“Αναστημένη από τα ερείπια”- Ο Βάλτερ Ούλμπριχτ και τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ΓΛΔ
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, επί διακυβέρνησης Ούλμπριχτ τέθηκαν οι βάσεις ώστε να γίνει η ΓΛΔ, “αναστημένη από τα ερείπια” ένα από τα ισχυρότερα κράτη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου
Συμπληρώνονται σήμερα 125 χρόνια από τη γέννηση του Βάλτερ Ούλμπριχτ, του πρώτη ηγέτη της ΓΛΔ, που χλευάστηκε και λοιδωρήθηκε (ακόμα και με βάση την ντοπιολαλιά του, ως καταγόμενος από τη Σαξονία ή τη λεπτή φωνή του λόγω μιας πάθησης στο λάρυγγα), ιδιαίτερα στην ΟΔΓ, όσο λίγοι ομόλογοί του στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Συνδέθηκε άρρηκτα με όλες τις κρίσιμες καμπές του γερμανικού εργατικού κινήματος από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως και την ίδρυση της ΓΛΔ, στην οποία πρωτοστάτησε. Επί ημερών του η χώρα έκανε τα πρώτα δύσκολα βήματά της προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, σε μια πορεία που κατέστησε ενίοτε αναγκαία και τη λήψη οδυνηρών και δρακόντειων, αλλά αμυντικών μέτρων όπως το τείχος του Βερολίνου το 1961. Μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται στα γερμανικά ειρωνικά η φράση του Ούλμπριχτ λίγο πριν ανέγερσή του “Κανείς δεν έχει πρόθεση να χτίσει τείχος”, λες και θα είχε οποιοδήποτε νόημα να διαφημιστεί ένα τέτοιο μέτρο εκ των προτέρων. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, επί διακυβέρνησης Ούλμπριχτ τέθηκαν οι βάσεις ώστε να γίνει η ΓΛΔ, “αναστημένη από τα ερείπια”, όπως έλεγε ο εθνικός της ύμνος, ένα από τα ισχυρότερα κράτη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, χώρα πρότυπο σε μια σειρά τομέων, τόσο επίπεδο διαβίωσης όσο και κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων.
Γεννήθηκε στις 30 Ιούνη 1893 ως γιος ράφτη στη Λειψία, σε οικογένεια που είχε συνδεθεί από νωρίς με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση μαθήτευσε ως μαραγκός, ενώ παράλληλα μελετούσε τα έργα του Μαρξ και άλλων θεωρητικών του εργατικού κινήματος με προτροπή των γονιών του. Ξεκίνησε το 1908 την πολιτική του σταδιοδρομία στη σοσιαλιστική νεολαία και σε μια σειρά εκπαιδευτικών εργατικών ομίλων της πόλης του, ενώ αργότερα ασχολήθηκε και συνδικαλιστικά με τα αιτήματα του κλάδου του. Το 1912 έγινε μέλος του SPD και φοίτησε στην κομματική σχολή.
Σφοδρός πολέμιος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνδέθηκε στενά με τον κύκλο περί τη Λουξεμπούργκ και τον Λίμπκνεχτ, συγγράφοντας μαζί τους πάμπολλα φυλλάδια κατά του πολέμου. Υπηρέτησε σε μια σειρά μετώπων ως στρατιώτης, κυρίως στα Βαλκάνια, και συνελήφθη δυο φορές για λιποταξία και κατοχή αντιπολεμικών φυλλαδίων. Τη δεύτερη φορά γλίτωσε το στρατοδικείο χάρη στην επανάσταση του Νοεμβρίου, που οδήγησε στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο ίδιος ήταν μέλος συμβουλίου στρατιωτών κι εργατών και επιστρέφοντας στη Λειψία συνδέθηκε με τους τοπικούς Σπαρτακιστές. Συμμετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας το 1919 και αναδείχθηκε σε ηγετικό στελεχός του.
Φοίτησε στη σχολή της Κομιντέρν στη Μόσχα και συνεργάστηκε με την εκτελεστική της επιτροπή. Το 1926 εξελέγει τοπικός βουλευτής Σαξονίας και δυο χρόνια αργότερα έγινε μέλος του Ράιχσταγ μέχρι και την άνοδο των ναζί στην εξουσία, έχοντας στο μεταξύ αναδειχθεί σε μέλος του ΠΓ του ΚΚΓ. Την 1η Μάρτη οι ναζί τον επικηρύσσουν κι ο ίδιος περνά στην παρανομία ως τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς όταν και με εντολή του κόμματος καταφεύγει στο Παρίσι και τα επόμενα χρόνια και στην Πράγα. Το 1938 καταφτάνει στη Μόσχα ως εκπρόσωπος της ΚΕ του ΚΚΓ στην Κομιντέρν.
Μετά την ναζιστική εισβολή αναλαμβάνει το γερμανόφωνο πρόγραμμα του Ράδιο Μόσχα και συντάσσει προκηρύξεις προς τους στρατιώτες της Βέρμαχτ στην ΕΣΣΔ. Από το 1943 υπηρετεί στο μέτωπο με αντικείμενο τη ραδιοφωνική προπαγάνδα ενώ την ίδια χρονιά γίνεται συνιδρυτής της αντιφασιστικής επιτροπής “Ελεύθερη Γερμανία”, που αποτελούνταν από Γερμανούς εξόριστους και κομμουνιστές ή φιλοκομμουνιστές συμπατριώτες του αιχμαλώτους πολέμους, στρατιώτες κι αξιωματικούς.
