Από την Κομιντέρν στην Κομινφόρμ! Από την Κομινφόρμ στην Κομιντέρν; – ΣΤ’ Μέρος: – Η ίδρυση της Κομινφόρμ
Αν και η Κομινφόρμ είχε ιδρυθεί για να αποκατασταθεί η ιδεολογικοπολιτική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, οι αντιφάσεις στους κόλπους της εξακολουθούσαν να υπάρχουν.
Δείτε εδώ το Α’ Μέρος
Δείτε εδώ το Β’ Μέρος
Δείτε εδώ το Γ’ Μέρος
Δείτε εδώ το Δ’ Μέρος
Δείτε εδώ το Ε’ Μέρος
Η πορεία προς την Κομινφόρμ
Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου η Σοβιετική Ένωση που είχε σηκώσει το κύριο βάρος του, ξεκίνησε την ανοικοδόμησή της. Μαζί με αυτή την προσπάθεια, ξεκίνησε και μία προσπάθεια να εκτιμήσει όσα είχαν συμβεί. Πράγματι το επόμενο διάστημα, ο Στάλιν εξήγησε ότι ο πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της φύσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού1. Μεταξύ άλλων όμως, ξεκίνησε και μία προσπάθεια αποτίμησης της στρατηγικής και της τακτικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος την περίοδο του πολέμου. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας τέθηκε σταδιακά το ζήτημα της συγκρότησης ενός νέου διεθνούς οργάνου του κομμουνιστικού κινήματος, με την ΕΣΣΔ να αψηφάει τις αντιλήψεις των μεμονωμένων κομμάτων, που ήταν αντίθετες σε μία τέτοια προοπτική. Η πορεία αυτή εν τέλει οδήγησε το 1947, στην ίδρυση της Κομινφόρμ και εκτυλίχθηκε ως εξής.
Τον Απρίλιο (11-13/4) του 1945 σε συνάντηση που είχαν οι Τίτο και Στάλιν, συζήτησαν πρώτη φορά το ζήτημα δημιουργίας ενός νέου διεθνούς οργάνου για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το περιεχόμενο της συζήτησης παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα, αλλά πιθανότατα ήταν γενικού χαρακτήρα, καθώς το επόμενο διάστημα δεν αναπτύχθηκαν σχετικές πρωτοβουλίες. Την υπόθεση αυτή άλλωστε διαφαίνεται να ενισχύει και η συνάντηση του Ιούνη (1/6) του 1946, δηλαδή ένα χρόνο μετά, στην οποία συμμετείχαν Γιουγκοσλάβοι και Βούλγαροι κομμουνιστές, όπου συζήτησαν μονάχα για την στρατηγική και τακτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος την περίοδο του πολέμου. Επομένως στην πρώτη συζήτηση πιθανότητα τέθηκε το ζήτημα της αποτίμησης της πορείας της Κομιντέρν, που συζητήθηκε στη δεύτερη, η οποία έθεσε το ζήτημα της ίδρυσης της Κομινφόρμ.
Αν και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης συζήτησης δεν είναι γνωστό εφ’ όλης της ύλης, ορισμένες πτυχές είναι γνωστές από τις σημειώσεις των συμμετεχόντων. Σύμφωνα λοιπόν με τον Βλάντιμιρ Ντέντιερ2, ο Στάλιν άσκησε κριτική στον Δημητρόφ για την καθοδήγηση της Κομιντέρν και έθεσε το ζήτημα δημιουργίας ενός νέου διεθνούς οργάνου του κομμουνιστικού κινήματος. Τέλος στη συζήτηση αποφασίστηκε ότι την πρωτοβουλία για την υλοποίηση όσων συζητήθηκαν, θα είχαν οι Γάλλοι κομμουνιστές.
