Χουλιάν Γκριμάου: «Έζησα και θα πεθάνω κομμουνιστής»
Στις 20 του Απρίλη 1963, πέφτει από τις σφαίρες εκτελεστικού αποσπάσματος του δικτάτορα Φράνκο, μετά από φριχτά βασανιστήρια και την παγκόσμια κατακραυγή, ο ήρωας του Ισπανικού λαού Χουλιάν Γκριμάου, μέλος της ΚΕ του ΚΚ Ισπανίας – Αφιέρωμα στη ζωή και την επαναστατική δράση του
Σαν σήμερα, στις 20 του Απρίλη 1963, πέφτει από τις σφαίρες εκτελεστικού αποσπάσματος του δικτάτορα Φράνκο, μετά από φριχτά βασανιστήρια και την παγκόσμια κατακραυγή, ο ήρωας του Ισπανικού λαού Χουλιάν Γκριμάου Γκαρσία, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας.
Ακολουθεί εκτενές άρθρο για τη ζωή και την επαναστατική δράση του Γκριμάου, που αντιγράψαμε από τον τόμο «Μια ζωή δοσμένη στον αγώνα» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (εκδ. Γεωρ. Παπακωνσταντίνου, χ.χ.).
*
«Έμεινε πιστός στον εαυτό του, στη γραμμή του κόμματος, στις ελπίδες της Ισπανίας. Στάθηκε σαν κομμουνιστής και επομένως, σαν άνθρωπος. Άφησε τη ζωή ξέροντας, πως έκανε το χρέος του, πως θα αναστηθεί στις σημαίες μας και πως, όταν παγώσει το αίμα που ’χυσε, το φως της ηρωικής του ζωής θα φωτίζει σαν και πρώτα τη ζωή των αδελφών του».
Μάρκος Άνα – κομμουνιστής Ισπανός ποιητής
Πριν από λίγο ακόμα το όνομά του ήταν γνωστό μόνο σε λίγους. Όσοι, δουλεύαν και είχαν ταχτική επαφή μαζί του στην Ισπανία, ξέραν μόνο τα παράνομα -ψευδώνυμά του. Για κείνους ήταν αντιπρόσωπος της ΚΕ του κομμουνιστικού κόμματος, εκφραστής της θέλησής του, οργανωτής και καθοδηγητής κείνης της μόνιμης, επίμοχθης και πείσμονης δράσης των Ισπανών κομμουνιστών, που εντελώς απροσδόκητα για την κυβέρνηση του Φράνκο ξεσπούσε σε απεργίες, εκδηλώσεις, προκηρύξεις ή τετράπηχα γράμματα στους τοίχους των σπιτιών και στις μάντρες: «Αμνηστία!», «Κάτω ο Φράνκο:», «Ελευθερία!», που ξυπνούσαν στους ανθρώπους την ελπίδα πως δεν πρόκειται ν’ απλώνει αιώνια πάνω από την ισπανική γη η σκοτεινή νύχτα τού Φρανκισμού.
Και ξαφνικά το όνομα αυτό αντήχησε πάνω από την ταραγμένη γη, έγινε γνωστό σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σ’ όλες τις γωνιές της υδρογείου. Η παλληκαριά, η απαντοχή, η ακλόνητη πίστη αυτού τού κομμουνιστή προκάλεσαν τον θαυμασμό όχι μόνο των φίλων αλλά και των εχθρών.
Ο Χουλιάν Γκριμάου, που πιάστηκε από την φρανκική αστυνομία, που υποβλήθηκε σε άγρια βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, που καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο και εκτελέστηκε, έγινε εθνικός ήρωας τού ισπανικού λαού κι όχι μόνο τού ισπανικού. Τού αφιέρωσαν στίχους οι ποιητές, ζωγράφισαν την γενναία μορφή του οι ζωγράφοι. Πήραν το όνομά του δρόμοι σε πολιτείες και πιονέρικες ομάδες. Ο Χουλιάν Γκριμάου Γκαρσία, ο Ισπανός κομμουνιστής, μπήκε για πάντα στην ιστορία τού απελευθερωτικού αγώνα τού ισπανικού λαού σαν μεγάλο σύμβολο ανδρείας, τιμής και δόξας των Ισπανών κομμουνιστών. Η μορφή του μπήκε δίπλα στις μορφές τέτοιων αγωνιστών κατά τού φασιστικού σκοταδισμού σαν το Γ. Δημητρόφ, Ε. Τέλμαν, Α. Γκράμσι, Ν. Μπελογιάννη και άλλους κομμουνιστές.
Για τη ζωή τού Χουλιάν Γκριμάου δεν ξέρουμε πολλά. Στέλεχος κομματικό καθώς ήταν, που δούλεψε πολύν καιρό στην παρανομία, δεν αγαπούσε και δεν ήξερε να μιλάει για τον εαυτό του και ήταν πάντα πιστός στους κανόνες τού συνωμοτισμού. Ο Γκριμάου καταγόταν από εργατική οικογένεια. Γεννήθηκε στή Μαδρίτη στις 18 του Φλεβάρη 1911. Τα παιδικά του χρόνια λίγο διέφεραν από τα παιδικά χρόνια δεκάδων χιλιάδων συνομήλικών του των εργατικών συνοικιών της Μαδρίτης. Ο πατέρας του από το πρωί ως αργά το βράδυ ήταν στη δουλειά, η μητέρα του ασχολούνταν με το νοικοκυριό, κι ο μικρός Χουλιάν μαζί μεν τ’ αδέρφια και την παρέα του γύριζε τους μαχαλάδες, κολυμπούσε στα ρηχά νερά του Μανθανάρες, και δέρνονταν με τ’ άλλα αγόρια. Η οικογένεια ζούσε φτωχά, μα δεν πεινούσε, και τα παιδιά μπορούσαν να παν στο σχολειό.
Όταν ο Χουλιάν συμπλήρωσε τα οχτώ, πήγε στο σχολειό. Αδυνατούλης, ακόμα κι αρρωστιάρης, μάθαινε καλά, καταπλήσσοντας την παρέα του για την επιμονή του. Οι γονείς του θέλαν πολύ να δουν το Χουλιάν μορφωμένο άνθρωπο και προσπαθούσαν κυριολεκτικά με όλες τις δυνάμεις τους να μορφώσουν το γιό τους. Τα σχολικά χρόνια πέρασαν γρήγορα και να στα χέρια του το απολυτήριο του σχολειού.
