Άνταμ Σμιθ – Σημείο αναφοράς και κριτικής για το Μαρξ
Ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος κι επαναστάτης εμπνεύστηκε από τις αντιλήψεις που εκφράζονται στο έργο του Σμιθ, καθώς προχωρώντας σε ενδελεχή ανάλυση και κριτική τους επεξεργαία οδηγήθηκε στη δική του θεωρία για τη λειτουργία του καπιταλισμού.
Ο Άνταμ Σμιθ ήταν αναμφίβολα από τις καθοριστικότερες προσωπικότητες στην ιστορία των ιδεών, καθώς υπήρξε θεμελιωτής της πολιτικής οικονομίας καθώς και “οικονομολόγος της μανουφακτουριακής περιόδου του καπιταλισμού”, όπως έλεγε ο Μαρξ. Ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος κι επαναστάτης εμπνεύστηκε από τις αντιλήψεις που εκφράζονται στο έργο του Σμιθ σε σχέση με την εργασία, το κεφάλαιο, το μισθό, το κέρδος, την υπεραξία, καθώς προχωρώντας σε ενδελεχή ανάλυση και κριτική τους επεξεργασία οδηγήθηκε στη δική του θεωρία για τη λειτουργία του καπιταλισμού, με επιστέγασμα το μεγαλειώδες έργο του “Το Κεφάλαιο”. Από την άλλη, η περίφημη αλληγορία του Σμιθ περί “αόρατου χεριού” που λειτουργεί εξισορροπηστικά μεταξύ των εγωϊστικών επιδιώξεων του ενός και της κοινωνικής ευημερίας, αποτελεί ως σήμερα θεμέλιο λίθο των απολογητών του καπιταλισμού, ιδιαίτερα της (νεο)φιλελεύθερης εκδοχής του.
Γεννήθηκε σαν σήμερα σε μια μικρή κοινότητα της Σκωτίας, ήδη ορφανός από πατέρα πριν δει το φως της ζωής. Στα 14 του ξεκίνησε να φοιτά στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του φιλοσόφου Φράνσις Χάτσεσον, ενός βασικού εκπροσώπου του σκωτσέζικου διαφωτισμού. Αργότερα σπούδασε φιλοσοφία στην Οξφόρδη ενώ το 1750 έγινε καθηγητής λογικής κι αργότερα ηθικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, όπου συνδέεται με φιλία με τον σημαντικό εμπειριστή φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιούμ.
Το 1759 δημοσιεύεται το πρώτο έργο του “Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων”, με το οποίο γίνεται γνωστός μεταξύ των Βρετανών φιλοσόφων. Στο επίκεντρο του έργου ασχολείται με το ερώτημα το πώς σχηματίζει ηθικές κρίσεις ένα εγωκεντρικό πλάσμα όπως ο άνθρωπος. Το 1763 αφήνει την έδρα του και γίνεται ιδιωτικός διδάσκαλος ενός νεαρού ευγενούς, ενώ παράλληλα ταξιδεύει στη Γαλλία, όπου συναναστρέφεται το σημαντικό οικονομολόγο Φρανσουά Κεσναί. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κύλησαν χωρίς ιδιαίτερα αξιοσημείωτα περιστατικά, καθώς το 1778 διορίστηκε τελωνειακός επίτροπος Σκοτίας και μετακόμισε στο Εδιμβούργο, όπου και πέθανε στις 17 Ιούλη 1790.
Περνάει για πάντα στην ιστορία όταν το 1776 δημοσιεύει την “Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών”, όπου περιγράφει τη σημασία της κατανομής της εργασίας και της ειδίκευσης για την κοινωνική ευμερία. Ανώτατος σκοπός της οικονομικής ζωής είναι βάσει του Σμιθ η ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών. Το έργο είναι μια απάντηση στον κυρίαρχο μερκαντιλισμό της Ευρωπαϊκής ηπείρου, με ηγέτιδα τη Γαλλία, που περιόριζε την επέκταση του καπιταλισμού μέσω της επιβολής δασμών. Αντιθέτως ο Σμιθ προέκρινε τον ελεύθερο ανταγωνισμό έναντι της κρατικής παρέμβασης. Ο Σμιθ θεωρεί επικίνδυνο και περιοριστικό της ελευθερίας κάθε κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, ιδιαίτερα την επιβολή δασμών. Από την άλλη ο Σμιθ θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη του κράτους, του οποίους τις αρμοδιότητες οριοθετεί στους εξής τομείς: εκείνου των δημόσιων έργων και θεσμών που είναι αδύνατον ή ασύμφορο να αναλάβει ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων, περιλαμβανομένης της εκπαίδευσης, τον τομέα της ασφάλειας από εσωτερικές αναταραχές αλλά και την αδικία και καταπίεση που μπορεί να ασκήσει ένας πολίτης σε βάρος ασθενέστερων καθώς και τον τομέα της άμυνας. Σε όλα τα υπόλοιπα θέματα το “αόρατο χέρι της αγοράς” θα ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ ατομικών επιδιώξεων και παθών και κοινωνικού συνόλου.
Παρότι συνήθως ο μαρξισμός είναι αυτός που κατηγορείται ότι είναι ηθικολογικός και ενάντια στην -υποτίθεται- εγωϊστική και αχαλίνωτη ανθρώπινη φύση, η “Βίβλος του Καπιταλισμού” του Άνταμ Σμιθ καθόλου δεν εμφανίζει μια εικόνα ανθρώπου ως εξαγριωμένου θηρίου,όπως πολλοί σύγχρονοι θιασώτες του (κάποιοι εκ των οποίων πολύ θα ήθελαν να του ευχηθούν χρόνια πολλά σήμερα), αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη ηθικών ανθρώπων που συμμετέχουν στις εμπορικές συναλλαγές, απολήγοντας σε έναν “λελογισμένο” ανταγωνισμό. Ο Μαρξ ήταν εκείνος που ανέδειξε όσο κανείς ότι ο τρόπος λειτουργίας του καπιταλισμού είναι ανεξάρτητος από τις όποιες ηθικές αρετές ή ψεγάδια των φορέων του, κι ότι η ίδια η έννοια της ηθικής είναι μια ιστορικά ευμετάβλητη έννοια, στη διαμόρφωση της οποίας η υλική βάση της κοινωνίας διαδραματίζει, αν κι όχι μηχανιστικά ή ευθύγραμμα, τον καθοριστικό ρόλο.