Το επόμενο διάστημα ωστόσο ελάχιστα έγιναν από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα σε σχέση με όσα είχαν ειπωθεί, καθώς μόνο η Σοβιετική Ένωση ανέπτυξε επαφές με άλλα κομμουνιστικά κόμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το βόρειο Ιράν το οποίο με την βοήθεια της ΕΣΣΔ είχε Σοβιετοποιηθεί, τη στιγμή που το κόμμα στο νότο συμμετείχε στην κυβέρνηση, καθώς θεωρούσε πως η συμμετοχή θα ανταποκρίνονταν στις επιδιώξεις του, σε μία προσπάθεια να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Σε εκείνη την περίοδο η θέση της Σοβιετικής Ένωσης για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, ήταν σύμφωνη με τη δική της πείρα και εμπειρία3. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ήταν δεδομένο στο υπόλοιπο κομμουνιστικό κίνημα, που αδυνατούσε να αναπτύξει την ενότητα του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας, του οποίου ο γενικός γραμματέας Χάρυ Πόλιτ, σταδιακά καθοδηγούσε μακριά από τη σοσιαλιστική επανάσταση4.
Σε αυτές τις συνθήκες, η ΕΣΣΔ ανέλαβε πρωτοβουλίες και επωμίστηκε το καθήκον αποκατάστασης της ενότητας. Στις αρχές του 1947 συμβούλεψε τα κομμουνιστικά κόμματα που συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις και δεν είχαν απομακρυνθεί, να απομακρυνθούν, ενώ μάλιστα σε συνάντηση που είχε ο Στάλιν με τον Δημητρόφ, επέκρινε τα κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας για την συμμετοχή τους5. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, συζήτησε το ζήτημα της συγκρότησης ενός διεθνούς οργάνου του κομμουνιστικού κινήματος με τον Πολωνό Γκομούλκα και αποφάσισαν την διοργάνωση συνάντησης κομμουνιστικών κομμάτων.
Επομένως η απόφαση για την ίδρυση ενός νέου διεθνούς οργάνου του κομμουνιστικού κινήματος ήταν αποτέλεσμα μίας οργανωμένης διαδικασίας και όχι απλά απάντηση στο σχέδιο Μάρσαλ, όπως λέγεται. Τέλος να τονιστεί πως η διαδικασία αυτή είχε αντιφάσεις, καθώς δεν μοιράζονταν όλοι παρόμοιες αντιλήψεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Βλάντισλαβ Γκομούλκα, που θεωρούσε ότι το νέο διεθνές όργανο, θα ήταν απλά ένα διεθνές έντυπο όργανο πληροφόρησης.
Η πρώτη συνδιάσκεψη της Κομινφόρμ
Η συνάντηση που επρόκειτο να οδηγήσει στην ίδρυση του νέου διεθνούς οργάνου, πραγματοποιήθηκε στις 22-28 Σεπτέμβρη του 1947, στη πόλη Σκλάρζκα Πόρεντα της Πολωνίας. Οι Σοβιετικοί είχαν ασχοληθεί τόσο με την διοργάνωση της συνάντησης, όσο και με την προετοιμασία των καθηκόντων τους σε αυτή. Αυτή η πυρετώδης προετοιμασία φανερώνεται και από τις συναντήσεις που είχαν αναπτύξει με μία σειρά κομμουνιστικά κόμματα, αλλά και από την διαδικασία προετοιμασίας των λόγων των Ζντάνοφ και Γκεόργκι Μάλενκοφ, με τη συμβολή των Στάλιν και Μολότοφ.