Τα τελευταία μαθητικά του χρόνια συμπίπτουν με τα θυελλώδικα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ισπανία. Καταρρέει η δικτατορία τού Πρίμο ντε Ριβέρα, αρχίζει στην Ισπανία να δυναμώνει η επανάσταση. Το δημοκρατικό πνεύμα αγκαλιάζει τα πλατιά στρώματα τού λαού, ιδιαίτερα τη νεολαία. Ο Χουλιάν ακούει με πάθος τις άγριες λογομαχίες που ανάβουν στους δρόμους, στα φτωχικά καφενεία, διαβάζει με απληστία τις εφημερίδες. Τον συνεπαίρνει το κατόρθωμα των λοχαγών Γκαλάν και Ερνάντες, που ξεσήκωσαν τη φρουρά της πόλης Χακ ενάντια στη μοναρχία και εκτελέστηκαν με απόφαση του βασιλικού δικαστηρίου.
Πιάνοντας δουλειά στο Ιμπέριο — αμερικάνικο εκδοτικό, ένα από τα κέντρα της δράσης των δημοκρατικών κομμάτων — ο Γκριμάου, όπως και δεκάδες άλλοι υπάλληλοι και εργάτες τού εκδοτικού αυτού, γίνεται ακραιφνής δημοκράτης. Ήταν 20 χρονώ, όταν, με την επαναστατική πάλη των εργαζομένων μαζών στη χώρα, έπεσε το μοναρχικό καθεστώς και νίκησε η αστικοδημοκρατική επανάσταση. Ο Χουλιάν ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που κατέβασαν από τα κρατικά χτίρια τις σημαίες της έκπτωτης μοναρχίας, γιορτάζοντας μέσα σ’ ατμόσφαιρα έξαλλου ενθουσιασμού τη νίκη και την ανακήρυξη της δημοκρατίας. Μπαίνει στο δημοκρατικό κόμμα.
Ο Χουλιάν, όπως και εκατομμύρια άλλοι Ισπανοί, πίστευε στη δημοκρατία που μόλις γεννιόταν και στήριζε σ’ αυτήν μεγάλες ελπίδες. Χαιρετίζει τα πρώτα βήματά της, χωρίς να προσέξει ακόμα πως η αλλαγή των σκηνικών δεν οδηγούσε σε ριζικές κοινωνικοπολιτικές μεταβολές στη χώρα, ότι οι αγρότες σαν και πρώτα, σκύβουν τη ράχη στους τσιφλικάδες, ότι οι εργάτες πεινούν όπως άλλοτε, ότι η πολιτοφυλακή (η χωροφυλακή), όπως και στον καιρό της μοναρχίας, χτυπάει με τα όπλα τις λαϊκές διαδηλώσεις. Πιστεύει στην τιμιότητα και στον καθωσπρεπισμό των ηγετών των δημοκρατικών κομμάτων και δεν καταλαβαίνει γιατί το κομμουνιστικό κόμμα, που βγήκε τελευταία από την παρανομία, λέει πως η επανάσταση δεν τέλειωσε ακόμα.
Η νίκη της αντίδρασης στις εκλογές του Νοέμβρη τού 1932, η αυξανόμενη απειλή του φασισμού, τού προκαλούν οργή κι αγανάχτηση. Ο Χουλιάν είναι έτοιμος να χτυπηθεί με την αντίδραση, αλλά δεν βλέπει ακόμα άλλους δρόμους σωτηρίας για τη δημοκρατία, εκτός από κείνους που προτείνουν οι ηγέτες των δημοκρατικών κομμάτων. Η γενική απεργία του Οχτώβρη 1934, η εξέγερση των ανθρακωρύχων της Αστουρίας και η άγρια κατάπνιξή της τον συγκλόνισαν. Κι όταν με έκκληση του κομμουνιστικού κόμματος αναπτύσσεται στη χώρα το κίνημα για την ίδρυση Λαϊκού Μετώπου, ο Χουλιάν υποστηρίζει θερμά αυτή την έκκληση.
Στις αρχές τού 1936 όλα τα δημοκρατικά κόμματα της Ισπανίας ενώθηκαν στο Λαϊκό Μέτωπο, που στις 16 τού Φλεβάρη σημείωσε επιβλητική νίκη στις εκλογές των κορτές. Ο Γκριμάου πήρε ενεργότατο μέρος στη διεξαγωγή των εκλογών, προπαγανδίζοντας μέσα στους εργάτες και υπαλλήλους υπέρ των υποψηφίων του Λαϊκού Μετώπου. Η δραστήρια συμμετοχή του στην πάλη κατά του φασισμού δεν πέρασε άδικα. Αν προηγούμενα ο Γκριμάου έβλεπε με δυσπιστία τους κομμουνιστές, τώρα, που μάχονταν στήθος με στήθος πλάι τους ενάντια στο φασισμό, δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει πως το κομμουνιστικό κόμμα είναι ο πιο σταθερός και συνεπής υπερασπιστής της δημοκρατίας. Ο Γκριμάου όλο και πιο συχνά έδινε αυτί στή φωνή των κομμουνιστών, διάβαζε το κεντρικό όργανο του ΚΚΙ, την εφημερίδα «Μούντο Ομπρέρο», πήγαινε στα συλλαλητήρια που οργάνωνε το κομμουνιστικό κόμμα.
Η κοσμοαντίληψη του Γκριμάου άλλαζε γρήγορα. Απαλλάσσονταν σιγά-σιγά από τις αφελείς αντιλήψεις του. Οι δημοκρατικές ιδέες του αποχτούσαν νέο χρώμα στο βαθμό που γνωριζόταν με τις απόψεις των κομμουνιστών. Ακόμα και τις ανταριασμένες εκείνες μέρες διαβάζει πολύ, αν και τις ιδέες τού μαρξισμού – λενινισμού τις παίρνει βασικά όχι από τα βιβλία, αλλά από τη ζωή, από την έμπραχτη πάλη κατά του φασισμού. Χρειαζόταν μόνο μια ώθηση, που θα επιτάχυνε το προτσές αυτό της ωρίμανσης του Γκριμάου, το προτσές της μεταβολής του σε προλετάριο επαναστάτη.
