Από την Κομιντέρν στην Κομινφόρμ! Από την Κομινφόρμ στην Κομιντέρν; – Ζ’ Μέρος: Η αυτοδιάλυση της Κομινφόρμ
Η αυτοδιάλυσή της αφόπλισε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και δικαιολογήθηκε με το πρόσχημα των νέων συνθηκών, όπου η ανάπτυξη των ΚΚ πέρα από τα εθνικά τους πλαίσια και η ανάπτυξη και ενότητα διεθνών δεσμών μεταξύ της εργατικής τάξης, καθιστούσε περιττή την ύπαρξή της, καθώς η μορφή και η λειτουργία της δρούσαν ανασταλτικά σε αυτή την ανάπτυξη
Δείτε εδώ το Α’ Μέρος
Δείτε εδώ το Β’ Μέρος
Δείτε εδώ το Γ’ Μέρος
Δείτε εδώ το Δ’ Μέρος
Δείτε εδώ το Ε’ Μέρος
Δείτε εδώ το ΣΤ’ Μέρος
Προς την αυτοδιάλυση της Κομινφόρμ
Αν και θεωρητικά η Κομινφόρμ είχε πλέον διαμορφώσει ενιαία στρατηγική και τακτική για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, οι αποφάσεις της δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην πράξη. Σε μία φάση που το σοσιαλιστικό στρατόπεδο είχε ενισχυθεί μετά την νίκη των Κινέζων κομμουνιστών, φανερώνονταν όλο και περισσότερο, ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα εισέρχονταν στην περίοδο κυριαρχίας της οπορτουνιστικής αντίληψης της ειρηνικής συνύπαρξης σοσιαλισμού και καπιταλισμού. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, ήταν η σταδιακή απομάκρυνση των κομμουνιστικών κομμάτων από την Κομινφόρμ και η παραπέρα ανάπτυξη του ρεβεζιονισμού και του ρεφορμισμού. Αυτός ο αναθεωρητισμός θα οδηγούσε μετά το 1956 στο οπορτουνιστικό ρεύμα του ευρωκομουνισμού, που κυριάρχησε σχεδόν σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα.
Ωστόσο η ΕΣΣΔ μέχρι το 1956 όχι μόνο δεν συνέβαλε σε αυτή την κατάσταση, αλλά αντίθετα την καταπολέμησε. Στα τέλη του 1949 και στις αρχές του 1950 οι Σοβιετικοί απευθύνθηκαν στους συντρόφους τους στην Ασία, προκειμένου να οργανωθεί το Ασιατικό τμήμα της Κομινφόρμ. Αν και φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι Κορεάτες ήταν θετικοί απέναντι σε μία τέτοια ενέργεια, διαφαίνεται ότι οι Κινέζοι ήταν αρνητικοί1. Η αδυναμία συγκρότησης ενός καθοδηγητικού οργάνου στην Ασία που σε μία σειρά χώρες πραγματοποιούνταν εξεγέρσεις, στοίχισε στο κομμουνιστικό κίνημα της περιοχής. Αν και δεν αποτέλεσε την κύρια αιτία για την στρατιωτική ήττα των κομμουνιστών στις Ασιατικές χώρες, η έλλειψη ενότητας μεταξύ τους είχε αρνητικό αντίκτυπο στις ενέργειές τους περιφερειακά.
Άλλωστε η απουσία ενότητας στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ως γνωστών είχε πάντοτε επιπτώσεις στη δράση του. Προφανώς σε συνθήκες παρανομίας ή ένοπλης πάλης, η επικοινωνία γίνονταν δύσκολη και πολλές φορές διακόπτονταν προσωρινά, αλλά δεν έπρεπε να παύει να υπάρχει η αμοιβαία θέληση για διεθνιστικές σχέσεις. Αυτό αποδεικνύεται και από τις σχέσεις των Σοβιετικών με το ΚΚ της Βιρμανίας (ή Μιανμάρ), οι οποίες στα χρόνια του πολέμου και στα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του είχαν διακοπεί2, αλλά στην πορεία αποκαταστάθηκαν με αποτέλεσμα το κόμμα να διορθώσει τα λάθη του και να επαναστατικοποιηθεί. Επίσης αποδεικνύεται και από την περίπτωση του ΚΚ της Ισπανίας, που το 1946-1947 συμμετείχε στην εξόριστη Ισπανική Κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, από την οποία όμως αποχώρησε, μετά την επαναστατικοποίηση του το 1948-1949 με την βοήθεια της Κομινφόρμ.
