Η αποχή στις εκλογές του ’46 και η επίθεση στο σταθμό χωροφυλακής Λιτοχώρου: Το δίδυμο πρελούδιο του ένοπλου αγώνα
Δυο γεγονότα που καθόρισαν τις πολιτικές εξελίξεις στην μεταπολεμική Ελλάδα, σηματοδοτώντας το οριστικά πέρασμα στον εμφύλιο, που σοβούσε μονόπλευρα από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας και μετά.
Οι εκλογές τις 31ης Μάρτη 1946 αποτελούν χωρίς αμφιβολία ένα από τα πλέον κομβικά επεισόδια στην πορεία προς τον εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος μάλιστα έχει καθιερωθεί να θεωρείται πως ξεκίνησε την ίδια μέρα, με την επίθεση ανταρτών στο σταθμό χωροφυλακής του Λιτοχώρου, για τον οποίο επίσης θα γίνει λόγος παρακάτω. Οι εκλογές είχαν από πλευράς αστών τη στόχευση να αναβαπτιστούν οι πολλαπλά εκτεθειμένες είτε λόγω συνεργασίας με τον κατακτητή, είτε λόγω φυγής από την Ελλάδα, πολιτικές και κομματικές δυνάμεις της άρχουσας τάξης διαμέσου της λαϊκής ετυμηγορίας. Επιπλέον, ήλπιζαν ότι μέσω της συμμετοχής των δυνάμεων του εαμικού πολιτικού συνασπισμού, θα δίδονταν νομιμοποίηση στο καθεστώς “λευκής τρομοκρατίας” που είχαν εξαπολύσει μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, μέσα από ένα ελεγχόμενο ποσοστό και αντίστοιχη κοινοβουλευτική παρουσία, αφαιρώντας επιχειρήματα και σε διεθνές επίπεδο, ιδιαίτερα από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Το δεύτερο αυτό υπολογισμό της εγχώριας αντίδρασης ματαίωσε η απόφαση των εαμικών κομμάτων, περιλαμβανομένου βεβαίως του ΚΚΕ, να απέχουν από την εκλογική διαδικασία, η οποία ήδη είχε διαφανεί ήδη προεκλογικά ότι θα διεξάγονταν, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, με όρους αντικείμενους σε κάθε έννοια στοχειώδους αστικοδημοκρατικής νομιμότητας.
Εκ των υστέρων χύθηκαν τόνοι μελάνι για το “εγκληματικό σφάλμα” του κόμματος, που “εξέθεσε τους οπαδούς του, που δεν είχαν σφραγισμένο εκλογικό βιβλιάριο σε διώξεις από το κράτος των εθνικοφρόνων”. Η άποψη αυτή διαδόθηκε κυρίως μεταπολιτευτικά από στελέχη που στην πορεία είχαν αποχωρήσει, κυρίως προς ΚΚΕ εσ., ήταν όμως έτσι κι αλλιώς η επικρατούσα κομματική άποψη την περίοδο της λεγόμενης “αποζαχαριαδοποίησης”. Ο τότε γγ Νίκος Ζαχαριάδης χρεώθηκε κατά την 6η πλατιά Ολομέλεια το Μάρτη του 1956 -που σήμανε ως γνωστόν και την καθαίρεσή του από την κομματική ηγεσία- ως προσωπικό “σεχταριστικό λάθος”, που “δεν υπολόγιζε τις διαθέσεις των μαζών” την αποχή, κατηγορία στην οποία απάντησε στην 7η Ολομέλεια του 1957, τονίζοντας ότι η αποχή ήταν αρχικά και πρωτίστως επιλογή του ίδιου του ΕΑΜ, ενώ αφορούσε κι ένα σημαντικό τμήμα αστών κεντρώων πολιτικών. Πράγματι, μεταξύ των κομμάτων του ΕΑΜ, την εντονότερη πίεση υπέρ της αποχής ασκούσε η σοσιαλδημοκρατική ΣΚΕ-ΕΛΔ, υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο, η οποία καλούσε επίμονα τις υπόλοιπες δυνάμεις του συνασπισμού να πάρουν θέση για το ζήτημα, ενώ και προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ Κύρκος επεσήμαιναν τον κίνδυνο υπό τις παρούσες συνθήκες να υπάρξει εκτεταμένη εκλογική παραχάραξη των πραγματικών πολιτικών συσχετισμών. Υπέρ των αιτιάσεων του ΕΑΜ είχε ταχθεί και ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, βασικός διαπραγματευτής στη Βάρκιζα και τέως υπ. Εξωτερικών της κυβέρνησης του φιλελεύθερου Σοφούλη (υπό την οποία τελικώς διεξήχθη η αναμέτρηση), ο οποίος είχε αποπεμφθεί αφότου κατηγορήθηκε πως βρισκόταν πίσω από παρέμβαση της ΕΣΣΔ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υπέρ της αναβολής των ελληνικών εκλογών. Τόνιζε ότι δεν υπήρχε ισοπολιτεία, οι εκλογικοί κατάλογοι ήταν νόθοι, δεν υπήρχε μηχανισμός ανεξάρτητων δικαστικών επικυρώσεων, η διακομματική επιτροπή είχε διακοσμητικό ρόλο και δε διασφαλίζονταν οι προϋποθέσεις για την ελεύθερη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος.