Ο εισηγητικός λόγος του Ζντάνοφ είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς δεν αποτέλεσε μονάχα τη βάση που αναπτύχθηκε η συζήτηση, αλλά και γιατί αποτύπωνε άριστα την διεθνή κατάσταση. Στο λόγο του τόνισε τον κοσμοϊστορικό ρόλο της ΕΣΣΔ στη μάχη της ενάντια στο φασισμό, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη της, αλλά και της νίκης του σοσιαλισμού σε μία σειρά χώρες, ενώ στάθηκε και στην αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων του διεθνούς καπιταλισμού και στην προσπάθεια των ΗΠΑ να αναβαθμίσουν τη θέση τους γεωπολιτικά, με το σχέδιο Μάρσαλ και το δόγμα Τρούμαν. Η νέα διεθνής κατάσταση λοιπόν, σύμφωνα και με τα λόγια του αποτυπώνονταν από την διαίρεση του κόσμου σε δύο στρατόπεδα, “το ιμπεριαλιστικό και το αντί-ιμπεριαλιστικό”.
Οι παρατηρήσεις αυτές ήταν ολόσωστες, καθώς στην Ανατολική Ευρώπη είχαν συγκροτηθεί οι Λαϊκές Δημοκρατίες, ενώ ο καπιταλιστικός κόσμος αν και παγκοσμίως είχε επιβιώσει, είχε γνωρίσει ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική του πυραμίδα. Όσον αφορά αυτές, από τη μία η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία είχαν αποδυναμωθεί ως αποτέλεσμα της ήττας τους, ενώ η Γαλλία είχε αποδυναμωθεί από τον πόλεμο, αλλά και από την σταδιακή ανεξαρτητοποίηση πολλών αποικιών της. Από την άλλη οι ΗΠΑ μετά το πόλεμο είχαν αναδειχτεί σε κυρίαρχη δύναμη, ως αποτέλεσμα της νίκης τους στον πόλεμο έναντι των άλλων καπιταλιστικών χωρών, αλλά και από την αποδυνάμωση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ανεξαρτητοποίηση πολλών αποικιών του.
Ο λόγος του Ζντάνοφ έκλεισε με τον σχολιασμό της πορείας της Κομιντέρν και την αναφορά στην κατάσταση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, τονίζοντας την ανάγκη κοινής δράσης, λέγοντας τα εξής: “Το κομμουνιστικό κίνημα αναπτύσσεται μέσα στα εθνικά πλαίσια, αλλά υπάρχουν καθήκοντα και συμφέροντα κοινά για τα κόμματα διαφόρων χωρών….οι Σοσιαλιστές….έχουν αποκαταστήσει τη διεθνή τους, όμως οι κομμουνιστές απέχουν τόσο από το να συναντούν ο ένας τον άλλον, όσο και από το να συζητούν μεταξύ τους για θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, από το φόβο του συκοφαντικού χαρακτηρισμού των εχθρών τους ως “χεριών της Μόσχας”….Η ανάγκη κοινών διαβουλεύσεων και εκούσιου συντονισμού των δράσεων μεταξύ των μεμονωμένων κομμάτων έχει γίνει ιδιαίτερα επείγουσα στην παρούσα φάση”6.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η ΕΣΣΔ έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη για άμεση δημιουργία ενός νέου διεθνούς οργάνου, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κόμματα που σύμφωνα με τα λόγια του Ζντάνοφ, ήθελαν να αποφύγουν κάτι τέτοιο, την στιγμή που η σοσιαλδημοκρατία ανασυγκροτούσε την διεθνή της. Τέλος με το λόγο του ο Μάλενκοφ, αφού μίλησε για την κατάσταση και τα καθήκοντα της ΕΣΣΔ και του κόμματός της, υπερασπίστηκε την στρατηγική και την τακτική του κόμματος και της χώρας του την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου και μίλησε για την ανάγκη ενιαίας δράσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θέτοντας προς συζήτηση, πρόταση για την συγκρότηση νέου διεθνούς οργάνου7.
