Απλά μαθήματα αλχημείας ή όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολείται με την ιστορία του ΚΚΕ
Ο τερματικός σταθμός της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας είναι η αποδοχή των αστικών μεθοδολογικών εργαλείων και τελικά του ανορθολογισμού.
Την Κυριακή 4/11, ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΣΥΡΙΖΑ «Στο Κόκκινο 105,5» αφιέρωσε μια εκπομπή στα 100 χρόνια από το ιδρυτικό Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ – μετέπειτα ΚΚΕ). Στην εκπομπή μετείχαν οι Βαγγέλης Καραμανωλάκης και Κωστής Καρπόζηλος, αμφότεροι εμπλεκόμενοι με τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (κλεμμένο αρχείο του ΚΚΕ).
Οι δύο ομιλητές προσπάθησαν να διαχωρίσουν το ΣΕΚΕ, αλλά και τις ηγετικές μορφές του εργατικού συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος πριν από αυτό, από την 100χρονη Ιστορία του ΚΚΕ. Στόχος τους ήταν να προχωρήσουν σε μια αυθαίρετη κατάτμηση της Ιστορίας τους, για να αποκρύψουν τη διαλεκτική τους συνέχεια, δηλαδή την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας:
«…Για πολλά χρόνια το καημένο το ΣΕΚΕ είχε πάρει στην ιστοριογραφία μια θέση σαν απλώς ένας πρόδρομος του ΚΚΕ (…) Οπως συνολικά, αν το σκεφτεί κανείς, πολλές φορές σκεφτόμαστε το τι σημαίνει ο Πλάτωνας Δρακούλης, ο Νικόλαος Γιαννιός και οι σοσιαλιστές του 19ου αιώνα, οι αναρχικοί, σαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μην είχαν καμιά αυτόνομη παρουσία στον ιστορικό χρόνο και απλώς ο ρόλος τους να ήταν να προετοιμάσουν την εμφάνιση του ΣΕΚΕ και μετά την εμφάνιση του ΚΚΕ».
Η πραγματικότητα είναι ότι το ΣΕΚΕ αποτέλεσε ένα ποιοτικό άλμα σε σχέση με τις προϋπάρχουσες σοσιαλιστικές κινήσεις, που όμως αποτελούσαν ταυτόχρονα και πηγή προέλευσής του. Επίσης, η υιοθέτηση από το ΣΕΚΕ του επιστημονικού κομμουνισμού και τελικά η κατάκτηση της κομμουνιστικής του ταυτότητας, με τη μετονομασία του σε ΚΚΕ το 1924, ήταν ουσιαστικό βήμα προς τα εμπρός για να επιτελέσει το νεογέννητο κόμμα τους σκοπούς του.
Επιπλέον, προκειμένου να διαχωρίσουν το ΣΕΚΕ από το ΚΚΕ, οι δύο ομιλητές χρησιμοποίησαν ως βασικό επιχείρημα το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ιδρυτών του ΣΕΚΕ είχαν διαγραφεί, όταν αυτό μετονομάστηκε σε ΚΚΕ.
Ομως, η ιστορική συνέχεια ενός κοινωνικού – πολιτικού ρεύματος δεν κρίνεται από την πολιτική διαδρομή των στελεχών του στην ιστορική εξέλιξη, αλλά από την ύπαρξη και συνέχεια στο χρόνο βασικών χαρακτηριστικών της ιδεολογίας του και των στρατηγικών του επιλογών. Υπ’ αυτό το πρίσμα, μεγάλη αξία έχουν όσα διαστρέβλωσαν ή απέφυγαν να πουν.
Καταρχάς, αν και κατέγραψαν το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ ως τομή στην ελληνική κοινωνία, στην πραγματικότητα περιόρισαν τη σημασία της στην ίδρυση ενός πανελλαδικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Γι’ αυτό παρουσίασαν ως κυρίαρχη διαπάλη στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ αυτή ανάμεσα στη Φεντερασιόν και το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας υπό τον Ν. Γιαννιό, παραλείποντας την οποιαδήποτε αναφορά στη Σοσιαλιστική Νεολαία (ΣΝ) και τον Δημοσθένη Λιγδόπουλο, δηλαδή στην επαναστατική πτέρυγα του ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΕΚΕ.
Αυτή η εξιστόρησή τους στερείται αντικειμενικής βάσης, αφού:
α) Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσαν οι τρεις Ελληνες αντιπρόσωποι στο σοσιαλδημοκρατικό συνέδριο του Λονδίνου (1918), η πολιτική επιρροή της ομάδας Γιαννιού ήταν πλέον σαφώς μικρότερη από αυτή της ΣΝ, πόσο μάλλον από τη Φεντερασιόν (30, 110 και 500 μέλη αντίστοιχα).1
β) Η ιδεολογική – πολιτική περιθωριοποίηση του Γιαννιού αποτυπώθηκε και στο γεγονός ότι συμμετείχε στο ιδρυτικό Συνέδριο μόνο με συμβουλευτική ψήφο, εξαιτίας των αντισημιτικών επιθέσεων εναντίον της Φεντερασιόν, στις οποίες είχε προχωρήσει, εναρμονιζόμενος με την προπαγάνδα της κυβέρνησης Βενιζέλου.
