Αντίσταση και Μνήμη στο Γ΄ Κοιμητήριο Αθηνών – Αναζητώντας το Μνήμα της Αθηνάς Χατζηεσμέρ
Ο καιρός είχε χρεία πράξεων αντίστασης. Αντίθετοι με την “υγειονομική ταφή” της ιστορικής μνήμης, ορισμένοι δάσκαλοι από τον Ταύρο, τη Νίκαια και τον Κορυδαλλό αποφάσισαν την επίσκεψη στο Γ΄ Νεκροταφείο ακολουθώντας τη διαδρομή “ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΝ. ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΝΗΜΗΣ 40-44”.
Κείμενο – φωτογραφίες: Ανδριανή Στράνη
Ο καιρός κοντοζύγωνε για την ανατίναξη της γέφυρας στον Γοργοπόταμο. Ο καιρός είχε χρεία πράξεων αντίστασης. Αντίθετοι με την “υγειονομική ταφή” της ιστορικής μνήμης, ορισμένοι δάσκαλοι από τον Ταύρο, τη Νίκαια και τον Κορυδαλλό αποφάσισαν την επίσκεψη στο Γ΄ Νεκροταφείο ακολουθώντας τη διαδρομή “ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΝ. ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΝΗΜΗΣ 40-44″.
Άραγε, ποια ανάγκη ώθησε την καταφυγή στον τόπο των πεθαμένων; Μήπως ο κόσμος των ζωντανών που χρεοκόπησε στην προσπάθεια να θάψει την Ιστορία; Μήπως, ο φόβος για τη ματαίωση κάθε ελπίδας καθώς ένα και μόνο ατελείωτο παρόν απορροφούσε το ενδιαφέρον της κοινωνίας; Μήπως η εποχή των αντιστάσεων που ξεπεράστηκε από την κυριαρχία του εφήμερου και της “ευημερίας”; Ή μήπως το έλλειμμα συμβόλων και ηρώων τον καιρό της εκποίησης;
Ως απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, οι ανήσυχοι δάσκαλοι επέλεξαν αυτό το οδοιπορικό στα μνήματα, πράξη αντίστασης στη λησμονιά. Η επίσκεψη στους τάφους της περιόδου της Κατοχής (1941-1944) όσων πέθαναν από την πείνα, τις κακουχίες και τις εκτελέσεις ήταν καθήκον για τους μάχιμους εκπαιδευτικούς.
Στην αφετηρία της διαδρομής συμφώνησαν όλοι, ότι “η Ιστορία διδάσκει”. Πράγματι, αναφώνησε σκεπτικός παρατηρητής, “αλλά δεν έχει κανέναν μαθητή” ενθυμούμενος τον Αντόνιο Γκράμσι. Πικρά χαμογέλασαν και προχώρησαν στη “Διαδρομή της Μνήμης” σε πορεία ανηφορική και κοπιαστική, σημαδεμένη χρονολογικά και θεματικά.
Στην αφετηρία στάθηκαν στο χαρακτικό “Κηδεία στην Κατοχή” (1944, ξυλογραφία, 100 αντίτυπα 7×14 εκ. Συλλογή: Μουσείο Βάσως Κατράκη). Πάνω από ένα πέτρινο γεφύρι περνά η νεκρική πομπή μιας παιδίσκης. Την πομπή οδηγούν ένα ξυπόλυτο παπαδοπαίδι με ψαράδικο παντελόνι, που κρατά ψηλά έναν σταυρό, και πίσω του ο ιερέας που κρατάει ομπρέλα και διαβάζει τις ευχές. Ακολουθούν τέσσερις ξυπόλυτοι νέοι που μεταφέρουν το κορίτσι πάνω σε μια σανίδα. Δίπλα από το κορίτσι περπατά καμπουριασμένη η μαυροντυμένη γιαγιά του και δυο βήματα πιο πίσω ακολουθεί σκυμμένη η μητέρα του, κρατώντας από το χέρι το μικρότερό της παιδί. Το παραπάνω έργο είναι εκτεθειμένο στο χώρο (αριθμός 2) και αποτυπώνει ρεαλιστικά τη ζωή και το θάνατο στην Κατοχή. (βλέπε Διονυσία Γιακουμή, “Οι πολιτικές διαστάσεις της Χαρακτικής: Η περίπτωση της Βάσως Κατράκη (1909-1988)”, Διδακτορική διατριβή, Τόμος Β΄, σελ.446, Ιωάννινα 2018.)