Μια τέτια ώθηση ήταν το στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα τού Φράνκο, που άρχισε στις 18 του Ιούλη 1936 και μετεξελίχτηκε σ’ ένα σκληρό εμφύλιο και σε συνέχεια, με την ιταλογερμανική επέμβαση, σε εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο του ισπανικού λαού.
Ο Χουλιάν Γκριμάου ήταν ανάμεσα σε κείνους που κατέλαβαν με έφοδο τους στρατώνες της «Λα Μοντάνια» και τσάκισαν τη φασιστική ανταρσία στην πρωτεύουσα. Το πραξικόπημα αφαίρεσε από τη δημοκρατία όχι μόνο τις ένοπλες δυνάμεις της, αλλά και τις δυνάμεις που περιφρουρούσαν τη δημόσια τάξη. Και ο Γκριμάου, όπως και εκατοντάδες άλλα μέλη των δημοκρατικών κομμάτων, κομμουνιστές και σοσιαλιστές, μπαίνει στις γραμμές της καινούργιας δημοκρατικής αστυνομίας που έφτιαχνε ό λαός.
Η υπηρεσία στην αστυνομία απαιτούσε από το Γκριμάου ψυχραιμία, ανδρεία και σταθερότητα. Η κατάσταση στη Μαδρίτη μετά το τσάκισμα της ανταρσίας ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Χιλιάδες φασίστες κρύφτηκαν στις ξένες πρεσβείες, οι σαμποταριστές πυροβολούσαν από τις στέγες των σπιτιών τα συλλαλητήρια και τις λαϊκές εκδηλώσεις, με τις ρουκέτες έδειχναν στα αεροπλάνα των συνωμοτών τους στρατιωτικούς στόχους. Οι κοινοί κατάδικοι που τόσκασαν από τις φυλακές τις ανταριασμένες εκείνες μέρες του Ιούλη δημιουργούσαν πολλές σκοτούρες στη νέα αστυνομία. Όλα αυτά τα καθάρματα — σπιούνοι, σαμποταριστές, διαρρήχτες, λωποδύτες, κάθε λογής αλήτες και καμουφλαρισμένοι φασίστες, που έβριθαν στα μετόπισθεν της δημοκρατίας — αποτελούσαν τη λεγάμενη «πέμπτη φάλαγγα», στην οποία οι συνωμότες και οι εισβολείς στήριζαν μεγάλες ελπίδες. Η πάλη σ’ αυτό το «αόρατο» μέτωπο δεν ήταν λιγότερο δύσκολη κι επικίνδυνη, από ό,τι στα χαρακώματα της Σιέρρας Γουανταράμα είτε της Κάσα ντελ Κάμπο. Νύχτα-μέρα ο Γκριμάου παίρνει μέρος στην εκκαθάριση, της Μαδρίτης από την «πέμπτη φάλαγγα», προκαλώντας το θαυμασμό των συντρόφων του με την παλληκαριά και την ψυχραιμία του.
Όταν τα στρατεύματα του στρατηγού Φράνκο πλησίαζαν στη Μαδρίτη και κρεμόταν πάνω από τη δημοκρατία θανάσιμος κίνδυνος, στην ψυχή του Γκριμάου ωρίμαζε η οριστική απόφαση: πρέπει να γίνει κουμμουνιστής. Τις πιο δύσκολες μέρες των μαχών για τη Μαδρίτη, το Νοέμβρη τού 1936, όταν τα φασιστικά στρατεύματα βρίσκονται έξω από τα τείχη της πόλης, ο Γκριμάου υποβάλει αίτηση να γίνει μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Από τότε συνδέει τη ζωή του με το κομμουνιστικό κόμμα, δίνοντας όλες του τις δυνάμεις στην υπόθεση για την οποία πάλευε το κόμμα.
Μόλις χαλάρωσε η ένταση έξω από τη Μαδρίτη, στέλνουν το Γκριμάου στη Βαλέντσια, οπού μεταφέρθηκε η κυβέρνηση. Μερικούς μήνες κάνει αγώνα ενάντια στην «πέμπτη, φάλαγγα» στην πόλη αυτή. Στα μέσα τού 1937 ο Γκριμάου στέλνεται στη Βαρκελώνη, όπου διευθύνει το τμήμα παρακολούθησης της αστυνομίας. Με την ενεργό συμμετοχή του ξεσκεπάζονται πολλές αντεπαναστατικές και κατασκοπευτικές-σαμποταριστικές ομάδες.
Αργότερα, όταν η ασφάλεια του Φράνκο έπιασε τον Γκριμάου, του απαγγέλθηκε η κατηγορία, ότι σαν διευθυντής του τμήματος παρακολούθησης της αστυνομίας Βαρκελώνης έδωσε τάχα διαταγές για τη χρησιμοποίηση βασανιστηρίων ενάντια στους κρατούμενους φασίστες και είναι ένοχος για το φόνο δεκάδων «αθώων ανθρώπων». Οι φρανκιστικές εφημερίδες «Αρρίμπα», «ABC» και άλλες, η ιταλική αντιδραστική εφημερίδα (Ελ Σέκολο» δημοσίευσαν ψεύτικες ειδήσεις που επιβεβαίωναν τα «εγκλήματά» του. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πιο τερατώδικη συκοφαντία. Ποιος δεν ξέρει τι τραγικές συνέπειες είχε για τον ισπανικό λαό η συνωμοσία του Φράνκο;! Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι χάθηκαν τον καιρό τού πολέμου, πάνω από 200 χιλιάδες αντιφασίστες τουφεκίστηκαν και βασανίστηκαν από τους φασίστες δημίους μετά το τέλος του. Δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες Ισπανοί πατριώτες ρίχτηκαν από το Φράνκο στις φυλακές, όπου υποβάλλονταν στα πιο ραφιναρισμένα βασανιστήρια. «Οι περισσότεροι που πέρασαν κάποτε από τις φυλακές — έγραφαν στην έκκλησή τους προς την παγκόσμια κοινή γνώμη οι κρατούμενοι στη φυλακή Οβιέντο — έχουν πάνω στα κορμιά τους τα σημάδια των άγριων βασανιστηρίων. Όλοι εμείς ξέρουμε καλά, τι σημαίνουν αυτά τα βασανιστήρια: γονάτισμα ολόκληρες ώρες πάνω σε ρεβίθια, ρύζι ή χαλίκια, τρύπημα των δακτύλων με σκίζες, ξυλοδαρμοί με ρόπαλα, με μαστίγια ή με βρεμένες πετσέτες, όταν δε θέλουν να μείνουν ίχνη από τούς ξυλοδαρμούς, τσαλαπάτημα με τα πόδια, κρέμασμα από τα μαλλιά είτε από τα χέρια, στρίψιμο των γενετικών οργάνων είτε εφαρμογή κάθε άλλης μεθόδου βασάνων, που θα θεωρούν αναγκαία οι πράχτορες της φρανκιστικής αστυνομίας».