γ) Οπως ανέφεραν στη συνέχεια αντιφατικά και οι ίδιοι οι ομιλητές, ο Γιαννιός και η ομάδα του αποχώρησαν από το Συνέδριο και δεν αποτέλεσαν ποτέ μέλη του νεοσύστατου ΣΕΚΕ.
δ) Ο Μπεναρόγια (ηγετικό στέλεχος της Φεντερασιόν, ο οποίος εκτενώς μνημονεύθηκε στην εκπομπή) υποστήριξε μετέπειτα ότι οι αντιπρόσωποι της ΣΝ «ήσαν επαναστατικότεροι, πιο αδιάλλακτοι και ασφαλώς έπαιξαν τον πιο συγχρονισμένο ρόλο».2
Η μη αναφορά των ομιλητών στον Λιγδόπουλο και τη ΣΝ, δηλαδή σε όσους υιοθετούσαν περισσότερο από όλους την πείρα των μπολσεβίκων και το πρότυπο της Οκτωβριανής Επανάστασης, δεν είναι τυχαία. Τους «επέτρεψε» να ισχυρισθούν ότι απουσίαζε το οργανωτικό και ιδεολογικό – πολιτικό πρότυπο συγκρότησης του ΣΕΚΕ.
Στην πραγματικότητα, στο συνέδριο αντιπαρατέθηκε το πρότυπο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με το πρότυπο των μπολσεβίκων, μέσα από τη σύγκρουση τριών ομάδων: Της καθαρά σοσιαλδημοκρατικής, αλλά μειοψηφούσας του Γιαννιού, που τασσόταν υπέρ της Αντάντ (Μ. Βρετανία, Γαλλία κ.ά.) και της κυβέρνησης Βενιζέλου, της Φεντερασιόν, που υιοθετούσε πολλές σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, αλλά παράλληλα υποστήριζε την Οκτωβριανή Επανάσταση και αντιτασσόταν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και, τέλος, της επαναστατικής πτέρυγας, που συγκροτήθηκε γύρω από τη ΣΝ.
Σε αυτήν τη διαπάλη, υπό την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης και των θέσεων της ΣΝ και παρά την οργανωτική πλειοψηφία της Φεντερασιόν, το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ υιοθέτησε σημαντικές επαναστατικές διακηρύξεις.
Αυτές είναι που αποδεικνύουν ότι το ΣΕΚΕ αποτέλεσε τομή στην ελληνική κοινωνία, με την έννοια ότι σηματοδότησε την εμφάνιση της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και θεμελιώνουν την ιστορική του συνέχεια.
Πιο συγκεκριμένα, στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ αναφερόταν ως σκοπός του:
«1) Πολιτική και οικονομική οργάνωσις του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως διά την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας και την δημοσιοποίησιν των μέσων της παραγωγής και της ανταλλαγής, δηλ. την μεταβολήν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβιστικήν ή κομμουνιστικήν και 2) Διεθνής συνεννόησις και δράσις των εργατών».3
Και συμπληρωνόταν η θεμελιώδης θέση:
«Το Σ.Ε. Κόμμα δεν δύναται ποτέ να συμμετάσχει ή και να ενισχύσει οποιαδήποτε κυβέρνησιν της αστικής τάξεως και αποκρούει κάθε απόπειραν απομακρύνσεώς του από την πάλην των τάξεων, με σκοπόν να διευκολυνθή η προσέγγισις των εργατών με τα αστικά κόμματα».4
Εξίσου σημαντική ήταν η τοποθέτηση του νεότευκτου κόμματος στην εξωτερική πολιτική και ειδικά απέναντι στην Κοινωνία των Εθνών. Ο Λιγδόπουλος παρομοίασε την Κοινωνία των Εθνών με την Ιερά Συμμαχία και υποστήριξε ανάμεσα σε άλλα:
«Νομίζω ότι η Κοινωνία των Εθνών που θα έχει αστούς που κήρυξαν τον πόλεμο, είναι ένας κίνδυνος για την παρεμπόδιση της κοινωνικής επαναστάσεως. Νομίζω γι’ αυτό έχουμε καθήκον να πολεμήσουμε την Κοινωνία των Εθνών και να τονίσουμε ότι μόνο η εργατική τάξις, που είναι η μόνη που έχει τα ίδια συμφέροντα, μπορεί να είναι η ασφαλής για τον κόσμο κοινωνία των εθνών».5
Υπό το βάρος αυτής και άλλων τοποθετήσεων η Κοινωνία των Εθνών έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία, αλλά μόνο στην περίπτωση που στους κόλπους της συμπεριλάμβανε τα επαναστατημένα έθνη (Σοβιετική Ρωσία, Γερμανία6 κ.λπ.).7Επρόκειτο για μια ακόμα νίκη της επαναστατικής πτέρυγας.