Οι επισκέπτες διάβαζαν τις αριθμημένες θεματικές στήλες και συζητούσαν γι` αυτούς που δεν πρόκαμαν. Βάδιζαν αργά στο μονοπάτι της Ιστορίας καθώς η μνήμη ζωήρευε τα γεγονότα. Οι εκπαιδευτικοί από τον Ταύρο με το γαρύφαλλο στο χέρι ανυπομονούσαν να δουν το μνήμα της Αθηνάς Χατζηεσμέρ (1924-1944).
Η Αθηνούλα, όπως την ήξεραν στον Ταύρο της Κατοχής, η Επονίτισσα, η άσκιαχτη νεαρή προσφυγοπούλα που έμενε στις παράγκες (Γερμανικά), ήταν παρούσα και στην πρώτη γραμμή ανάμεσα σ` αυτούς που με σθένος πολέμησαν το φασισμό αλλά δεν πρόλαβαν να δουν την Ελλάδα ελεύθερη. “Μάνα, έχουμε πόλεμο” έλεγε στη μητέρα της που φοβόταν για εκείνη. Η πορεία της όμως ήταν προδιαγεγραμμένη από τους ντόπιους δωσίλογους, συνεργάτες των Γερμανών: Από τον Αντιστασιακό Ταύρο έως τη σύλληψη, τη φυλάκιση και την εκτέλεση στην Καισαριανή (5-9-1944).
Οι φόβοι της μάνας επαληθεύτηκαν. Από το Σκοπευτήριο κράτησε στο μπαούλο της μνήμης, το ματωμένο τσεπάκι από τις ριπές των πολυβόλων και μια μπούκλα από τα μαλλιά της (κατά την προφορική μαρτυρία του οικογενειακού περιβάλλοντος).
Την ημέρα εκείνη οι εκτελεσθέντες πατριώτες στην Καισαριανή (είκοσι επώνυμοι και τριάντα αγνώστων στοιχείων) μεταφέρθηκαν με καμιόνια στο Γ΄ Νεκροταφείο, στα Άσπρα Χώματα Νίκαιας που κοκκίνισαν από το αίμα των ηρώων της ΕΑΜικής Αντίστασης.
“Μακάβρια τη γαλήνη ομοβροντία
από τουφέκια βάρβαρα ταράζει.
Τινάζεται απ` τον ύπνο η συνοικία
κι ω ξέρει τι σημαίνει και στενάζει.
Σε λίγο σ` ένα κάρο βιαστικά
απάνω στόνα τ` άλλα σωριασμένα,
διαβαίνουν τα κορμιά τα ηρωικά
απ` της αυγής το φως νεκρολουσμένα.
Κ` όταν προβάλλει η μέρα, ξεχωρίζει
κάθε διαβάτης με θολό το βλέμμα,
μια πορφυρή γραμμή που αχνοστολίζει
το μονοπάτι με ρανίδες αίμα…’’
Σοφία Μαυροειδή- Παπαδάκη, ‘’Θυσιαστήριο Λευτεριάς’’(1945)
Αναρίγησαν οι δάσκαλοι με την εικόνα του κάρου της νεώτερης ελληνικής ιστορίας καθώς οι μνήμες της Εθνικής Αντίστασης ζωντάνευαν ακούγοντας τη φωνή της δασκάλας και ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη (1898-1977) που έγραψε τον ύμνο του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Ένιωσαν χρέος να συνεχίσουν το έργο της…
Οι Ταυριώτες που ακολουθούσαν τη Διαδρομή της Μνήμης θυμήθηκαν την διακεκριμένη αγωνίστρια ζωγράφο και χαράκτρια Βάσω Κατράκη και το μήνυμα που είχε στείλει στο 2ο Λύκειο Ταύρου όταν ήταν οι ίδιοι μαθητές (28 Οκτωβρίου 1987).
