Aπό την αρχαία Ινδία στη μεσαιωνική Βενετία – Οι ιστορικές ρίζες της καραντίνας
Παρά τις αλματώδεις προόδους της ανθρωπότητας, η πανδημία του κορονοϊού και τα πρώτα μέτρα ανταπόκρισης σε αυτή, δείχνουν ότι μπροστά στην επέλαση νέων παθογόνων oργανισμών, η αντίδραση και τα όπλα μας δε διαφέρουν στον πυρήνα τους από εκείνα των μεσαιωνικών ανθρώπων.
Η ιδέα του διαχωρισμού και της απομόνωσης ασθενούς από τους υγιείς δεν είναι καινούρια στην ανθρώπινη ιστορία, παρότι η συστηματοποίησή της, σε καιρούς που ήταν κατά βάση άγνωστοι οι μηχανισμοί διάδοσης μολυσματικών ασθενειών, είναι ένα σχετικά νέο ιστορικό φαινόμενο.
Στην αρχαία Ινδία, σανσκριτικά κείμενα από τον 8ο π.Χ. αι. κάνουν λόγο για διαχωρισμό του νεογέννητου από τη μητέρα του για 10 νύχτες, όπως και του διαχωρισμού της οικογένειας κι άλλων συγγενών εξ αίματος από το νεκρό για 10 νύχτες. Στην πρακτική αυτή, που ακολουθείται ακόμα και σήμερα από ορισμένες ινδικές κοινότητες, διαφαίνεται η ενστικτώδης αντίληψης για τους αδύναμους μηχανισμούς άμυνας των νεογνών, αλλά και για τις μολυσματικές ιδιότητες των νεκρών.
Περίπου την ίδια εποχή, σε κείμενα της Βίβλου εντοπίζονται και οι πρώτες αναφορές για 7ήμερη ή και παραπάνω ανάλογα με τα συμπτώματα απομόνωση ασθενών με εμφανή σημάδια στο σώμα τους. Πάνω από μια χιλιετία αργότερα, η πρώτη επιδημία βουβωνικής πανώλης, που συντάραξε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά το 541 και πολλές ακόμα περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο αλλά και βορειότερα, οδήγησε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό σε μέτρα περιορισμού όσων νοσούσαν.
Η πανούκλα, αλλά κυρίως η λέπρα υπήρξαν βασικοί λόγοι για την επιβολή ολοένα και πιο εκτεταμένων και αυστηρών μέτρων καραντίνας κατά διαστήματα, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ασία. Η οριστική συστηματοποίησή της ωστόσο πραγματοποιείται μόλις στα μέσα του 14ου αιώνα, όταν ο “Μαύρος Θάνατος”, δηλαδή η πανώλη έκανε δυναμική επανεμφάνιση από το 1347-1348 ως το 1351, εξοντώνοντας από 75 ως και 250 εκ. ανθρώπους σε Ευρώπη και Ασία. H ασθένεια εμφανίστηκε πιθανότατα στην κεντρική Ασία, και διαδόθηκε σταδιακά προς δυσμάς μέσω του δρόμου του μεταξιού. Αν και μάλλον έφτασε στην Ευρώπη από περισσότερες διόδους, κατά την παράδοση ορόσημο για την είσοδο της πανούκλας στη Γηραιά Ήπειρο θεωρείται το 1347 όταν Γενουάτες έμποροι έφεραν την αρρώστεια από την Κάφα της Κριμαίας στη Σικελία, όπου την είχαν κολλήσει από το στρατό των Μογγόλων που πολιορκούσε την πόλη. Οι γιατροί και ο απλός κόσμος βρισκόταν μπροστά σε μαι τρομαχτική ασθένεια, το μηχανισμό διάδοσης της οποίας δεν μπορούσαν να εντοπίσουν. Ο μολυσμένος αέρας ήταν μια δημοφιλής εξήγηση, ενώ όπως είναι γνωστό η πανούκλα έγινε αφορμή για μαζικές διώξεις εβραϊκών κοινοτήτων, ιδιαίτερα στη σε γερμανικές και γαλλικές πόλεις, επειδή τάχα οι Εβραίοι δηλητηρίαζαν τα πηγάδια.
Μετά την υποχώρηση του πρώτου πανδημικού κύματος το 1352, η ασθένεια εγκαταστάθηκε ενδημικά στον πληθυσμό της Γηραιάς Ευρώπης, πραγματοποιώντας θανατηφόρες επισκέψεις, διαφορετικές χρονικά από περιοχή σε περιοχή, αρχικά σε διαστήματα 5 ως 15 ετών μεταξύ τους, και αργότερα πιο αραιά, ως και το β’ μισό του 17ου αιώνα. Η ιδέα της απομόνωσης ασθενών ή της παρεμπόδισης διασποράς της νόσου δεν ήταν άγνωστη εκείνη την περίοδο, δεν εφαρμόστηκε ωστόσο συστηματικά, καθώς το κύμα φυγής προς την ύπαιθρο και γενικότερα από περιοχή σε περιοχή ήταν ασυγκράτητο. Oρισμένες ιταλικές πόλεις προσπάθησαν να εφαρμόσουν τέτοια μέτρα, κυρίως το Μιλάνο, που είχε συγκριτικά χαμηλό βαθμό θνησιμότητας, χωρίς να είναι σαφές κατά πόσον αυτό οφειλόταν σε αυτά, ενώ λίγους μόνο αιώνες αργότερα, το 1629 – 1631, η πόλη θα έχανε το μισό και πλέον πληθυσμό της σε άλλη επιδημία πανώλης. Συγκριτικά μικρότερες απώλειες είχε και η Πολωνία εκείνης της περιόδου, μετά από κλείσιμο συνόρων, αλλά και χάρη στην μικρή συμμετοχή της χώρας στα εμπορικά δίκτυα της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, όπως και στον κατά βάση αγροτικό χαρακτήρα των οικισμών της.