Εν πάση περιπτώσει, η αντίληψη της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο εκείνη, ήταν ξεκάθαρα επαναστατική. Το 1948 ο Στάλιν υπενθύμισε την διαίρεση του κόσμου σε δύο στρατόπεδα, μίλησε για την ανάγκη ανάπτυξης της ταξικής πάλης διεθνώς, αλλά και για την ανάγκη κοινής διεύθυνσής της3. Πράγματι επαναστατικά κινήματα απλώθηκαν ανά την υφήλιο, αλλά η ενότητα παρέμενε πίσω από το αναγκαίο επίπεδο. Έτσι παρά την αποτυχία ανάπτυξης των λειτουργιών της Κομινφόρμ στην Ασία, η γραμματεία της συναντήθηκε άλλες δύο φορές, προκειμένου να πάρει οργανωτικά μέτρα. Τόσο στη συνάντηση στα τέλη του 1950, όσο και στη συνάντηση στις αρχές του 1951, συζητήθηκαν θέματα σε σχέση με τα οργανωτικά ζητήματα της Κομινφόρμ και τα νέα καθήκοντα των κομμουνιστικών κομμάτων.
Στην πρώτη συνάντηση εκ μέρους του Μπολσεβίκικου κόμματος μίλησε o Μιχαήλ Σουσλόφ, που τάχθηκε υπέρ της αναδιοργάνωσης της οργανωτικής λειτουργίας της Κομινφόρμ, παρόμοια με αυτή της Κομιντέρν4. Στη δεύτερη συνάντηση εκ μέρους του Μπολσεβίκικου κόμματος μίλησε ο Στάλιν, ο οποίος αν και ισχυρίστηκε πως τη δεδομένη στιγμή δεν υπήρχε επαναστατικός αναβρασμός, υποστήριξε ότι ήταν αναγκαία η λήψη μέτρων για το σχεδιασμό της παράνομης δουλειάς των κομμουνιστικών κομμάτων5. Μεταξύ άλλων στις συναντήσεις συζητήθηκαν προβληματισμοί σε σχέση με την αντι-Τιτοϊκή δράση, αλλά και σε σχέση με το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου. Ωστόσο τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, όχι μόνο δεν συμμερίστηκαν τις θέσεις του Μπολσεβίκου κόμματος, αλλά αντιθέτως διαφώνησαν και σταδιακά απομακρύνθηκαν από την Κομινφόρμ.
Μετά από αυτές τις συναντήσεις, οι λειτουργίες τις Κομινφόρμ περιορίστηκαν στην έκδοση του έντυπου οργάνου της. Βέβαια το κόμμα της ΕΣΣΔ, δεν σταμάτησε να ασχολείται με τις διεθνείς εξελίξεις. Το 1950 ο Στάλιν απάντησε σε θεωρητικό ερώτημα σε σχέση με την ιστορία και το Μαρξισμό, υπερασπίζοντας τις επαναστατικές νομοτέλειές του6, ενώ το 1951 τάχθηκε υπέρ της εφαρμογής τους στην πράξη. Σε διάσκεψη που είχαν οι ηγεσίες των Λαϊκών Δημοκρατιών της Ευρώπης, ο Στάλιν είπε ότι το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, μπορούσε να επωφεληθεί από την ενασχόληση των ΗΠΑ με την Ασία, αξιοποιώντας αυτή τη στιγμή προς όφελός του7. Επίσης είπε ότι οι Λαϊκές Δημοκρατίες, έπρεπε το επόμενο διάστημα να αναπτύξουν σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις.