Ο Χουλιάν Γκριμάου, άνθρωπος εξαιρετικά καλόκαρδος, πονόψυχος, όχι μόνο δεν διέπραξε τα «εγκλήματα» που τού απέδιδαν, αλλά και δεν μπορούσε να τα διαπράξει σαν κομμουνιστής. Εκτός απ’ αυτό είναι γνωστό, ότι οι δημοκρατικές αρχές φέρνονταν, αδικαιολόγητα πολύ μαλακά στους κρατούμενους φασίστες. Αρκεί να πούμε ότι μέσα στα 1936-1937 τα λαϊκά δικαστήρια της δημοκρατίας εκδίκασαν 46.064 υποθέσεις κατηγορούμενων φασιστών, αλλά μόνο 1318 απ’ αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο. Είναι επίσης γνωστό ότι στη βράση του πολέμου, το 1938, η κυβέρνηση της δημοκρατίας κατάργησε τη θανατική ποινή και έκανε έκκληση στο Φράνκο να καταργήσει κι αυτός τη θανατική ποινή στο έδαφος που κατέλαβαν τα στρατεύματά του. Ο Φράνκο όμως ούτε και απάντησε.
Στις αρχές τού 1939 η θέση της δημοκρατίας έγινε εξαιρετικά δύσκολη. Τα φασιστικά στρατεύματα έσπασαν το μέτωπο στην Καταλωνία. Έπεσε η Βαρκελώνη. Μαζί με εκατοντάδες; χιλιάδες πρόσφυγες και τα υπολείμματα της στρατιάς της Καταλωνίας, ο Γκριμάου πέρασε τα γαλλικά σύνορα. Οι γαλλικές αρχές που βοήθησαν την τριανδρία τού θανάτου — Φράνκο, Χίτλερ και Μουσολίνι — να πνίξουν την ισπανική δημοκρατία, υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες και τους δημοκρατικούς μαχητές σαν εχθρούς. Τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που έφτιαξαν εσπευσμένα. Μερικούς μήνες ο Γκριμάου παιδεύτηκε στο γαλλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά παρέμενε πάντα εκείνος ο αλύγιστος κομμουνιστής.
Στα τέλη τού 1939 μαζί με χιλιάδες Ισπανούς πρόσφυγες εγκαταλείπει τη Γαλλία. Το κόμμα τού δίνει υπεύθυνη αποστολή: να δουλέψει με τούς κομμουνιστές, που μετανάστευσαν στην Κεντρική Αμερική. Μερικούς μήνες ζει και δουλεύει στον Άγιο Δομίνικο, και στα μέσα τού 1940 περνάει στην Κούβα.
Η δημοκρατία έπεσε, στην Ισπανία θριάμβευσε ο φασισμός, η χιτλερική καστανή πανούκλα απλωνόταν στην Ευρώπη, αλλά ο αγώνας συνεχιζόταν. Ο Γκριμάου δουλεύει σε εφημερίδες, που έβγαζαν οι Ισπανοί πρόσφυγες και οι κουβανοί κομμουνιστές, έπειτα στο ραδιοφωνικό σταθμό. Συχνά ταξίδευε σε διάφορες περιοχές της Κούβας, αποκαθιστούσε επαφές, έκανε συζητήσεις με τούς συνθηκολόγους, ενεθάρρυνε τούς απογοητευμένους.
Όταν οι τοπικές αρχές, ανησυχώντας από τη δραστηριότητα των Ισπανών κομμουνιστών, άρχισαν να τους παρακολουθούν, ο Γκριμάου, μ’ εντολή τού κόμματος, περνάει στη δουλειά τού παράνομου προπαγανδιστικού μηχανισμού, ελέγχει τη δράση των τοπικών κομματικών οργανώσεων. Ο Γκριμάου μαθαίνει στην εντέλεια τις μέθοδες τού συνωμοτισμού, γίνεται κομματικό στέλεχος.
Τα χρόνια της μακρόχρονης προσφυγιάς δε λύγισαν το Γκριμάου, δε λύγισαν την πίστη του στον ισπανικό λαό, στο θρίαμβο των ιδεών τού κομμουνισμού. Διάβασε πολύ, μελέτησε προσεχτικά τα προβλήματα τού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. «… είχε πιά απίστευτη ικανότητα για δουλειά — έλεγε ο γενικός γραμματέας του ΚΚΙ Σ. Καρίλιο, — δούλευε πάντα. Δούλευε τόσο, όσο δεν μπορούσαν να δουλέψουν άλλοι. Σηκωνόταν η ώρα 6 το πρωί και η ώρα 3 τη νύχτα μπορούσες να τον βρεις ακόμα στη δουλειά. Για κείνον δεν υπήρχαν ούτε ώρες ανάπαυσης, ούτε Κυριακές. Είχε πάντα ένα σωρό δουλειές, πάντοτε βιαζόταν. Ήταν δοσμένος ολόκληρος στο κόμμα, στη δουλειά». Ο Γκριμάου δε σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό του και πάντα ήταν έτοιμος να σπεύσει σε βοήθεια των συντρόφων του. Τέτοιος έμεινε και τότε, όταν το 1947 γύρισε στή Γαλλία.