“Από το 1940 έως το 1944, εμείς αγωνιστήκαμε για την Ελευθερία, την Ειρήνη, τη Δικαιοσύνη και την Αλήθεια. Άλλο αν δε φτάσαμε εκεί που έπρεπε. Παραμόνευαν οι σκοτεινές δυνάμεις. Ρίξαμε όμως το σπόρο. Κάποτε θα βλαστήσει. Οι νέοι που θα πάρουν τη σκυτάλη από μας, ας έχουν σαν ένα όραμα μπροστά τους, τα ιδεώδη της Εθνικής Αντίστασης.”
(Βλέπε στο άρθρο της φιλολόγου Αδαμαντίας Τριάρχη – Μακρυγιάννη ‘’ 1941- 1944 : Ελληνικές μορφές της Αντίστασης’’, με την ανάμνηση του παραπάνω μηνύματος, εφημερίδα Αμαρυσία, 27 Οκτωβρίου 2023).
Συλλογισμένοι αλλά και με ορθωμένο το ανάστημα οι περιπατητές της Ιστορίας έφτασαν στο Μεγάλο Σταυρό και τους ομαδικούς τάφους των εκτελεσθέντων της Καισαριανής και του Μπλόκου της Κοκκινιάς. Παρακάτω σταμάτησαν για να αποθέσουν ένα γαρύφαλλο, ως κατάθεση ψυχής στο μνήμα “Θύματα Κατοχής 1941-1944”.
Στο χώρο αυτό ενταφιάστηκε και η Αθηνά Χατζηεσμέρ με τους συντρόφους της.
Τα λόγια του αγωνιστή του ΕΑΜ Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991) τους συγκλόνισαν.
“Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ` όνομά μας
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας
Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα…”
“Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή”, Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα Ποιήματα, Πρώτος Τόμος, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1981, σελ.141-142
Εξ αιτίας των οικονομικών συνθηκών και των δυνατοτήτων που είχαν οι οικογένειες των αντιστασιακών στην μετακατοχική Αθήνα, άλλοι παρέμειναν θαμμένοι σε ομαδικούς ενώ άλλοι σε ξεχωριστούς ιδιωτικούς τάφους. Ωστόσο, όλοι μαζί ή ξεχωριστά οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους στην Ιστορία. Πολλοί από αυτούς έδωσαν το όνομά τους σε δρόμους, πλατείες και σχολεία. Μία τέτοια περίπτωση είναι η Αθηνά Χατζηεσμέρ που έδωσε το όνομά της στο 2ο Γυμνάσιο Ταύρου.
Οι δάσκαλοι, συνεχίζοντας το οδοιπορικό συζητούσαν για τη βαριά κληρονομιά που φέρουν τα σχολεία με ονόματα αντιστασιακών. Σχολεία που χρειάζεται ν` αγωνιστούν για να τιμήσουν το όνομα και τη σφραγίδα τους. Σφραγίδα που πιστοποιεί την αντίσταση στη λησμονιά και διατηρεί ζωντανή την ιστορική μνήμη. Σχολεία που αξιολογούνται καθημερινά για τους κοινωνικούς αγώνες και το εκπαιδευτικό τους έργο, μακριά από τυπικές και ανταγωνιστικές “αξιολογήσεις” με τις οδηγίες και τις ‘’συνταγές’’ της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Με τις σκέψεις και την κουβέντα κατηφόρισαν στη μεγάλη πλατεία και σταμάτησαν μπροστά στο μοναδικό μνημείο Εθνικής Αντίστασης του Δήμου της Αθήνας και δίπλα σ` αυτό το μνημείο για τη σφαγή του Αιγάλεω (29-9-1944).