Βέβαια υπήρχαν και κομμουνιστικά κόμματα που εξακολουθούσαν να έχουν επαφές και να συμβουλεύονται το κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, σε σχέση με τα καθήκοντά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ΚΚ της Ιαπωνίας, το οποίο με τη βοήθεια των Σοβιετικών κατέληξε σε ένα νέο πρόγραμμα, όπου υιοθετούνταν το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό8. Μάλιστα σε μία αντίστοιχη προσπάθεια το ΚΚ της Ινδίας ήρθε σε επαφή με τον ίδιο το Στάλιν, που υπέδειξε στους Ινδούς το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό9. Το γεγονός ότι αυτά τα κόμματα αναγνώριζαν το επαναστατικό ρόλο και χαρακτήρα των Σοβιετικών και του Στάλιν και τους συμβουλεύονταν, δείχνει ότι παρά την γενικότερη κατάσταση, μεμονωμένα υπήρχαν ισχυρές διεθνιστικές σχέσεις. Ωστόσο από τις συζητήσεις φαίνεται ότι ο οπορτουνισμός αναπτύσσονταν σε όλο και περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα.
Η αυτοδιάλυση της Κομινφόρμ
Μολονότι οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις εκδηλώνονταν σε όλο και περισσότερα κόμματα, το 1952 έγινε μία νέα προσπάθεια από τους Σοβιετικούς, προκειμένου να διαμορφωθεί μία ενιαία αντίληψη στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Εν όψει του 19ου συνεδρίου που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, ξεκίνησε μία συζήτηση σε σχέση με το ζήτημα της ειρήνης. Το ζήτημα ήταν ιδιαίτερης σημασίας, δεδομένου ότι η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα αυξανόταν διαρκώς, ενώ την ίδια στιγμή οι λαοί ανέπτυσσαν κινήματα ειρήνης, στα οποία πρωτοστατούσαν τα κομμουνιστικά κόμματα.
Το συνέδριο επρόκειτο να βασιστεί στην εισήγηση του Μαλένκοφ, αναπτύσσοντας τρία θέματα. Αυτά αφορούσαν την διεθνή κατάσταση, την οικονομική κατάσταση στην ΕΣΣΔ, την κατάσταση στο κόμμα της και τα νέα καθήκοντα σχετικά με αυτά τα θέματα. Η εισήγηση βέβαια δεν ήταν αποτέλεσμα προσωπικής του εργασίας, αλλά συλλογικό προϊόν του κόμματος. Επεξεργάστηκε και διορθώθηκε πολλές φορές, πριν εγκριθεί από την εσωκομματική συζήτηση. Επίσης να σημειωθεί ότι η μελέτη του κειμένου έγινε και από τους συνέδρους των αδελφών κομμουνιστικών κομμάτων, των οποίων η παρουσία στο συνέδριο ήταν πολυάριθμη.
Μολονότι είναι γεγονός ότι η εισήγηση ήταν προϊόν των συλλογικών εσωκομματικών διεργασιών, είναι επίσης γεγονός ότι αυτές επηρεάστηκαν από το έργο του Στάλιν “Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ”. Στο έργο του ανέλυσε κυρίως ζητήματα σχετικά με την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, σε μία περίοδο που υπήρχε γενικότερος προβληματισμός σε σχέση με το θέμα. Άλλωστε είναι γεγονός, ότι η συμμετοχή του Στάλιν στις αντίστοιχες συζητήσεις, ήταν βαρυσήμαντη. Βέβαια στο έργο του συζήτησε και το ζήτημα της ειρήνης και του πολέμου εκφράζοντας την άποψή του σε σχέση με τα καθήκοντα των κομμουνιστών.