Η συζήτηση που ακολούθησε κινήθηκε στα πλαίσια των Σοβιετικών εισηγήσεων και ήταν πλούσια σε περιεχόμενο, καθώς οι σύνεδροι τοποθετήθηκαν σε όλα τα ζητήματα. Στη συνδιάσκεψη καταδικάστηκαν ο οπορτουνισμός των κομμουνιστικών κομμάτων που είχαν συμμετάσχει σε αστικές κυβερνήσεις (πέρα από τις παραπάνω περιπτώσεις σε αστικές κυβερνήσεις συμμετείχαν και τα ΚΚ της Δανίας, της Φινλανδίας και της Νορβηγίας, στα οποία η ΕΣΣΔ είχε ασκήσει κριτική), αλλά και ο οπορτουνισμός του Μπράουντερ (πέρα από παραπάνω τις περιπτώσεις, από τα ιδεολογήματα του είχε επηρεαστεί και το ΚΚ της Σουηδίας, το οποίο η ΕΣΣΔ είχε επικρίνει), ενώ η παραγωγική κριτική συνεχίστηκε και μετά τη συνάντηση, όπως συνέβη με το ΚΚ της Ινδονησίας8. Τέλος σημειώθηκε η ανάγκη επιστροφής, σε αγώνες επαναστατικής ταξικής πάλης.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν η ίδρυση της Κομινφόρμ (Γραφείο Πληροφοριών Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων), στις 5 Οκτώβρη 1947 και του έντυπου οργάνου της με τίτλο “Για Διαρκή Ειρήνη, για τη Λαϊκή Δημοκρατία”. Το επόμενο διάστημα έγινε προσπάθεια να προωθηθούν και να υιοθετηθούν οι θέσεις της συνδιάσκεψης9, που έως ένα βαθμό είχε επιτυχία, καθώς πολλά κομμουνιστικά κόμματα άλλαξαν τη στάση τους, ενώ ταυτόχρονα ενισχύθηκε ο προλεταριακός διεθνισμός και αναθερμάνθηκαν οι μεταξύ τους σχέσεις.
Η δεύτερη συνδιάσκεψη της Κομινφόρμ
Η δεύτερη συνδιάσκεψη της Κομινφόρμ, συνήλθε 19-23 Ιούνη 1948 και οδήγησε στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας. Αν και το κύριο θέμα της συζήτησης αφορούσε τους χειρισμούς της Γιουγκοσλαβίας το προηγούμενο διάστημα σε σχέση με τη διεθνή κατάσταση και την στάση της απέναντι στο ενδεχόμενο συγκρότησης μίας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, στη συνάντηση συζητήθηκαν ζητήματα γύρω από τον χαρακτήρα των Λαϊκών Δημοκρατιών και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε αυτό το πνεύμα παρακάτω δεν παρατίθενται ντοκουμέντα από την συνάντηση, αλλά ορισμένα ζητήματα γύρω από την ρήξη ΕΣΣΔ-Γιουγκοσλαβίας, που έμεινε γνωστή ως ρήξη Τίτο-Στάλιν και ορισμένα ζητήματα σε σχέση με νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Ήδη από την πρώτη συνάντηση της Κομινφόρμ οι Σοβιετικοί έθεταν ως καθήκον των Λαϊκό-Δημοκρατικών χωρών την Σοβιετοποίηση των οικονομιών τους, δηλαδή την υιοθέτηση των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στα πρότυπα της ΕΣΣΔ. Με τη βοήθεια των Σοβιετικών αυτές οι χώρες σταδιακά υιοθέτησαν τις βασικές αρχές της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και άρχισαν να ενισχύουν τις σοσιαλιστικές κομμουνιστικές σχέσεις και τρόπο παραγωγής. Ωστόσο οι Γιουγκοσλάβοι χαλάρωναν αυτές τις βασικές αρχές και ανέπτυσσαν διαφορετικές αντιλήψεις, που έρχονταν σε αντίθεση με τις σοσιαλιστικές νομοτέλειες.
