Αριστείδης Στεργιάδης- Ο “κακός δαίμονας” του προσφυγικού ελληνισμού
Η δράση του Στεργιάδη στη Σμύρνη αποτυπώνει σε μικρογραφία τη συνολική πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή.
Ο όρος “αμφιλεγόμενος” σπάνια μπόρεσε να αποτυπώσει τόσο εύστοχα τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τον Αριστείδη Στεργιάδη, ύπατου αρμοστή της Σμύρνης στα κρίσιμα χρόνια της ελληνικής κατοχής της πόλης και της Μικρασιατικής εκστρατείας. Για τους πρόσφυγες και τους περισσότερους απογόνους του, αλλά και μεγάλο κομμάτι της ιστοριογραφίας υπήρξε ένας αδίστακτος καιροσκόπος, που εγκατέλειψε στην τύχη του τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης για να γλιτώσει ο ίδιος, ενώ συχνά κατηγορήθηκε κι ως “φιλότουρκος”. Ο Γιάννης Κορδάτος μάλιστα προχώρησε ένα βήμα παραπάνω, χαρακτηρίζοντάς τον πράκτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις, βασισμένος στις διεθνείς διασυνδέσεις που αναμφίβολα διέθετε κι απέτρεψαν οποιαδήποτε λογοδοσία του, αν κι όπως θα δούμε, νομικά δύσκολα θα υπήρχε έτσι κι αλλιώς έρεισμα για δίωξή του. Από την άλλη, υπάρχουν ορισμένοι ερευνητές που προσπαθούν να μετριάσουν αυτό που θεωρούν “δαιμονοποίηση” του Στεργιάδη, τονίζοντας την διαλλακτική και μετριοπαθή όπως τη χαρακτηρίζουν πολιτική του έναντι του τουρκικού στοιχείου και τις διοικητικές του ικανότητες. Στηρίζονται συνήθως στην εκτίμηση που έτρεφαν ξένοι αξιωματούχοι και δημοσιογράφοι στο πρόσωπό του, γεγονός βέβαια που δείχνε ακόμα περισσσότερο πόσο στενά συνδεόταν ο Στεργιάδης με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην περιοχή, ιδίως τη Βρετανία. Κατά τη γνώμη μου, η δράση του Στεργιάδη αποτυπώνει σε μικρογραφία τη συνολική πολιτική της αστικής τάξης στην περιοχή. Εμπλοκή σε μια καθαρά ιμπεριαλιστική επέμβαση σε ρόλο “χωροφύλακα” της Αντάντ, αλλά με αυτόνομη ατζέντα, με τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς και πλήρη αγνόηση των μεταβαλλόμενων διεθνών συσχετισμών και στη συνέχεια πλήρης εγκατάλειψη του προσφυγικού πληθυσμού που πλήρωσε με το αίμα του τις καιροσκοπικές επεκτατικές περιπέτειες του ελληνικού κεφαλαίου.
Γεννήθηκε το 1861 στο Ηράκλειο της Οθωμανικής ακόμα Κρήτης. Ο πατέρας του ήταν λαδέμπορος από τη Θεσσαλονίκη, διασφαλίζοντας μια άνετη ζωή στην οικογένειά του. Ο Στεργιάδης σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι κι εργάστηκε στο Ηράκλειο ως δικηγόρος. Ενεπλάκη, όπως και τα αδέρφια του στον αγώνα της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα και για το ρόλο του στην επανάσταση του Θέρισου το 195 φυλακίστηκε για ένα χρόνο από τους Άγγλους.
Ανέπτυξε δράση στην τοπική αυτοδιοίκηση και γνωρίστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του οποίο έγινε στενότατος συνεργάτης, καταλαμβάνοντας μια σειρά θέσεις, στην Κρήτη και αργότερα, ως το 1919 στην Ήπειρο. Αποτέλεσε προσωπική επιλογή του Βενιζέλου για την Ύπατη Αρμοστεία της Σμύρνης, ήδη πριν την κατάληψη της πόλης από ελληνικά στρατεύματα το Μάη του 1919. Ο Στεργιάδης αρνούνταν αρχικά, είτε επειδή δεν είχε πειστεί για την επιτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, είτε, κατά τον ίδιο το Βενιζέλο, λόγω των εσωκομματικών αντιδράσεων στους Φιλελεύθερους, καθότι πολλοί εποφθαλμιούσαν το αξίωμα του αρμοστή ως προθάλαμο υπουργοποίησης.
Καταφτάνοντας ο Στεργιάδης εφάρμοσε πολιτική απευθείας εφαρμογής των εντολών του Βενιζέλου προσωπικά, κάτι που σύντομα τον έφερε σε σύγκρουση με ισχυρούς παράγοντες της ελληνικής κοινότητας της Σμύρνης, ιδιαίτερα τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, θεωρώντας πως ο ανοιχτός εθνικισμός του τελευταίου έβλαπτε το προπαγανδιστικό προσωπείο της ελληνικής διοίκησης ως φορέα “ισοπολιτείας” μεταξύ των διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων της πόλης. Παράλληλα συνεχίζονταν οι αντιδράσεις εναντίον του από άλλους συνεργάτες του Βενιζέλου, ο οποίος επέμενε αταλάντευτα στην υποστήριξη του Στεργιάδη, που ζητούσε διαρκώς την αντικατάστασή του, ως τρόπο ν’αποσπά τη δημόσια ανανέωση της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού στο πρόσωπό του.