Αν και στο Μιλάνο το 1374, κατά τη διάρκεια ενός νέου κύματος πανώλης στην Ευρώπη, δόθηκε εντολή όλοι οι ασθενείς να μεταφερθούν σε χωράφια ή δάση μέχρι να αναρρώσουν ή να πεθάνουν, η πρώτη συστηματική καραντίνα εφαρμόστηκε από τις αρχές του Ντουμπρόβνικ στην Κροατία, γνωστή τότε ως Ραγούσα. Με 3000 κατοίκους εκείνη την εποχή, η πόλη της Αδριατικής αποτελούσε σημαντικό εμπορικό λιμάνι, άρα ιδιαίτερα ευάλωτο στην ασθένεια. Όταν η πανώλη ξανάκανε την εμφάνισή της το 1277, το συμβούλιο που διοικούσε την πόλη αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα. Σε συνεδρίαση της 27ης Ιούλη 1377, 34 από τα 47 μέλη του συμβουλίου αποφάσισαν πως “αυτοί που έρχονται από περιοχές με πανώλη δε θα μπαίνουν στο Ντουμπρόβνικ ή την ευρύτερη περιοχή εκτός αν πρώτα περάσουν ένα μήνα στο νησάκι Μρκαν ή την πόλη Κατβάτ, για λόγους απολύμανσης”. Στη συνέχεια, με ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία 44 συμβούλων, καθορίστηκε πως όποιος πήγαινε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης στους απομονωμένους χωρίς έγκριση των αρχών θα έμενε μαζί τους για ένα μήνα. Την εφαρμογή των διατάξεων ανέλαβε ένας Ιταλός γιατρός και δύο χειρουργοί που προσελήφθησαν από την πόλη. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1390, δημιουργήθηκε ειδική υπηρεσία που ασχολούνταν με όσους έρχονταν από περιοχές πληττόμενες από την πανώλη. Οι ποινές που προβλέπονταν για τους παραβάτες των κανονισμών ήταν δρακόντειες, περιλαμβάνοντας μαστίγωμα, καυτηριασμό, ακόμα και ακρωτηριασμό αυτιού. Η υπηρεσία αυτή όχι απλά διευρύνθηκε τους επόμενους δύο αιώνες, αλλά υπήρξε και πρότυπα για άλλα μεγάλα εμπορικά κέντρα όπως το Μιλάνο, Bενετία κι αργότερα η Μασσαλία κι άλλες πόλεις να ακολουθήσουν ανάλογες πολιτικές καραντίνας. Ετυμολογικά η καραντίνα συνδέεται με τις 40 μέρες της απομόνωσης, αλλά ανάλογα με την περίοδο και την πόλη, αυτή μπορούσε να κυμαίνεται μεταξύ 8 και 80 ημερών. Η καραντίνα δεν αφορούσε μόνο τα ίδια τα άτομα, αλλά και τα ρούχα, τα υπάρχοντά τους και τα σπίτια τους. Η κατ’ οίκον καραντίνα υπήρχε, συνηθισμένο ήταν ωστόσο να υπάρχουν ειδικά κτήρια οριοθετημένα ή εξαρχής κατασκευασμένα από τις τοπικές αρχές για την απομόνωση, αλλά και τη φροντίδα των ασθενών.
Η πρακτική αυτή επεκτάθηκε και καθιερώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη στους επόμενους αιώνες, λαμβάνοντας όλο και πιο οργανωμένες και σύνθετες, αν κι όχι πάντα ιδιαίτερα αποτελεσματικές μορφές, σε μια εποχή που η επιστημονική γνώση και αντιμετώπιση μολυσματικών ασθενειών παρέμεναν εξαιρετικά περιορισμένες. Κατά μία έννοια, παρά τις αλματώδεις προόδους της ανθρωπότητας στο συγκεκριμένο πεδίο, η πανδημία του κορονοϊού και τα πρώτα μέτρα ανταπόκρισης σε αυτή, δείχνουν ότι μπροστά στην επέλαση νέων παθογόνων oργανισμών, η αντίδραση και τα όπλα μας δε διαφέρουν στον πυρήνα τους από εκείνα των μεσαιωνικών ανθρώπων. Το αν αυτό θα έπρεπε να γίνει εν προκειμένω, μετά τα “προειδοποιητικά χτυπήματα” των πολύ συγγενών κορονοϊών που προκάλεσαν τις εξάρσεις του SARS και του MERS, είναι μια άλλη ιστορία.