Σε αντίθεση λοιπόν με την ΕΣΣΔ στη Γιουγκοσλαβία τα καπιταλιστικά στοιχεία, όχι μόνο δεν καταπολεμούνταν, αλλά αντίθετα εξακολουθούσαν να υφίστανται. Από τη μία οι βιομηχανίες, ήταν υπό τον έλεγχο της μεμονωμένης αυτοδιαχείρισης των παραγωγών και των διευθυντών τους και όχι υπό τον εργατικό έλεγχο και τον κεντρικό σχεδιασμό. Από την άλλη στη γη όχι μόνο δεν προωθούνταν η κολλεκτιβοποίηση, αλλά αντίθετα εξακολουθούσε να υπάρχει η γαιοκτημονική ιδιοκτησία αντίστοιχη με εκείνη των κουλάκων. Για αυτή την κατάσταση, ο Στάλιν είχε γράψει τα εξής: “Η διάδοση του ψεύδους της δυνατότητας οικοδόμησης του σοσιαλισμού χωρίς ταξική πάλη, μίας δυνατότητας ειρηνικής μεταμόρφωσης του εκμεταλλευτή στο σοσιαλισμό….ακινητοποιεί τον εργαζόμενο λαό της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στους εσωτερικούς εχθρούς του”10.
Η παραπάνω κατάσταση ήταν απόρροια των αποφάσεων των Γιουγκοσλάβων, να απορροφήσουν τα αστικής καταγωγής κοινωνικά στρώματα στην ηγεσία των οργάνων εξουσίας, αλλά και του Λικβινταρισμού τους, δηλαδή της απόφασης να ενσωματωθεί σταδιακά το κόμμα, μέσα στα όργανα εξουσίας. Αυτός ήταν ο λόγος που Στάλιν και οι Σοβιετικοί ήρθαν σε ρήξη με τον Τίτο και τη Γιουγκοσλαβία, με τους οποίους συμφωνούσαν μεν στην δημιουργίας μίας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, διαφωνούσαν δε στο χαρακτήρα που θα είχε. Επίσης σημαντικές διαφωνίες υπήρχαν και γύρω από τον ρόλο των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών, που δεν αντιμετώπιζαν τη σχέση με τα αδελφά κόμματα της μελλοντικής συνομοσπονδίας αμοιβαία, αλλά ηγεμονικά.
Αν και έγινε προσπάθεια να επιλυθούν ορισμένα ζητήματα τον Φλεβάρη του 1948, δεν σημειώθηκε ιδιαίτερη πρόοδος. Έτσι τον Μάρτη του 1948, οι δύο πλευρές άρχισαν να σταδιακά να έρχονται σε ρήξη με την ανταλλαγή επιστολών. Η ρήξη ήρθε επίσημα τον Ιούνη του 1948, όταν η Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας αποπέμφθηκε από την Κομινφόρμ. Η αποπομπή δεν ήταν αντικαταστατική καθώς ήταν αποτέλεσμα ομόφωνης απόφασης. Επίσης οι Γιουγκοσλάβοι είχαν κληθεί στην συνάντηση, προκειμένου να συζητηθεί το ζήτημα εφ’ όλης της ύλης. Τέλος μέλη του κόμματος στη Γιουγκοσλαβία που τάχθηκαν με την Κομινφόρμ, είτε φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν, είτε δικάστηκαν και εκτελέστηκαν, από το αντιδημοκρατικό καθεστώς του αποστάτη Τίτο.
Η απόφαση της Κομινφόρμ τόνιζε τις παραπάνω παρατηρήσεις και καλούσε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, να καταδικάσει τον Τίτο και τη Γιουγκοσλαβία. Από την άλλη καλούσε τους κομμουνιστές της Γιουγκοσλαβίας που τάσσονταν με την Κομινιφόρμ, να δώσουν τη μάχη των ιδεών στο κόμμα και το λαό, προκειμένου να ανατρέψουν την κατάσταση. Στην ουσία με αυτή την κίνηση η Σοβιετική Ένωση και Κομινφόρμ, προσπαθούσαν να καταδικάσουν τις παρεκκλίσεις από τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τις οποίες προσπαθούσαν να γενικεύσουν.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες Λαϊκές Δημοκρατίες, σε γενικές γραμμές υιοθέτησαν την Σοβιετοποίηση των οικονομιών τους. Εξαίρεση αποτέλεσε η Πολωνία, που αν και θεωρητικά συμφώνησε με τις αποφάσεις της Κομινφόρμ, στην πράξη δεν τις εφάρμοσε μέχρι την απομάκρυνση του Γκομούλκα, ένα μήνα περίπου μετά τη δεύτερη συνάντηση. Τέλος να υπογραμμιστεί ότι το διάστημα μετά από τη συνδιάσκεψη, ξεκίνησε μία πιο οργανωμένη προσπάθεια να αναπτυχθεί η πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού.