Η φημολογούμενη εύνοια στους Τούρκους πάντως δεν είναι παρά μύθος, καθώς Τούρκοι διατηρήθηκαν μόνο σε κατώτερες διοικητικές θέσεις, ενώ το μόνο τμήμα της αρμοστείας με μουσουλμάνο επικεφαλής δε στελεχωνόταν από ντόπιο, αλλά από τον Τουρκοκρητικό στενό συνεργάτη του Βενιζέλου Αλί Ναΐπ Ζαντέ, παλιού νομάρχη Δράμας. Παραγκώνισε επίσης τα τουρκικά δικαστήρια, ιδρύοντας στρατοδικεία που εκδίκαζαν ένα ευρύ φάσμα υποθέσεων, καθώς επίσημα ελληνικά δικαστήρια δεν μπορούσαν να ιδρυθούν μέχρι την επίσημη προσάρτηση της Σμύρνης στην Ελλάδα. Όλες οι ενέργειες του Στεργιάδη πάντως, όπως στον τομέα της δημόσιας τάξης, της εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας, συνέτειναν στην αντιμετώπισης της Σμύρνης ως ντε φάκτο ελληνική επικράτειας, παρότι βάσει της Συνθήκης των Σεβρών η τύχη της πόλης έμενε να κριθεί με δημοψήφισμα σε πέντε χρόνια. Ρόλο στις αιτιάσεις κατά του Στεργιάδη πάντως έπαιξε ίσως και το γεγονός πως και οι Έλληνες που στελέχωσαν τα μεσαία κι ανώτερα πόστα της διοίκησης ήταν κυρίως προερχόμενοι από την Αθήνα.
Η θέση του Στεργιάδη ήταν τόσο ισχυρή στη Βρετανία, που παρότι παραιτήθηκε μετά την ήττα του Βενιζέλου το 1920, εκείνη δεν έγινε δεκτή από τη νέα φιλοβασιλική κυβέρνηση. Η φιλία του όμως με το Βενιζέλο ήρθε στο τέλος, όταν ο Στεργιάδης διαφώνησε μαζί του στην υποστήριξη του αυτονομιστικού κινήματος της “Μικρασιατικής Άμυνας”, έχοντας πρώτα βεβαιωθεί με επίσκεψή του στο Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα, πως η Αγγλία δε θα υποστήριζε με κανένα τρόπο ένα τέτοιο εγχείρημα και γνωρίζοντας την τραγική κατάσταση στο μέτωπο. Ο Στεργιάδης ωστόσο πρότεινε ένα δικό του σχέδιο δημιουργίας αυτόνομου μικρασιατικού κράτους υπό σουλτανική επικυριαρχία, με ισότιμη συμμετοχή του μουσουλμανικού στοιχείου στη διοίκηση, αλλά ελληνικό στρατό, ενώ το κρατίδιο θα είχε τη στήριξη των συμμάχων.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου ο Στεργιάδης έδωσε εντολή να παραμείνει ο ελληνικός πληθυσμός στη θέση του, ζητώντας από τις τοπικές αρχές να παρεμποδίσουν την αναχώρισή του, διαταγές που πολλοί αξιωματούχοι για καλή τύχη των συμπατριωτών τους, επέλεξαν να αγνοήσουν.Στο Στεργιάδη αποδίδεται η ρήση, ότι καλύτερα “να μείνουν εδώ και να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν έρθουν στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα”. Μια μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη διέφυγε με τη βρετανική ναυαρχίδα Σιδηρούς Δουξ, και με διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς κατέληξε στο Παρίσι, ενώ από το 1923 ζούσε στη Νότια Γαλλία. Είχε καλές σχέσεις με το στρατηγό Πλαστήρα, ο οποίος μαζί με τον ανηψιό του είχαν αναλάβει να συντηρούν τον τέως ύπατο αρμοστή. Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1949, σε ηλικία 88 ετών. Παρότι υπήρξαν κάποιες προσπάθειες να βολιδοσκοπηθεί το Ελληνικό Υπουργείο εξωτερικών για την πιθανότητα έκδοσης του Στεργιάδηα από τη Γαλλία στην Ελλάδα, δεν φαίνεται να υπήρξε οποιαδήποτε ενέργεια σε αυτή την κατεύθυνση. Το νομοθετικό πλαίσιο έτσι κι αλλιώς καθιστούσε νομικά απίθανη μια δίωξη του Στεργιάδη, καθώς νόμος που είχε ψηφιστεί λίγους μήνες πριν την καταστροφή, έκλεινε τα ελληνικά λιμάνια στους Μικρασιάτες πρόσφυγες, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την αδιαφορία των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων για την τύχη των πληθυσμών που υποτίθεται πως είχαν εκστρατεύσει για να “απελευθερώσουν”.