Ταυτόχρονα ήταν εξαιρετικά κοινωνικός, αγαπούσε όταν τού δινόταν ευκαιρία να καθίσει με τούς φίλους του να πιει ένα ποτήρι κρασί, να παίξει μπιλιάρδο, να πει κανένα αστείο ή κανένα καλαμπούρι, να γελάσει κάποιο φίλο, να τραγουδήσει. Αγαπούσε τη ζωή σ’ όλες της τις εκδηλώσεις, αλλά ήταν πολύ μετριόφρονας ακόμα και ντροπαλός, όταν γινόταν λόγος για τον εαυτό του. Στο Παρίσι ο Γκριμάου αντάμωσε μια κοπέλα, κόρη ενός σοσιαλιστή που εκτελέστηκε από τους δήμιους του Φράνκο. Αλλά πέρασαν πολλά χρόνια, ώσπου να προτείνει το χέρι και την καρδιά του στην Αγγέλα. Το 1951 παντρεύτηκαν. Γρήγορα απόκτησαν δυο κοριτσάκια — την Ντολόρες και την Κάρμεν. Ο Γκριμάου ήταν γεννημένος για την οικογενειακή ζωή, αγαπούσε με πάθος τα παιδιά, αλλά ποτέ δεν αξιώθηκε να ζήσει πολύν καιρό με οικογένεια.
Επιστρέφοντας στην Γαλλία, ο Γκριμάου ρίχτηκε με τα μούτρα στην κομματική δουλειά. Με εντολή της ΚΕ ασχολείται με τα ζητήματα που συνδέονται με την οργάνωση παρτιζάνικου κινήματος στην Ισπανία. Ήταν μια δουλειά δύσκολη και περίπλοκη, που απαιτούσε από κείνον τεράστια απαντοχή, εφευρετικότητα, ευλυγισία και, το κυριότερο, μέγιστη σύνεση και επαγρύπνηση, γιατί η παραμικρή τσαπατσουλιά μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες όχι μόνο μέσα στους παρτιζάνους, αλλά και μέσα στους συντρόφους που δούλευαν στη Γαλλία, όπου οι αρχές κήρυξαν εκτός νόμου τους Ισπανούς κομμουνιστές.
Το 1948, όταν το ΚΚΙ έκανε απότομη στροφή στην ταχτική του, τραβώντας για την ανάπτυξη στην Ισπανία μαζικού αντιφασιστικού κινήματος και πήρε απόφαση να σταματήσει ο παρτιζάνικος αγώνας, ο Γκριμάου αρχίζει να δουλεύει στο μηχανισμό της ΚΕ. Αλλά όλον τον καιρό ο νους κι ο λογισμός του είναι στην Ισπανία. Παρακαλεί κάθε τόσο την καθοδήγηση του κόμματος να τον στείλει για παράνομη δουλειά στη χώρα.
Το 1954 στη ζωή τού Γκριμάου συνέβη ένα μεγάλο γεγονός. Στο V συνέδριο του ΚΚΙ εκλέγεται μέλος της ΚΕ. Στις αρχές του 1958 πραγματοποιείται ο κρυφός πόθος τού Γκριμάου: η ΚΕ τον έστειλε στην Ισπανία σαν εκπρόσωπό της για να ελέγξει και να βοηθήσει τις παράνομες οργανώσεις του κόμματος στη χώρα. Ο Γκριμάου δεν κάθεται σε ένα μέρος. Δουλεύει σε πολλές επαρχίες της χώρας, και τον τελευταίο καιρό στη Μαδρίτη.
Ο Γκριμάου δούλεψε σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Τον κυνηγούσαν τα λαγωνικά της ασφάλειας, αλλά ήταν θαυμάσιος συνωμότης. Χρόνια ολόκληρα η αστυνομία ένοιωθε την παρουσία του, αλλά δεν μπορούσε να τον βάλει στο χέρι. Άρχισε τη δράση του στην Ισπανία, τη στιγμή που το κομμουνιστικό κόμμα έβαλε μπροστά του το καθήκον να συνενώσει όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης της χώρας, για να πετύχει ειρηνικά την ανατροπή της διχτατορίας του Φράνκο. Ο Γκριμάου έπαιρνε το πιο δραστήριο μέρος για την ανάλυση της πολιτικής εθνικής συνεννόησης, που διακήρυξε το κόμμα. Ήταν ένας από κείνους που οργάνωσαν την Ημέρα εθνικής συνεννόησης το 1958 και τη γενική Εθνική απεργία το 1959, που προετοίμασαν τις μαζικές απεργίες τού Απρίλη-Μάη 1962. Μερικά χρόνια δεν γνώρισε ανάπαυση, δουλεύοντας από αυγή σε αυγή, συγκεντρώνοντας και συσπειρώνοντας τις δυνάμεις των αντιφρανκιστών. Μόνο αραιά και πού κατόρθωνε να δει την οικογένειά του. Συχνά δε τα ραντεβού αυτά γίνονταν με γράμματα, αλλά ακόμα και στα γράμματα πηρός τή γυναίκα του μιλούσε βασικά για την πολιτική.
Όταν τον Απρίλη τού 1962 ξέσπασε η ηρωική απεργία των ανθρακωρύχων τής Αστουρίας, που σε λίγο υποστηρίχθηκε από τους εργάτες των άλλων επαρχιών, ο Γκριμάου ήταν ευτυχισμένος. Σ’ ένα γράμμα του προς την ΚΕ έγραφε, ότι οι απεργίες των Αστουρίων δημιούργησαν στη Μαδρίτη «θαυμάσια μαχητική ατμόσφαιρα και μας παρέχουν τεράστια βοήθεια. Η στιγμή είναι πολύ κατάλληλη να ριχθεί το σύνθημα της γενικής απεργίας. Φυσικά δεν έχουμε καθόλου καιρό, αλλά αυτό απαιτεί η κατάσταση, καθώς και το χρέος μας… Θα συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις και θα εκπληρώσουμε το ιερό μας χρέος». Σε άλλο γράμμα του έγραφε: «Παρατηρείται ουσιαστική πρόοδος: ανεβαίνει η μαχητικότητα των μαζών… Οι άνθρωποι εκφράζουν παντού τον ενθουσιασμό τους. Οι παλιοί συνεργάτες αποχτούν καινούργιες δυνάμεις. Μερικοί απ’ αυτούς λένε: οι προσπάθειες των τελευταίων χρόνων δεν πήγαν χαμένες».