Εστία αντιπαράθεσης αποτέλεσε και η τοποθέτηση του ΣΕΚΕ έναντι του στρατού, αλλά και ενός ενδεχόμενου πολέμου. Οι αντιπρόσωποι της Φεντερασιόν τάχθηκαν υπέρ του αφοπλισμού.8 Αντίθετα, η ομάδα του Γιαννιού υποστήριξε το σύνθημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στον Α΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο περί της «υπεράσπισης της πατρίδας», δηλαδή τη μετατροπή του εργατικού κινήματος σε ουρά και αιμοδότη των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της κάθε αστικής τάξης για το μοίρασμα των αγορών και σφαιρών επιρροής. Οι εκπρόσωποι της ΣΝ απάντησαν από τη σκοπιά του προλεταριακού διεθνισμού. Ο Σπ. Κομιώτης τάχθηκε υπέρ της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε κοινωνική επανάσταση.9
Οι θέσεις της ΣΝ δεν επικράτησαν, αλλά αποτέλεσαν αιτία αποχώρησης της Ομάδας Γιαννιού και ήττας των σοσιαλσοβινιστικών της θέσεων.
Φυσικά, αυτά είναι «ψιλά γράμματα» για την οπορτουνιστική ιστοριογραφία, που επιχείρησε να παρουσιάσει τη μετεξέλιξη του ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ ως αποτέλεσμα ορισμένων κομμουνιστών που «σκλήρυναν» στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Γι’ αυτό δεν αναφέρθηκαν στην απόφαση του Α΄ Εθνικού Συμβουλίου του ΣΕΚΕ (1919) να αποχωρήσει από τη Β΄ Σοσιαλδημοκρατική Διεθνή και να προσχωρήσει στη Γ’ Κομμουνιστική Διεθνή10, καθώς και στη μετονομασία του ΣΕΚΕ σε ΣΕΚΕ (Κομμουνιστικό) στο Β’ Συνέδριο του Κόμματος (1920).11
Οπως ακόμα δεν αναφέρθηκαν στην αντίθεση του ΣΕΚΕ στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Επόμενο, αφού όλα τα προηγούμενα διαχωρίζουν το ΣΕΚΕ από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής του και αποδεικνύουν και τη διαλεκτική πορεία του ενός και μόνο κόμματος που ονομάστηκε ΣΕΚΕ, σε λίγο ΣΕΚΕ (Κ) και αργότερα ΚΚΕ.
Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό μεθοδολογικά και γι’ αυτό ιδεολογικά – πολιτικά κρίσιμο το γεγονός ότι οι ομιλητές προσχώρησαν σε μια μεταμοντέρνα ψυχολογικίστικη ερμηνεία της Ιστορίας, δηλαδή στην κατανόησή της μέσα από προσωπικά κίνητρα και όχι μέσα από την πάλη των τάξεων.
Ο Κ. Καρπόζηλος υποστήριξε συγκεκριμένα για τα νεαρά στελέχη του ΚΚΕ τη δεκαετία του 1920: «Κοιτάζοντας τα βιογραφικά τους (…) είναι παιδιά που βρίσκουν στην κομμουνιστική Αριστερά την οικογένεια που έχουν χάσει, που δεν υπάρχει, είναι παιδιά του δρόμου, χαμίνια, από εδώ και από εκεί…». Πάνω σε αυτήν τη βάση κριτίκαρε ακόμα και το βιβλίο του Αγγελου Ελεφάντη «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης», λέγοντας ότι «…η βιβλιογραφία της εποχής δεν πιάνει τους πρωταγωνιστές αυτής της υπόθεσης».
Αυτό αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι ο τερματικός σταθμός της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας είναι η αποδοχή των αστικών μεθοδολογικών εργαλείων και τελικά του ανορθολογισμού.
Παραπομπές
1. Κωστής Μοσκώφ, «Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδ. «Καστανιώτης», Αθήνα, 1985, σελ. 397.
2. Αβραάμ Μπεναρόγια, «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδ. «Κομμούνα», Αθήνα, 1986, σελ. 121-122.
3. Ο.π., σελ. 133.
4. Ο.π., σελ. 134.
5. Ο.π., σελ. 77.
6. Στη Γερμανία είχε αρχίσει τότε η προλεταριακή επανάσταση (Νοέμβρης 1918 – Γενάρης 1919).
7. Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ. Πρακτικά, εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982, σελ. 79-80.
8. Ο.π., σελ. 83, 85.
9. Ο.π., σελ. 83.
10. «Το ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα», τόμ. 1ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ. 31.
11. Ο.π., σελ. 68.
Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
* Ο Κ. Σκολαρίκος είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