Πιο συγκεκριμένα υποστήριξε ότι ήταν λανθασμένη η αντίληψη ορισμένων κομμουνιστών που θεωρούσαν ότι η θέση του Λένιν για το αναπόφευκτο των ιμπεριαλιστικών πολέμων είχε πλέον ξεπεραστεί και περιέγραψε τα καθήκοντα των κομμουνιστών σε σχέση με το αντιπολεμικό-αντιμιλιταριστικό κίνημα, ως εξής:
“Λένε πως επειδή αναπτύχθηκαν στη σημερινή εποχή ισχυρές λαϊκές δυνάμεις για την υπεράσπιση της ειρήνης, ενάντια σ’ έναν καινούργιο παγκόσμιο πόλεμο, η θέση του Λένιν για το ότι ο ιμπεριαλισμός αναπόφευκτα γεννάει πολέμους, πρέπει να θεωρηθεί σαν παλιωμένη. Αυτό δεν είναι σωστό. Το σύγχρονο κίνημα της ειρήνης έχει σαν σκοπό του να ξεσηκώσει τις λαϊκές μάζες στον αγώνα για τη διαφύλαξη της ειρήνης, για την αποτροπή ενός καινούργιου παγκόσμιου πολέμου. Επομένως δεν έχει σαν σκοπό του την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, περιορίζεται στους δημοκρατικούς σκοπούς της πάλης για τη διαφύλαξη της ειρήνης. Από την άποψη αυτή το σύγχρονο κίνημα για τη διαφύλαξη της ειρήνης διαφέρει απ’ το κίνημα στην περίοδο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο, γιατί το τελευταίο αυτό κίνημα προχωρούσε μακρύτερα και ακολουθούσε σοσιαλιστικούς σκοπούς. Είναι δυνατό, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, η πάλη για την ειρήνη να εξελιχτεί σε ορισμένα μέρη σε πάλη για το σοσιαλισμό, όμως αυτό δε θα ‘ναι πια το σύγχρονο κίνημα για την ειρήνη, αλλά θα ‘ναι κίνημα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Το πιο πιθανό απ’ όλα είναι ότι το σύγχρονο κίνημα για την ειρήνη, σαν κίνημα για τη διαφύλαξη της ειρήνης, σε περίπτωση επιτυχίας θα οδηγήσει στην αποτροπή του δοσμένου πολέμου (Με το «δοσμένος πόλεμος» εννοείται ο πόλεμος μεταξύ καπιταλιστικών χωρών) στην προσωρινή αναβολή του, στην προσωρινή διαφύλαξη της δοσμένης ειρήνης, στην παραίτηση της φιλοπόλεμης κυβέρνησης και στην αντικατάσταση της με άλλη κυβέρνηση, έτοιμη να διατηρήσει προσωρινά την ειρήνη. Αυτό είναι, φυσικά, καλό. Και μάλιστα πολύ καλό. Όμως, παρ’ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για να εκμηδενίσει το αναπόφευκτο των πολέμων γενικά ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες. Δεν είναι αρκετό, γιατί παρ’ όλες αυτές τις επιτυχίες του κινήματος για την υπεράσπιση της ειρήνης ο ιμπεριαλισμός διατηρείται, εξακολουθεί να ισχύει, επομένως εξακολουθεί να ισχύει, επίσης, και το αναπόφευκτο των πολέμων. Για να καταργήσουμε το αναπόφευκτο των πολέμων, πρέπει να εξαλείψουμε τον ιμπεριαλισμό”10.