Ο Γκριμάου έκανε επίμονη προετοιμασία για τη διεξαγωγή των μαζικών απεργιών στη Μαδρίτη. «Έχετε εμπιστοσύνη σ’ εμάς — έγραφε στην ΚΕ — καταλαβαίνουμε όλη την υπευθυνότητα της στιγμής που περνάμε. Δε θα λυπηθούμε δυνάμεις και κόπους».
Μετά το τέλος των απεργιών, που τράνταξαν το καθεστώς τού Φράνκο και βάθαιναν την κρίση του, η ΚΕ πρότεινε στον Γκριμάου να πάει στη Γαλλία για ανάπαυση. Αλλά και πάλι αρνήθηκε. Θεωρώντας την κατάσταση στη χώρα κρίσιμη, παρακάλεσε την ΚΕ «να μην βιάζει το ζήτημα» της ανάκλησης. Όταν έμαθε πως ικανοποιήθηκε η επιθυμία του έγραφε: «Χαίρομαι πως αναβάλλεται η ανάπαυσή μου για ευθετότερο χρόνο. Αυτό συμπίπτει απόλυτα με την επιθυμία μου. Δεν πρέπει να εξασθενίζουμε τις δυνάμεις μας σε τέτοιες δύσκολες στιγμές για τον κόσμο και για την πατρίδα μας».
Μια από τις αιτίες που τον έσπρωξαν να μείνει στη χώρα, ήταν η κρίση στην περιοχή της Καραϊβικής Θάλασσας.
Ο Γκριμάου δουλεύει με πάθος. Κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις των κομματικών οργανώσεων για να εξηγήσει στις μάζες τον θανάσιμο κίνδυνο που απειλεί την ειρήνη και το μέλλον της Ισπανίας, τον οποίο δημιούργησε η επιθετική πολιτική των ΕΠΑ απέναντι στην Κούβα. Η Μαδρίτη γέμισε προκηρύξεις-εκκλήσεις προς όλα τα στρώματα του πληθυσμού, τους φαντάρους και αξιωματικούς τού στρατού, τα σώματα ασφαλείας, οι οποίες καλούσαν τους κατοίκους της Μαδρίτης να πουν το αποφασιστικό τους «Όχι» στις αμερικανικές βάσεις στην Ισπανία και να επιδιώκουν την ανακήρυξη της ουδετερότητας τής χώρας. «Κανένας δεν έκλεινε και δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στη σοβαρότητα τής διεθνούς κατάστασης και τις συνέπειες που μπορεί να έχει για την χώρα μας, — γράφει ο Γκριμάου στην ΚΕ του κόμματος. — Κατά τη γνώμη μου (και συμφωνάνε μ’ αυτό όλες οι κομματικές επιτροπές), κάναμε ένα πολύ μεγάλο βήμα μπροστά, ξυπνώντας στο λαό τη συνείδηση του αληθινού κινδύνου για το ξέσπασμα ενός παγκόσμιου πολέμου και τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει για τη χώρα μας. Η πάλη για την ειρήνη μπήκε αυτές τις μέρες στην πρώτη γραμμή, και πρέπει να κάνουμε το παν για να μπαίνει πάντα πρώτη».
Άλλοι λόγοι, που τον ανάγκασαν να μείνει στην Ισπανία, ήταν το κύμα διωγμών που έδερνε τη χώρα μετά τις απεργίες Απρίλη—Μάη. Η ασφάλεια του Φράνκο οργίαζε, συλλαμβάνοντας εκατοντάδες ανθρώπους. Στο Μπιλμπάο κατόρθωσε να πιάσει τον Ραμόν Ορμασαμπάλ, μέλος της ΚΕ του ΚΚΙ, και πολλούς άλλους συντρόφους. Δεν απέφυγε τις απώλειες επίσης και η οργάνωση Μαδρίτης. Να γιατί ο Γκριμάου παρακάλεσε την ΚΕ να μη βιαστεί στο ζήτημα της ανάκλησής του, θεωρώντας τη στιγμή ακατάλληλη, γιατί η αστυνομία καταζητεί τους συντρόφους «που διακρίθηκαν στα γεγονότα του Απρίλη, του Μάη και τα κατοπινά», ώστε να εξασθενίσει το κόμμα και να αποτρέψει νέες εκδηλώσεις. Κατά τη γνώμη του η αναχώρησή του για Γαλλία σε τέτοιες στιγμές δε θα ήταν η πιο επιτυχημένη λύση τού ζητήματος και μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλες δυσκολίες για τη δράση των κομμουνιστών της Μαδρίτης.
Ο Γκριμάου δεν ήξερε, ότι η αστυνομία με τη βοήθεια τού προβοκάτορα Λαρ, που τρύπωσε στην κομματική οργάνωση, ανακάλυψε κιόλας τα ίχνη του. Στις 8 τού Νοέμβρη 1962 μετά το μεσημέρι ο Γκριμάου έπρεπε να συναντηθεί μ’ ένα σύντροφο. Στην οδό Ραϊμούντο Φερνάντες Βιλιαβέρντε ανέβηκε στο λεωφορείο. Μαζί του μπήκαν στο λεωφορείο και οι χαφιέδες της αστυνομίας. Ο Γκριμάου κατάλαβε την παρακολούθηση. Όρμησε στην έξοδο αλλά εκεί πιάστηκε. Αυτό έγινε στις 16 και 40 λεπτά. Είκοσι λεφτά αργότερα ο Γκριμάου βρισκόταν στη Γενική διεύθυνση της ασφάλειας στην πλατεία Πουέρτα Ντελ Σολ.