Ως επικεφαλής της “Ομάδας Ούλμπριχτ” μαζί με στελέχη του ΚΚΓ και αντιφασίστες πρώην αιχμαλώτους επιστρέφει στο Βερολίνο το 1945, αναλαμβάνοντας την αναδιοργάνωση του κόμματος στην πρωτεύουσα. Την επόμενη χρονιά πρωταγωνιστεί στην ενοποίηση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών υπό τη σκέπη του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος, στο οποίο λαμβάνει θέση αντίστοιχη αντιπροέδρου.
Μετά την ίδρυση της ΓΛΔ στις 7 Οκτώβρη 1949 γίνεται ένας από τους τρεις επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου και τον Ιούλη του 1950 εκλέγεται γενικός γραμματέας του ΕΣΚ. Ο θεωρούμενος “σκληρός σταλινικός” Ούλμπριχτ βρέθηκε σε δεινή θέση μετά το θάνατο του σοβιετικού ηγέτη το 1953, ωστόσο παρά την κρίση της 17ης Ιούνη της ίδιας χρονιάς κατόρθωσε να διατηρήσει τη θέση του. Η ΓΛΔ υπήρξε από τις σοσιαλιστικές χώρες που επηρεάστηκαν λιγότερο από τη λεγόμενη “αποσταλινοποίηση” και στάθηκε επιφυλακτικά έναντι των αποφάσεων του 20ου συνεδρίου. Αυτό όμως δε σημαίνει πως έμεινε ενεπηρέαστη από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εκπορεύονταν από την ΕΣΣΔ, με κυριότερο παράδειγμα το “Νέο Οικονομικό Σύστημα”, που έδινε αυξημένες αρμοδιότητες στις επιμέρους κρατικές επιχειρήσεις και τη χαλάρωση ιδεολογικών και ταξικών κριτηρίων για την είσοδο και την ανάδειξη μελών και στελεχών στο ΕΣΚ, προς όφελος μιας πραγματικής ή υποτιθέμενης διάκρισης σε τεχνοκρατικούς τομείς.
Στις 13 Αυγούστου 1961 κατόπιν συνεννόησης με τα αδελφά κράτη του συμφώνου της Βαρσοβίας προχωρά στην έγερση του τείχους, που είχε ως διττό στόχο την ανακοπή της ανεμπόδιστης ροής πρακτόρων από το άνδρο των μυστικών υπηρεσιών δυτικό Βερολίνο και της μετανάστευσης ειδικευμένου εργατικού κι επιστημονικού δυναμικού, που δελεάζονταν από τις προοπτικές καλύτερα αμειβόμενης απασχόλησης στον καπιταλισμό, σε μια εποχή που αυτός βρισκόταν στο μεταπολεμικό του απόγειο και η κυβέρνηση της ΟΔΓ επεφύλασσε προνομιακή μεταχείριση σε όσους αυτομολούσαν.
Το 1965 σπάει τη διπλωματική απομόνωση της ΓΛΔ με επίσημη επίσκεψη στην τότε Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία (πρακτικά δηλαδή η Αίγυπτος, αφού η βραχύβια ένωση με τη Συρία είχε λήξει το 1961), ενώ το 1968 υποστηρίζει με θέρμη την επέμβαση κατά της λεγόμενης “Άνοιξης της Πράγας”. Σύννεφα ωστόσο είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται στις σχέσεις του με το ΚΚΣΕ, που τον κατηγορούσε για ηγεμονικές τάσεις εντός σοσιαλιστικού στρατοπέδου αλλά και με άλλα στελέχη του ΕΣΚ, που τον θεωρούσε υπεύθυνο για μια σειρά οικονομικών προβλημάτων και εμπόδιο στην πολιτική προσέγγισης της ΓΛΔ με την ΟΔΓ, παρότι επ’αυτού του ζητήματος υπάρχει και η αντίθετη προσέγγιση, δηλαδή ότι στην πραγματικότητα ήταν έτοιμος για ακόμα μεγαλύτερες παραχωρήσεις στην Δυτική Γερμανία αλλά και εμβάθυνση των αγοραίων μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, με τις οποίες διαφωνούσαν άλλοι ισχυροί παράγοντες του κόμματος.
Στις 31 Μάρτη 1971 ταξίδεψε στη Μόσχα στα πλαίσια του 24ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, όπου επισήμανε στην ομιλία του πως ανήκε στους λίγους παρευρισκόμενους που είχαν γνωρίσει προσωπικά τον Λένιν. Πρόβαλε ως πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης τη χώρα του, σε μια περίοδο δυσπραγίας της ΓΛΔ ωστόσο, δίνοντας αφορμή για έντονη δυσαρέσκεια μεταξύ των συνέδρων. Ακολούθησε κατ’ιδίαν συνομιλία του με τον Μπρέζνιεφ όπου φέρεται να του εξήγησε πως δεν μπορούσε πια να στηρίζει στη στήριξη του ΚΚΣΕ. Ο ίδιος αποδέχτηκε την πολιτική του ήττα και παραιτήθηκε, επισήμως για “λόγους υγείας” , από γενικός γραμματέας, διατηρώντας μια σειρά τιμητικών μα διακοσμητικών αξιωμάτων, όπως εκείνο του επίτιμου προέδρου του ΕΣΚ. Τον Ιούλη του 1973 υπέστη εγκεφαλικό κι έπεσε σε κώμα, ενώ άφησε την τελευταία του πνοή στο Ανατολικό Βερολίνο την 1η Αυγούστου 1973.