αστικού κράτους» με ομιλήτρια την Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Η μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου, δείχνει το αυξημένο ενδιαφέρον για τις επεξεργασίες του Κόμματος για το 1821, την Ελληνική Επανάσταση και τις απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους στην διαδικασία αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας με το βλέμμα στο μέλλον της σύγχρονης ταξικής πάλης.
Με το ξεκίνημα της ομιλίας της, η Αλέκα Παπαρήγα αναρωτήθηκε αν μια εκδήλωση ιστορικού χαρακτήρα με τις εξελίξεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου να τρέχουν φαντάζει παράταιρη, για να διαπιστώσει ότι, αν ως Κόμμα θέλουμε να τοποθετηθούμε για το σήμερα με μια ικανότητα πρόβλεψης για το μέλλον, πρέπει να ασχοληθούμε με ιστορικά γεγονότα, αφού αυτά επιδρούν στις σημερινές συνθήκες και από αυτή τη σκοπιά έχουν ενδιαφέρον οι επεξεργασίες του Κόμματος για την Επανάσταση του ’21 και την διαμόρφωση του ελληνικού αστικού κράτους. Παράλληλα, στάθηκε στη θέση του ΚΚΕ για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία.
Δείτε το βίντεο με την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα από το «CorfuPress tv»:
Ανοίγοντας το θέμα της ομιλίας της, ανέδειξε μία καταρχήν γενική αποτίμηση του ρόλου του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη που συνέβαλε στο να γίνουν τα πρώτα βήματα για τη συγκρότηση των απαρχών του ελληνικού αστικού κράτους μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα της διακυβέρνησής του, που ανακόπηκε λόγω της δολοφονίας του.
Στη συνέχεια, τόνισε ότι η αποτίμηση του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια δεν μπορεί να γίνει παρά μέσα από την κατανόηση των συνθηκών της εποχής που έδρασε ως κυβερνήτης και των ηγετικών κοινωνικών δυνάμεων που έδρασαν στην Ελληνική Επανάσταση.
Αναφέρθηκε αναλυτικά στον ρόλο της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, των Φαναριωτών, των κοτσαμπάσηδων, για τους «κλέφτες» και τους «αρματολούς», την αγροτιά, τους εργάτες, τεχνίτες και ναυτικούς ως κοινωνικές δυνάμεις που έδρασαν δίπλα την ηγέτιδα δύναμη της Ελληνικής Επανάστασης, τους ιδιοκτήτες πλοίων και τους εμπόρους.
Στη συνέχεια, τόνισε ότι «όλες οι αστικές επαναστάσεις, πέρα από τη σύγκρουση με τις δυνάμεις της φεουδαρχίας, εμφάνισαν ως ενδημικό φαινόμενο τις εμφύλιες αναμετρήσεις ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα της αστικής τάξης» ενώ παρακάτω αναφέρθηκε στον «ενεργό επεμβατικό ρόλο των ξένων συμμαχικών δυνάμεων, που αποκλήθηκαν μάλιστα «προστάτιδες του νέου κράτους, δηλαδή της Αγγλίας και της Γαλλίας, αλλά και της τσαρικής Ρωσίας που μεταξύ τους είχαν και σοβαρές διαφορές απέναντι στην πορεία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Για την πολιτική και το έργο του Ι. Καποδίστρια πριν την ανάληψη της θέσης του κυβερνήτη του ελληνικού κράτους υπογράμμισε, ότι «με την ιδιότητά του ως πληρεξούσιου της τσαρικής Ρωσίας, υποστήριζε την ανεξαρτησία της Επτανήσου, μετά την απόσπασή της από την ηττημένη γαλλική κυριαρχία, αλλά και την υπαγωγή της στη διεύθυνση όλων των λεγόμενων Μεγάλων Δυνάμεων».
«Ο Καποδίστριας είχε ενστερνισθεί τα μηνύματα των καιρών ότι γεννιόταν η «Νέα Ευρώπη», με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν ενταγμένος σε μια χώρα που κυριαρχούσε ακόμα η φεουδαρχία και που η αστική επανάσταση ήλθε πολλά χρόνια μετά (…) το συμπέρασμα είναι ότι κοινός παρανομαστής της διπλωματίας του ήταν τα νέα εθνικά αστικά κράτη να παίρνουν τη μορφή μιας πρωτόλειας ομοσπονδίας, αλλά με ένα κεντρικό συγκεντρωτικό κράτος, ώστε να αντιμετωπισθεί ο κατακερματισμός που επικρατούσε και η διαμάχη ανάμεσα στους τοπικούς γαιοκτήμονες – αριστοκράτες και τις ανερχόμενες αστικές δυνάμεις.
Ενώ, λοιπόν, ήταν ανοικτό μυαλό απέναντι στη δημιουργία των νέων αστικών κρατών, ταυτόχρονα έδειξε πραγματικό μίσος, όταν στις αστικές επαναστάσεις έπαιρνε μέρος και ο εξοπλισμένος λαϊκός παράγοντας με έστω κάποιες αδιόρατες δικές τους διεκδικήσεις. Πίστευε στον ρόλο της διπλωματίας από τα πάνω και μακριά από κάθε επίδραση του λαϊκού παράγοντα».