Να σημειωθεί ότι μέχρι την τελευταία στιγμή το ΚΚΕ υπέβαλλε επανειλημμένες προτάσεις στην κυβέρνηση Σοφούλη να αναβληθούν οι εκλογές, ακόμα και με αντάλλαγμα την παροχή στήριξης σε κυβέρνηση του Κέντρου, χωρίς καμία συμμετοχή αριστερών δυνάμεων. Δεν είναι τυχαίο που η τελεσίδικη επικύρωση της απόφασης για αποχή, παρότι ζυμωνόταν για εβδομάδες με μεγάλες συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα, ελήφθη μόλις στις 19 Μάρτη 1946, ενώ ακόμα και τότε υπήρξε πρόταση να υπάρξει έστω παράταση της προθεσμίας των εκλογών, για να δοθεί η δυνατότητα στην εαμική παράταξη να υποβάλλει υποψηφιότητες συμμετοχής, πρόταση που ματαιώθηκε λόγω και της άμεσης παρέμβασης του Βρετανού πρέσβη Bevin. Ρόλο σε αυτή την απόφαση έπαιξε τόσο η απόφαση διαφόρων υπουργών του Σοφούλη να παραιτηθούν λόγω των απαράδεκτων όρων διεξαγωγής της προεκλογικής διαδικασίας, κάτι που θα άφηνε εκτεθειμένο το ΚΚΕ, αν συμμετείχε σε μια διαδικασία με κύριο θύμα το ίδιο την ώρα που κεντρώοι αντίπαλοί το απείχαν, αφετέρου οι διεθνείς εξελίξεις. Στις 5 Μάρτη 1946 ο Τσώρτσιλ είχε εκφωνήσει τη διαβόητη ομιλία του περί “Σιδηρού παραπετάσματος”, σηματοδοτώντας ουσιαστικά την επίσημη έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Η αίσθηση πως οι Βρετανοί ετοίμαζαν εκλογικό πραξικόπημα στην Ελλάδα πάση θυσία θα καθιστούσε εκ των πραγμάτων ιδανικό αυτόχειρα το ΚΚΕ αν επέλεγε να νομιμοποιήσει με την παρουσία του το όργιο βίας και νοθείας. Την εκτίμηση αυτή συμμερίζονταν και οι Σοβιετικοί, θεωρώντας την αποχή δικαιολογημένη αντίδραση του λαϊκού κινήματος.
Οι φόβοι για τις συνθήκες των εκλογών επιβεβαιώθηκαν, με τις διπλοψηφίες και τριπλοψηφίες, τον εξαναγκασμό φαντάρων να ψηφίσουν, την παράταση του εκλογικού ωραρίου σε αρκετά τμήματα, τις μεθοδεύσεις φαλκίδευσης κατά την καταμέτρηση και την άσκηση βίας ιδιαίτερα στην ύπαιθρο να συνθέτουν το σκηνικό μιας απόλυτα διαβλητής διαδικασίας. Πολύς λόγος έχει γίνει για το ποσοστό της αποχής, με το διαβόητο 9,8% να έχει περάσει στην ιστορία, αριθμό που συναντάμε στην Έκθεση της Συμμαχικής επιτροπής παρατηρητών (στην οποία δε συμμετείχε η ΕΣΣΔ), η οποία δημοσιεύτηκε στις 11 Απρίλη της ίδιας χρονιάς εξαίροντας τη δημοκρατικότητα των εκλογών και συγκρίνοντας τις με εκείνες της Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Το ίδιο το ΕΑΜ έκανε λόγο για αποχή περί το 50%, ενώ είναι χαρακτηριστικά ότι η ίδια η κυβέρνηση την επαύριο των εκλογών έκανε λόγο για αποχή της τάξης του 35-45%, εκτίμηση που αργότερα “διορθώθηκε” σε 15%.