Σύμφωνα λοιπόν με το απόσπασμα εξηγούσε ότι τη δεδομένη στιγμή το αντιπολεμικό και αντιμιλιταριστικό κίνημα δεν πάλευε για την αλλαγή τάξης στην εξουσία και ότι σε περίπτωση πολέμου, πιθανότατα θα ανέτρεπε την φιλοπόλεμη κυβέρνηση, η οποία θα αντικαθίστατο από μία φιλειρηνική κυβέρνηση. Βέβαια εξηγούσε ότι όπως στο παρελθόν έτσι και στο μέλλον, το κίνημα αυτό θα μπορούσε να μετατραπεί σε αντι-ιμπεριαλιστικό και αντι-καπιταλιστικό, προκειμένου να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό, θέτοντας ως καθήκον των κομμουνιστών, το τσάκισμα και τη συντριβή του ιμπεριαλισμού.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το έργο αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την προετοιμασία του συνεδρίου. Μολονότι δεν υιοθετήθηκε αυτούσιο στην εισήγηση του Μαλένκοφ, υπάρχουν πολλά σημεία που έμμεσα παραπέμπουν σε αυτό, αλλά και άμεσες αναφορές. Όσον αφορά λοιπόν τα οικονομικά ζητήματα αυτά σε γενικές γραμμές ανταποκρίνονταν στο ύψος των περιστάσεων, ενώ όσον αφορά τα πολιτικά ζητήματα, αυτά καθορίστηκαν ως εξής:
“Στην επιδίωξη της ειρηνικής της πολιτικής η Σοβιετική Ένωση βρίσκεται σε απόλυτη ομοφωνία με τα άλλα δημοκρατικά ειρηνόφιλα κράτη: την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την Πολωνία, την Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, την Βουλγαρία, την Αλβανία την Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, την Κορεατική Λαϊκή Δημοκρατική Δημοκρατία και την Μογγολική Λαϊκή Δημοκρατία. Οι σχέσεις της ΕΣΣΔ με αυτές τις χώρες είναι ένα παράδειγμα εντελώς νέων σχέσεων μεταξύ των κρατών που δεν είχαν ξαναϋπάρξει στην ιστορία. Βασίζονται στις αρχές της ισότητας των δικαιωμάτων, της οικονομικής συνεργασίας και του σεβασμού της εθνικής ανεξαρτησίας. Πιστή στα σύμφωνα αμοιβαίας αλληλοβοήθεια η ΕΣΣΔ παρέχει και θα συνεχίσει να παρέχει βοήθεια και υποστήριξη για την περαιτέρω εδραίωση και ανάπτυξη αυτών των χωρών. Είμαστε βέβαιοι ότι στον ειρηνικό ανταγωνισμό με τον καπιταλισμό, το σοσιαλιστικό σύστημα οικονομίας χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο θα αποδεικνύει ξεκάθαρα την υπεροχή του ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα οικονομίας. Αλλά δεν έχουμε την παραμικρή πρόθεση να επιβάλλουμε την ιδεολογία μας ή το οικονομικό σύστημα μας σε οποιονδήποτε. “Η εξαγωγή της επανάστασης είναι ανοησία. Η κάθε χώρα, αν το θελήσει θα πραγματοποιήσει η ίδια την επανάστασή της, ενώ αν δεν το θελήσει, τότε δεν θα υπάρξει επανάσταση” όπως λέει και ο σύντροφος Στάλιν”11.
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν στη Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, δεν είχαν αυταπάτες σε σχέση με το ζήτημα της ειρηνικής συνύπαρξης. Από τη μία καθήκον των χωρών του σοσιαλισμού ήταν η μεταξύ τους αλληλεγγύη και η διατήρηση της ειρήνης, ενώ από την άλλη δεν ήταν η εξαγωγή της επανάστασης που αποτελούσε συνηθισμένη κατηγορία σε βάρος τους. Επομένως επιθυμητή ήταν η διατήρηση της ειρήνης, χωρίς πασιφιστικές αυταπάτες και η μάχη των ιδεών, για την νομοτελειακή επικράτηση του σοσιαλισμού. Στην ουσία επρόκειτο για μία αντίληψη παρόμοια με αυτή που είχε η ΕΣΣΔ προπολεμικά, με τα παρατεθειμένα λόγια του Στάλιν να χρονολογούνται από εκείνη την εποχή12. Ενδιαφέρον βέβαια παρουσιάζει και ο λόγος του ίδιου, που ήταν και ο τελευταίος δημόσιος λόγος, πριν το θάνατό του το 1953. Απευθυνόμενος στους ξένους συντρόφους είπε ότι η υπόθεση του προλεταριάτου τους, ήταν δυνατό να στεφθεί με επιτυχία γιατί μπορούσαν να διδαχτούν από την πείρα των Μπολσεβίκων13. Τέλος αν και ο ίδιος ζήτησε να απαλλαχθεί από τα καθήκοντά του, οι σύντροφοί του είχαν άλλοι γνώμη, επανεκλέγοντάς τον στα κομματικά όργανα14.