«Το τελικό μας συμπέρασμα για τη στάση του Καποδίστρια απέναντι στη διαμόρφωση μιας Νέας Ευρώπης είναι ότι υποστήριζε μια συμβιβαστική μεταρρυθμιστική θέση για το πολιτικό πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό που δεν αντιπροσώπευε το επαναστατικό πέρασμα στην αστική εξουσία».
Για τη στάση του Καποδίστρια απέναντι στην Επανάσταση του ’21 υποστήριξε, ότι «είχε περίπου της ίδιες απόψεις με τον Κοραή και άλλους Έλληνες φιλελεύθερους διανοούμενους που ζούσαν εκτός Ελλάδας ότι η ελληνική επανάσταση δεν ήταν ώριμη, γι’ αυτό δεν συμφωνούσε με το κάλεσμα της Φιλικής Εταιρείας. Θεωρούσε ότι η επανάσταση απαιτούσε να προηγηθεί η ανάπτυξη παιδείας».
Ως Κυβερνήτης ο Καποδίστριας «βρέθηκε απέναντι στις αντιθέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις της επανάστασης»
«Επέλεξε τη συγκρότηση συγκεντρωτικού αστικού κράτους και γι’ αυτό ανέστειλε την ισχύ του Συντάγματος της Γ΄ εθνοσυνέλευσης, με τη διάλυση της Βουλής».
«Από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να προχωρήσει σε αναδιαρθρώσεις, όπως ήταν η μείωση των κρατικών υπαλλήλων, η ίδρυση των λεγόμενων επαρχιών ως μορφής διοικητικής οργάνωσης, θεσμοθέτησε τα δικαστήρια, και τον τακτικό στρατό» που συνδέονταν και με την επιθυμία του να διευρύνει τα όρια της Ελλάδας μέσω της απελευθέρωσης ελληνικών πληθυσμών.
Για το ζήτημα της γης, «αν και ο Καποδίστριας δεν ήταν αντίθετος με τη μεγάλη ιδιοκτησία γης και τις εξαγωγές της, όταν βρέθηκε ανάμεσα στην ενίσχυση των μεγάλων γαιοκτημόνων ή των μικρότερων ιδιοκτητών γης, προτίμησε τους δεύτερους. Η προσπάθειά του δεν ευοδώθηκε, καθώς κωλυσιεργούσε η Γερουσία και τον πρόλαβε η δολοφονία του».
Για την κλιμάκωση της αντεπίθεσης της αντιπολίτευσης και τη δολοφονία του Καποδίστρια τόνισε, ότι «τα δημοκρατικά αιτήματα που υψώθηκαν συγκάλυπταν κάτι πιο ουσιαστικό, ότι οι πλοίαρχοι πρότασσαν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους έναντι του γενικότερου συμφέροντος για τη συγκρότηση ισχυρού αστικού κράτους», ενώ παράλληλα επεσήμανε, ότι «οι ξένες δυνάμεις με τη στάση τους συνέβαλαν στην ισχυροποίηση της αντιπολίτευσης».
Παρακάτω αναφέρθηκε ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας «δεν λειτούργησε ως πράκτορας της Ρωσίας ή κάποιας άλλης δύναμης, επέλεξε να τις εξευμενίζει, να αξιοποιεί τη συγκυριακά θετική στάση της μιας ή της άλλης, όπως π.χ. της Γαλλίας και της Ρωσίας και ότι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το ρόλο και τις επιδιώξεις της Βρετανίας. Απέβλεπε στη στήριξη της Ρωσίας, αλλά δεν πολιτεύτηκε σαν όργανο της».
«Κλείνοντας, σημειώνουμε ότι ως κυβερνήτης με διπλωματική πείρα επωμίσθηκε πολύ διαφορετικά και σύνθετα καθήκοντα, προκειμένου να συσπειρώσει όλες τις κοινωνικές δυνάμεις που πήραν μέρος στην Επανάσταση παρά τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, προτίμησε την αναστολή του συντάγματος. Ενώ είχε διακηρύξει τη διανομή γης στους ακτήμονες και τους οπλαρχηγούς που θα έμεναν έξω από τον τακτικό στρατό δεν υλοποίησε τις υποσχέσεις του, κάτω από την πίεση των γαιοκτημόνων και προκρίτων. Βέβαια, πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι υπήρχαν δεσμεύσεις του ελληνικού κράτους από τις ξένες δυνάμεις να μετατρέψουν τις εθνικές γαίες σε υποθήκη για τα δάνεια που είχαν συναφθεί. Πάντως, το πρόγραμμα που ακολούθησε ο Καποδίστριας στη γενική του γραμμή ακολουθήθηκε και μετά από τη δολοφονία από την Αντιβασιλεία του Όθωνα. Αυτό είναι και μια επιβεβαίωση ότι με αδυναμίες, ελλείψεις και συμβιβασμούς ανταποκρίθηκε στο κύριο καθήκον να βάλει τις βάσεις του αστικού κράτους».