Η τρίτη συνδιάσκεψη της Κομινφόρμ
Η τρίτη και τελευταία συνδιάσκεψη της Κομινφόρμ συνήλθε στις 16-19 Νοέμβρη 1949 και διεξήχθη σε μία φάση με σημαντικές εξελίξεις γύρω από τη διεθνή κατάσταση. Ήταν μία περίοδος που από τη μία δυνάμωνε η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, ενώ από την άλλη αύξαναν οι δυνάμεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που πρωτοστατούσε σε μία σειρά μάχες. Σε αυτές τις συνθήκες η ανάγκη για τη διαμόρφωση μίας ενιαίας στρατηγικής και τακτικής για τα κομμουνιστικά κόμματα, μπήκε στην ημερήσια διάταξη του κομμουνιστικού κινήματος, γεγονός που αποτυπώνεται και από τη συζήτηση που έγινε στην Κομινφόρμ. Η συζήτηση είχε τρία θέματα εκ των οποίων το πρώτο αναφέρονταν στο ζήτημα της διαφύλαξης της ειρήνης, το δεύτερο στην ενότητα της εργατικής τάξης και το τρίτο στην κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία. Από αυτά τα ζητήματα περισσότερη σημασία είχε το δεύτερο και συγκεκριμένα το σημείο που αναφέρονταν στα καθήκοντα των κομμουνιστικών κομμάτων σε σχέση με την στρατηγική και τακτική τους, που καθόριζε τα εξής:
“Η ενότητα του κινήματος της εργατικής τάξης και η κινητοποίηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων είναι απαραίτητη, όχι μόνο για την επίλυση των καθημερινών και τρεχόντων καθηκόντων της εργατικής τάξης και της μάζας του εργαζόμενου λαού, αλλά επίσης για την επίλυση των βασικών ζητημάτων που αντιμετωπίζει το προλεταριάτο σαν μία τάξη που καθοδηγεί την πάλη για την εξάλειψη της εξουσίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, για τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Στην βάση των επιτυχιών που επιτεύχθηκαν στην εξασφάλιση της ενότητας του κινήματος της εργατικής τάξης και στην κινητοποίηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων, θα καταστεί δυνατή η ανάπτυξη της πάλης του αγώνα στις καπιταλιστικές χώρες για την εγκαθίδρυση κυβερνήσεων που θα κινητοποιήσουν όλες τις πατριωτικές δυνάμεις που αντιτίθενται στην υποδούλωση των χωρών τους από τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, θα υιοθετήσουν την πολιτική σταθερής ειρήνης μεταξύ των λαών, θα σταματήσουν τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών και θα αυξήσουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων μαζών”11.