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του συνεδρίου, το ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης εξακολουθούσε να έχει επαφές με κομμουνιστικά κόμματα, εκ των οποίων ορισμένα ζητούσαν συμβουλές σχετικά με τα καθήκοντά τους. Όμως μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953, αυτές οι ενέργειες άρχισαν να εκλείπουν, αφήνοντας το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ακαθοδήγητο. Η έκδοση του έντυπου οργάνου της Κομινφόρμ άρχισε να χαλαρώνει, ενώ καμιά ενέργεια δεν λήφθηκε για την οργάνωση κάποια σύσκεψης, που θα όριζε τα καθήκοντά της. Αυτοί οι χαλαροί δεσμοί επρόκειτο να κοπούν το 1956, με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους Σοβιετικούς. Με τον λόγο του στο εικοστό συνέδριο του κόμματος ο Χρουστσόφ, προέβη σε μία σειρά ανυπόστατες κατηγορίες σε βάρος του Στάλιν, που μεταξύ άλλων τον συκοφαντούσαν για ηγεμονικές ενέργειες σε βάρος άλλων κομμάτων15. Γενικότερα τόσο στο συνέδριο, όσο και μετά από αυτό, o Χρουστσόφ υιοθέτησε τις πασιφιστικές αυταπάτες της ειρηνικής συνύπαρξης και από κοινού με άλλα μέλη του κόμματος που παρέκκλιναν από τις αρχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, απομακρύνθηκαν από τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικονομίας. Βέβαια υπήρχαν και μέλη του κόμματος που υπερασπίστηκαν την κληρονομία του Μαρξισμού-Λενινισμού, αλλά έχασαν την μάχη των ιδεών.
Στην ουσία στο εικοστό συνέδριο, αποκαλύφθηκε “πόσο μεγάλο κίνδυνο μπορούν να αποτελέσουν για την επανάσταση οι σοσιαλδημοκρατικές επιβιώσεις μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα”16. Αυτά τα λόγια του Στάλιν εκφράστηκαν με την ρεφορμιστική και ρεβεζιονιστική στροφή του ΚΚΣΕ, που τροφοδότησε περαιτέρω το οπορτουνιστικό ρεύμα του ευρωκομουνισμού. Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού που δρούσαν στο κόμμα και δεν καταπολεμήθηκαν μετά το θάνατό του, οδήγησαν στην ήττα εκ των έσω. Η ανοιχτή επίθεση δηλαδή στο Στάλιν στο όνομα της καταπολέμησης, της ανύπαρκτης προσωπολατρίας, αποσκοπούσε στην συγκαλυμμένη επίθεση στο Μαρξισμό-Λενινισμό. Η στροφή αυτή είχε αντίκτυπο και στην ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, καθώς στις 17 Απρίλη 1956 αυτοδιαλύθηκε η Κομινφόρμ, που αν και δεν ήταν σαν την Κομιντέρν, είχε μεγάλη συνεισφορά, καθώς όχι μόνο καθοδηγούσε την ταξική πάλη των κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες, αλλά και την σοσιαλιστική οικοδόμηση των κομμάτων των σοσιαλιστικών χωρών. Η αυτοδιάλυσή της αφόπλισε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και δικαιολογήθηκε με το πρόσχημα των νέων συνθηκών, όπου η ανάπτυξη των κομμουνιστικών κομμάτων πέρα από τα εθνικά τους πλαίσια και η ανάπτυξη και ενότητα διεθνών δεσμών μεταξύ της εργατικής τάξης, καθιστούσε περιττή την ύπαρξή της, καθώς η μορφή και η λειτουργία της δρούσαν ανασταλτικά σε αυτή την ανάπτυξη17. Αυτή η αντιφατική αντίληψη δεν ήταν ασυνείδητη, μα αντιθέτως συνειδητή, καθώς άνοιγε τον δρόμο για την ανάπτυξη των κοινοβουλευτικών αυταπατών με την καθοδήγηση του Χρουστσόφ. Επομένως η επίθεση του Χρουστσόφ στο Στάλιν, που από τα πιστά στην κοσμοθεωρία του Μαρξισμού-Λενινισμού μέλη του κόμματος θεωρούνταν θεωρητικός, είχε ως στόχο την επίθεση στην ίδια την κοσμοθεωρία, χωρίς να δυσφημεί τους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, του οποίους υπερασπιζόταν μόνο φαινομενικά, καθώς έκανε επίθεση στην θεωρία μέσω του Στάλιν. Αυτή η αποκομμουνιστικοποίηση του ΚΚΣΕ επρόκειτο να θεμελιώσει την αντεπανάσταση, αφοπλίζοντας το κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς.