Είναι αρκετά δύσκολο να γίνουν ακριβείς εκτιμήσεις για το πραγματικό ποσοστό της αποχής και κυρίως για το κομμάτι που μπορεί να αποδοθεί ξεκάθαρα σε πολιτικά κίνητρα, αν και σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες δίδεται μια εκτίμηση ότι η τελευταία κυμάνθηκε σε ποσοστά περί το 25%-30%. Να σημειωθεί επίσης ότι ένα μεγάλο μέρος δυνάμει εκλογικών υποστηρικτών του ΕΑΜ δεν είχαν καν δικαίωμα ψήφου, δηλαδή οι γυναίκες, κυρίως νεαρότερης ηλικίας καθώς και πολλοί νέοι συνολικά, που είτε δεν δικαιούνταν λόγω του υψηλού ηλικιακού ορίου (21 έτη) να ψηφίσουν, είτε δεν είχαν συμπεριληθφεί καν στους εκλογικούς καταλόγους, άρα δεν είναι δυνατόν να συνυπολογιστούν στην αποχή. Σε γενικές γραμμές, η αποχή άγγιξε τα υψηλότερα ποσοστά της σε περιοχές προπύργια της εαμικής αντίστασης, δηλαδή τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, ακόμα και εκτεταμένες περιοχές της Ηπείρου, παρά την ισχυρή επιρροή του ΕΔΕΣ εκεί, πολλά νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου, των Επτανήσων, ακόμα και της Κρήτης (όπου έπαιξε ρόλο βέβαια κυρίως η αποχή φιλελεύθερων πολιτευτών) και βέβαια στο σύνολο πρακτικά των μεγάλων και μεσαίων αστικών κέντρων, όπου έφτασε στην περίπτωση της Νάουσας ως και το 78%.
Το γεγονός πάντως πως η ένοπλη πάλη είχε ήδη ξεκινήσει τη μέρα των εκλογών στο Λιτόχωρο, δεν εμπόδιζε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να πανηγυρίζουν για την αποχή, και να θεωρούν πως εξαιτίας της θα παρεμποδιζόταν ο σχηματισμός της κυβέρνησης των Λαϊκών που είχαν αναδειχθεί νικητές από την κάλπη. Είναι αυτή η μέχρις εσχάτων επιμονή του κόμματος στη δυνατότητα ύπαρξης κοινοβουλευτικής διεξόδου στην μεταβαρκιζιανή κρίση που οδηγεί αρκετούς ιστορικούς να αμφισβητούν αν η επίθεση του Λιτοχώρου ήταν πράγματι η απαρχή του ένδοξου αγώνα του ΔΣΕ, ο οποίος πράγματι σχηματίζεται αργότερα, στις 28 Οκτώβρη 1946, με την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου. Είναι αλήθεια πως επισήμως το ΚΚΕ χρονολόγησε τη συγκεκριμένη μέρα ως απαρχή του εμφυλίου στις 28 Οκτώβρη 1947 με άρθρο στην εφημερίδα Εξόρμηση, όπου έδινε και συγκεκριμένα στοιχεία για τα μέλη της ομάδας, καπετάν Τζαβέλα, Πάνο Λασσάνη και Υψηλάντη, υψηλόβαθμα στελέχη του ΕΛΑΣ. Στο άρθρο αποδίδονταν -εγκωμιαστικά- σε δική τους πρωτοβουλία η ανάληψη δράσης κατά των μηχανισμών καταστολής του αστικού κράτους, ενώ ένα χρόνο αργότερα, στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός, η πράξη παρουσιάζονταν από το ΠΓ του ΚΚΕ ως εντεταλμένη ενέργεια, άποψη που επαναλήφθηκε και κατά την 3η ολομέλεια.
Ακόμα κι αν αυτή η μετατόπιση εξηγείται από την αναγκαιότητα να υιοθετηθεί εκ των υστέρων μια ημέρα υψηλού συμβολισμού για την απαρχή της δράσης του ΔΣΕ ή από προσπάθεια απόκρουσης των αιτιάσεων για την καθυστερημένη ανάληψη του ένοπλου αγώνα, όπως και να έχει η σημασία ενός γεγονότος δεν ερμηνεύεται μόνο με βάση την οπτική των πρωταγωνιστών του τη στιγμή που συνέβη, αλλά κυρίως από την αντικειμενική του επίδραση στην ιστορία. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα με βάση τα διαθέσιμα ως τώρα στοιχεία, είναι πως το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή όχι απλά δεν αποκήρυξε το γεγονός, αλλά το παρουσίασε ως μια δικαιολογημένη πράξη αυτοάμυνας του τοπικού πληθυσμού, μέλη του οποίου είχαν δολοφονηθεί από παρακρατικούς λίγες μέρες νωρίτερα. Ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, σε άρθρο του στο «Ριζοσπάστη» είχε εξάρει την επίθεση αυτή, είχε υπογραμμίσει τον προειδοποιητικό της χαρακτήρα και είχε τονίσει ότι «θα γεμίσουν τα βουνά Μπαρουτάδες» – αναφερόμενος στον αντάρτη Μπαρούτα, που ήταν επικεφαλής ομάδας καταδιωκόμενων της περιοχής εκείνη την εποχή. Δεν είναι τυχαίο πως η ίδια η αντίδραση ερμήνευσε την επίθεση στο Λιτόχωρο ως έναρξη “ένοπλης εξέγερσης”, ενώ ο στρατηγός και πρωταγωνιστής του εμφυλίου από την πλευρά των νικητών Θρασύβουλος Τσακαλώτος σημείωνε πως:
«Τη νύχτα της 30ής προς την 31ην Μαρτίου του 1946 κάτω από τας σφαίρας των επαναστατών εις το Λιτόχωρον ήρχισεν η μάχη του έθνους».