Στη Διεύθυνση ασφάλειας πρότειναν στο Γκριμάου να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο και μια δήλωση. Ο Γκριμάου ήξερε τι τον περιμένει, αλλά πήρε ήσυχα τον κοντυλοφόρο και έγραψε: «Είμαι ο Χουλιάν Γκριμάου Γκαρσία, γεννήθηκα στη Μαδρίτη στις 18 τού Φλεβάρη 1911, γιος τού Ενρίκου και της Μαρίας. Δηλώνω ότι είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής τού Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας και ότι βρίσκομαι στη Μαδρίτη για να εκτελέσω το χρέος μου σαν κομμουνιστής». Μετά τη δήλωση αυτή αρνήθηκε σταθερά και κατηγορηματικά να κάνει όποια άλλη κατάθεση.
Λυσσασμένοι οι δήμιοι ρίχτηκαν στον Γκριμάου και τον έδειραν τόσο άγρια που έχασε τις αισθήσεις του. Νομίζοντας ότι πέθανε, οι χαφιέδες άνοιξαν το παράθυρο και τον πέταξαν από το δεύτερο πάτωμα κάτω στην πάροδο Σαν Ρικάρντο, όπου τη στιγμή εκείνη είχαν μαζευτεί οι εφημεριδοπώλες, που περίμεναν νέες εφημερίδες. Αυτό έγινε στις 8 τού Νοέμβρη η ώρα 18 καί 45 λεφτά. Οι αστυνομικοί βιάστηκαν τόσο πολύ, που ξέχασαν να τού βγάλουν και τις χειροπέδες.
Επειδή φοβήθηκε η αστυνομία μήπως τον γνωρίσει κανείς, τον μετάφερε αμέσως σε μια κλινική όπου στις 9 και 13 τού Νοέμβρη ο χειρούργος Τεοντόρο Ντελγκάντο ανέστησε κυριολεκτικά τον Γκριμάου, κάνοντάς του δυσκολότατες εγχειρήσεις.
Αλλά μόλις συνήλθε ο Γκριμάου, τον έστειλαν στο νοσοκομείο των φυλακών Ιεσέριας, οπού βρέθηκε ξανά στα χέρια τού διευθυντή της κοινωνικοπολιτικής ταξιαρχίας, συνταγματάρχη Εϊμάρ.
Το φοβερό αυτό έγκλημα της ασφάλειας προκάλεσε τέτοια αγανάκτηση στή χώρα και στο εξωτερικό, που οι αρχές έσπευσαν να δικαιολογηθούν και, αμέσως μετά τη σύλληψή του διέδωσαν την ψεύτικη είδηση ότι ο Γκριμάου μόλις μεταφέρθηκε στη Διεύθυνση ασφάλειας, αποπειράθηκε να θέσει τέρμα στη ζωή του δι’ αυτοκτονίας. «Πριν ανακριθεί, έλεγε η επίσημη ανακοίνωση, επήδησεν από τού εξώστου τού δωματίου όπου ευρίσκετο (πρώτος όροφος) και έπεσεν επί της παρόδου Σαν Ρικάρντο προξενήσας εις εαυτόν σοβαράς βλάβας».
Ξεσκεπάζοντας αυτή την πλαστογραφία, ο Σ. Καρίλιο είπε : «Όσοι τον γνώρισαν τον Χουλιάν Γκριμάου, άνθρωπο με εύθραυστη σωματική διάπλαση αλλά με τιτάνια ευψυχία και ηθική αντοχή, ξέρουν καλά πως ποτέ δε θα αποφάσιζε να αυτοκτονήσει… Ο Χουλιάν Γκριμάου είναι υπόδειγμα κομμουνιστή, είναι ένας ήρωας, ένας από κείνους που δίνει τη ζωή του στο κόμμα δουλεύοντας ακούραστα νύχτα και μέρα, ένας που στις υπεύθυνες στιγμές δε θα ταλαντευθεί και δε θα κοιτάξει πίσω. Κι όλα αυτά τα κάνει αθόρυβα, σεμνά, χωρίς να περιμένει άλλη αμοιβή… εκτός από την καθαρή συνείδηση και την επίγνωση ότι έκανε το καθήκον του απέναντι στην τάξη του, το λαό του και το κόμμα του. Ο Χουλιάν Γκριμάου είναι ένας από τούς ανθρώπους εκείνους, που ανάγκασαν κάποιον Γάλλο παπά, μάρτυρα της υπόθεσης Ορμασαμπάλ, Περίκας, Ιμπαρόλλας και Μαρίας Ντατσένας, να δηλώσει: (Τους ηρωικούς αυτούς ανθρώπους μπορεί να τους συγκρίνει κανείς με τους πρώτους χριστιανούς». Ο Ιταλός δικηγόρος Φάουστο Ταρτζιτάνο, που του επέτρεψαν να παραστεί στη δίκη τού Γκριμάου, δήλωσε έπειτα στους δημοσιογράφους: «Είδα κείνο το καγκελόφραχτο παραθυράκι της φυλακής. Είναι τόσο μικρό, που δε θα μπορούσε να βγει από κει παρά μια γάτα».
Ωστόσο, όπως και αν ήταν, οι φρανκιστικές αρχές κατέβαλλαν έντονες προσπάθειες να σβήσουν τα ίχνη τού εγκλήματος, πολύ περισσότερο, πού σ’ όλο τον κόσμο προκάλεσε θύελλα αγανάκτησης και διαμαρτυριών. Οι φρανκιστικές αρχές κοντά στις ψευτιές αυτές δοκίμαζαν να καθησυχάσουν και την κοινή γνώμη, διαβεβαιώνοντας ότι ο Γκριμάου δε θα δικαστεί από στρατοδικείο, αλλά από ταχτικό δικαστήριο.