Αντί Συμπερασμάτων
Φτάνοντας στο τέλος δεν παρατίθεται κάποιο νέο συμπέρασμα καθώς όλα έχουν ήδη παρατεθεί. Υπάρχει μονάχα μία υπενθύμιση του καθήκοντός μας στο σήμερα. Να υλοποιήσουμε στο μέλλον αυτό που δεν κατάφεραν οι σύντροφοί μας στον παρελθόν. “Ο φασισμός είναι μία αντιδραστική δύναμη που προσπαθεί να διατηρήσει τον παλιό κόσμο με τη βία….γι’ αυτό οι κομμουνιστές λένε….ετοιμαστείτε να απαντήσετε στη βία με τη βία….η διαδικασία αντικατάστασης ενός κοινωνικού συστήματος με ένα άλλο δεν είναι για τους κομμουνιστές απλώς μία διαδικασία αυθόρμητη και ειρηνική, αλλά μία διαδικασία, σύνθετη, μακροχρόνια και βίαιη”18.
Αντί επιλόγου
“Οι απαιτήσεις μας είναι οι απλούστερες, μονάχα θέλουμε τη γη” James Connolly19
Υποσημειώσεις-παραπομπές
1 Silvio Pons: The Global Revolution: A History of International Communism 1917-1991 (σ. 189), εκδ. Oxford University Press.
2 Memoirs of Nikita Khrushchev Volume III (σ. 751), εκδ. Penn State University Press.
3 Stalin and the Cold War 1945-1953 (σ. 429), εκδ. Yale University Press.
4 The Soviet Union and Europe in the Cold War 1943–1953 (σ. 204), εκδ. Palgrave Macmillan.
5 Silvio Pons: The Global Revolution: A History of International Communism 1917-1991 (σ. 189), εκδ. Oxford University Press.
6 Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα τόμος 16 (σ. 231), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
7 Geoffrey Warner: In the Midst of Events (σ. 56), εκδ. Routledge.
8 The Japanese Ground Self-Defense Force: Search for Legitimacy (σ. 75), εκδ. Palgrave Macmillan.
9 Revolutionary Democracy: Vol. XIII, No 2: September 2007: σ. 183-200.
10 Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα τόμος 16 (σ. 329-331), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
11 Martin Ebon: Malenkov Stalins Successor (σ. 188-189), εκδ. McGraw-Hill Book Company.
12 Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα τόμος 14 (σ. 160-161), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
13 Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα τόμος 16 (σ. 408-409), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
14 Ο άγνωστος Στάλιν (σ. 76-77), εκδ. Καστανιώτη.
15 Nikita Khrushchev: The Crimes Of The Stalin Era (σ. 48), εκδ. The New Leader.
16 Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα τόμος 6 (σ. 334-336), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
17 Robert H. McNeal: International Relations Among Communists (σ. 83-84), εκδ. Prentice Hall Inc.
18 Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα τόμος 14 (σ. 49-51), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
19 Τα λόγια ανήκουν στον Ιρλανδό σύντροφο σύντροφο Τζέιμς Κόνλι (1868-1916). Από τους λίγους επαναστάτες στην Δεύτερη Διεθνή που δεν πρόδωσαν το παγκόσμιο προλεταριάτο. Τα λόγια ειπώθηκαν το 1907 όταν δρούσε στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου. Το πνεύμα διεθνισμού που χαρακτηρίζει τα παραπάνω λόγια διατήρησε σε όλη του τη ζωή, μέχρι το τέλος της στο εκτελεστικό απόσπασμα, μετά την ήττα της Ιρλανδικής εξέγερσης του 1916.