Σύμφωνα λοιπόν με το παραπάνω απόσπασμα, αλλά και το κείμενο γενικότερα, το καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων, έγκειτο αφενός στην ενότητα της εργατικής τάξης στους ταξικούς αγώνες και αφετέρου στην κινητοποίηση της εργατικής τάξης στα πλαίσια της ταξικής πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας και της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Για να καταστεί αυτό δυνατό, επίκεντρο της καθημερινής τους δράσης έπρεπε να γίνει η ανάπτυξη των οικονομικών αγώνων και η μετατροπή τους σε πάλη για την εξουσία. Στο βαθμό δηλαδή που θα υλοποιούνταν η ενότητα και κινητοποίηση της εργατικής τάξης, θα μπορούσε να συγκροτηθεί μία κυβέρνηση που θα καθοδηγούσε την νέα κοινωνία. Επίσης κομβικό σημείο των καθηκόντων των κομμουνιστικών κομμάτων προκειμένου να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους, ήταν η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα δημοκρατικά λαϊκά στρώματα. Αν και από τα παραπάνω δεν φαίνεται ξεκάθαρα, εάν η κυβέρνηση θα προέκυπτε από τα κάτω (ένοπλα), ή από τα πάνω (κοινοβουλευτικά), από την συζήτηση διαφαίνεται, πως δεν επρόκειτο για μία εκλεγμένη αστική κυβέρνηση, αλλά αντιθέτως για μία επαναστατική λαϊκή κυβέρνηση. Άλλωστε μεταξύ των άλλων καθηκόντων των κομμουνιστικών κομμάτων, ήταν η σύγκρουση με την σοσιαλδημοκρατία και τον οπορτουνισμό.
Πάντως πρέπει να τονιστεί πως αν και η Κομινφόρμ είχε ιδρυθεί για να αποκατασταθεί η ιδεολογικοπολιτική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, οι αντιφάσεις στους κόλπους της εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Από τη μία η ΕΣΣΔ και ο Στάλιν προωθούσαν τις επαναστατικές νομοτέλειες, όπως όταν το 1948 συμβούλευσαν τα αδελφά κόμματα στην Ασία να οργανώσουν εξεγέρσεις12, αλλά και όταν το 1950 συμβούλευσαν τους Κορεάτες συντρόφους τους να παλέψουν ένοπλα13. Από την άλλη μεμονωμένα κομμουνιστικά κόμματα με διεθνή επιρροή, όχι μόνο δεν υιοθετούσαν τις αντιλήψεις της Κομινφόρμ, αλλά αντιθέτως προσπάθησαν να κυριαρχήσουν τις δικές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Τολιάτι, ο οποίος στην συνδιάσκεψη προώθησε τις οπορτουνιστικές του αντιλήψεις. Επομένως όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελούν την ενιαία αντίληψη του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής. Για το λόγο αυτό, παρακάτω θα παρατεθεί και η μεμονωμένη αντίληψη των ΕΣΣΔ και Στάλιν.
1 Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα τόμος 16 (σ. 17-37), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
2 Vladimir Dedijer: Tito (σ. 491-492), εκδ. Simon & Schuster.
3 Kristen Blake: The U.S.-Soviet Confrontation in Iran 1945-1962 (σ. 40), εκδ. University Press of America.
4 John Gollan: Peoples Democracy for Britain (σ. 3-4), εκδ. The Communist Party.
5 The Diary of Georgi Dimitrov 1933-1949 (σ. 422), εκδ. Yale University Press.
6 A. Zhdanov: The International Situation (σ. 18-19), εκδ. Foreign Languages Publishing House.
7 For a Lasting Peace, For a Peoples Democracy: Full and complete Reports submitted to the Nine Communist Parties’ Conference held at Warsaw in September 1947 (σ. 62), εκδ Peoples Publishing House.
8 Justus Maria Van der Kroef: The Communist Party of Indonesia (σ. 3-43, εκδ. University of British Columbia.
9 The Soviet Union and Europe in the Cold War 1943–1953 (σ. 198), εκδ. Palgrave Macmillan.
10 Revolutionary Democracy: Vol. VIII, No 2: September 2002: σ. 99-10.
11 Communist Information Bureau Resolutions: November 1949 (σ. 21), εκδ. The Communist Party.
12 Charles B. McLane: Soviet Strategies in Southeast Asia (σ. 357), εκδ. Princeton University Press.
13 Origins of the Cold War: An International History (σ. 265-281), εκδ. Routledge.