Με το σούρουπο, το οδοιπορικό της αντίστασης τελείωνε στο Γ΄ Νεκροταφείο. Ωστόσο, ο αγώνας των εκπαιδευτικών δε σταματάει εκεί αλλά συνεχίζεται στα σχολεία, τα εργατικά σωματεία και τους δρόμους κόντρα στο πνεύμα της συναίνεσης και της υποταγής.
Κάθε χρόνο, στις 25 Νοεμβρίου, ημέρα της Εθνικής Αντίστασης που ανατινάζεται η γέφυρα στον Γοργοπόταμο καταρρέει και συντρίβεται ο φασισμός, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται καθαρά η αξία της Αντίστασης στο παρελθόν, το παρόν αλλά και για το μέλλον αυτού του “παράλογου” κόσμου. Ο Σίσυφος του Καμύ με την πέτρα στα πόδια παραμόνευε στη μάντρα του νεκροταφείου, στα όρια ζώντων και τεθνεώτων.
Για την αντίσταση και τον αγώνα του ανθρώπου σ` αυτόν τον κόσμο της αδικίας μνημόνευσαν τα τέσσερα “γράμματα” (Ιούλιος 1943-Ιούλιος 1944) του Αλμπέρ Καμύ “σ` έναν φίλο Γερμανό” (α΄ έκδοση στην ελληνική γλώσσα,μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Douge και Μαρία Κασαμπαλόγλου-Roblin, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Νοέμβριος 2013).
Η αρχή και ο επίλογος του τέταρτου γράμματος που γράφτηκε τον Ιούλιο του 1944 φώτιζε την έναρξη και το τέλος αυτής της Διαδρομής Μνήμης. Με τη δύση έκλεισε και η πόρτα του κοιμητηρίου πίσω τους.
Η Άννα στην έξοδο, στον κόσμο των ζωντανών, διάβασε το απόσπασμα που προτάσσεται στο τέταρτο γράμμα (Ιούλιος 1944):
“Ο άνθρωπος είναι φθαρτός. Πιθανόν.
Αλλά ας αφανιστούμε προβάλλοντας αντίσταση
και αν η ανυπαρξία είναι το ριζικό μας,
να αποδείξουμε τουλάχιστον ότι αυτό ήταν άδικο!”
και ο Άρης έκλεισε τη διαδρομή διαβάζοντας τον επίλογο του τέταρτου γράμματος.
“Σε τούτη τη νύχτα της Ευρώπης, τη γεμάτη καλοκαιριάτικες πνοές, εκατομμύρια άνθρωποι, οπλισμένοι ή άοπλοι ετοιμάζονται για τον αγώνα. Θα ανατείλει η αυγή όπου επιτέλους θα νικηθείτε. Ξέρω ότι ο ουρανός, που στάθηκε αδιάφορος στις απαίσιες νίκες σας, θα παραμείνει το ίδιο αδιάφορος και στη δίκαιη ήττα σας. Ακόμη και σήμερα δεν περιμένω τίποτα από αυτόν. Τουλάχιστον όμως θα έχουμε συμβάλει στη διάσωση της ανθρώπινης ύπαρξης όπου θέλατε να τη φυλακίσετε. Επειδή περιφρονήσατε την πίστη στον άνθρωπο, ήρθε τώρα η σειρά σας να πεθάνετε σωρηδόν, μόνοι και εγκαταλειμμένοι. Τώρα, μπορώ να σας πω αντίο.
Κείμενο – φωτογραφίες: Ανδριανή Στράνη