Παραμορφωμένος, μα αλύγιστος κείτονταν ο Γκριμάου στο νοσοκομείο των φυλακών. Ο Άγγλος γιατρός Άρον Ραποπόρτ, που βρισκόταν στη Μαδρίτη το Μάρτη τού 1963, έλεγε πως η κατάσταση τού Γκριμάου ήταν εξαιρετικά βαριά: «Ο Γκριμάου μοιάζει με φάντασμα: όλο το αριστερό μέρος τού προσώπου του είναι παραμορφωμένο, στον κρόταφό του διακρίνεται μια βαθιά ουλή — το σημάδι της πληγής που άγγιξε κατά πάσαν πιθανότητα και το μυαλό του. Τώρα ο Γκριμάου μοιάζει με άνθρωπο, που έχασε εν μέρει τη μνήμη του. Από το σπάσιμο των οστών τα χέρια του έμειναν παράλυτα». Κι αυτόν τον σακατεμένο και βασανιζόμενο από τούς πόνους άνθρωπο, εξακολουθούσαν να τον ανακρίνουν οι χαφιέδες της ασφάλειας. Όμως ο Γκριμάου δεν κατονόμασε κανένα, δεν είδε κανένα. Έλεγε ξανάλεγε μόνο στερεότυπα: «Ονομάζομαι Χουλιάν Γκριμάου. Είμαι γιος τού τάδε…».
Τότε ακριβώς γεννήθηκε στα σπλάχνα της φρανκιστικής ασφάλειας ένα καινούργιο, ένα σατανικό σχέδιο. Επειδή δεν διέθεταν κανένα στοιχείο ενοχοποίησης τού Γκριμάου και δε είχαν δυνατότητες να τον παραπέμψουν σε δίκη για την πολιτική του δράση, ο Φράνκο και οι δήμιοί του απήγγειλαν κατά του Γκριμάου την κατηγορία, ότι τον καιρό τού εμφυλίου πολέμου διέπραξε εγκλήματα κατά τού ανθρωπισμού.
Επί τέσσερις μήνες η ασφάλεια ετοιμαζόταν για την δίκη, συγκεντρώνοντας καταθέσεις «μαρτύρων», κατασκευάζοντας διάφορες πλαστογραφίες και «αποδείξεις» ενοχής τού Γκριμάου. Οι δήμιοι βιάζονταν από φόβο μήπως το κίνημα διαμαρτυρίας, που μεγάλωνε σ’ όλο τον κόσμο, αποσπάσει το Γκριμάου από τα χέρια τους.
Στις 18 του Απρίλη 1963 ο Γκριμάου βρέθηκε μπροστά στους δικαστές του στρατοδικείου. Το στρατοδικείο αποτελούσε παρωδία δικαστηρίου. Ούτε ένας «μάρτυρας», στους οποίους στηριζόταν η κατηγορία δεν μπόρεσε «να παρουσιαστεί στο δικαστήριο». Τον ίδιο τον Γκριμάου που αντιμετώπισε το δικαστήριο ήρεμα και με τεράστια αξιοπρέπεια, δεν τον άφησαν να μιλήσει, ζητώντας να απαντά στα ερωτήματα μόνο με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Κι όταν ο Γκριμάου είπε ότι «δεν αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει», τον διέκοψαν απότομα. Το ίδιο κάναν οι δικαστές, όταν ο Γκριμάου απέρριψε κατηγορηματικά την κατηγορία ότι χρησιμοποίησε βασανιστήρια σε βάρος των φαλαγγιτών, που πιάστηκαν τον καιρό τού πολέμου, και είναι ένοχος για το θάνατό τους.
«… Μπήκα στο κομμουνιστικό κόμμα το 1936. Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Επέστρεψα στην Ισπανία για να δουλέψω για την αποκατάσταση τού δημοκρατικού καθεστώτος, που θα εξασφάλιζε στον ισπανικό λαό την μεγαλύτερη ελευθερία. Είμαι κομμουνιστής και θα είμαι ως το τέλος της ζωής μου…», δήλωσε σταθερά ο Γκριμάου στους δημίους του.
Στο τελευταίο γράμμα στη γυναίκα του, στις 12 τού Απρίλη, έγραφε: «Όταν θα βγει η απόφαση θα σού γράψω για τ’ αποτελέσματα. Σε παρακαλώ να είσαι ήσυχη και να μη στενοχωριέσαι. Περιμένω την απόφαση ήρεμος, μα και δε γίνεται διαφορετικά… Στα κοριτσάκια μην πεις τίποτα γι’ αυτό. Έχουν ακόμα καιρό να το μάθουν. Ας παίζουν κι ας είναι ευτυχισμένα». Ο Γκριμάου ήξερε ότι θα τον δικάσουν σε θάνατο, αλλά παρ’ όλο που το ήξερε, προσπάθησε να καθησυχάσει την οικογένειά του, να τής δώσει ελπίδες. Ήξερε την απόφαση πριν ακόμα την απαγγείλουν, αλλά δεν ικέτευσε έλεος.
Η γενναιότητα του Γκριμάου συγκλόνισε ακόμα και το συνήγορό του λοχαγό Ρεμπόλιο Αλβαρές Αμάντι, που δήλωσε στο δικαστήριο, ότι ο Γκριμάου δικάζεται όχι για τα φανταστικά ποινικά εγκλήματα, αλλά για την πολιτική του δράση.
Το δικαστήριο τελείωσε. Αλλά ακόμα και οι δικαστές, που είχαν συνηθίσει σε όλα, δεν ριψοκινδύνευαν ν’ απαγγείλουν στο Γκριμάου την καταδίκη. Τον μετέφεραν στη φυλακή Καραμπαντσέλ και για πρώτη φορά τον βάλαν σε κοινό θάλαμο. Οι σύντροφοί του δοκίμασαν να τον παρηγορήσουν, να τον ενθαρρύνουν, εξέφραζαν την ελπίδα πως η ποινή δεν πρόκειται να είναι πολύ αυστηρή. «Μην έχετε αυταπάτες, θα με τουφεκίσουν οπωσδήποτε, — είπε ο Γκριμάου στους συντρόφους του. — Η τύχη μου προαποφασίστηκε από καιρό ακόμα. Θα είμαι το τελευταίο θύμα του φρανκισμού… Αλλά το αίμα μου δε θα χυθεί άδικα. Θα δυναμώσει, αναμφίβολα, ακόμα πιο πολύ την απομόνωση του καθεστώτος και θα επιταχύνει την πτώση του. Ένα μόνο σας παρακαλώ: φυλάξτε την ενότητα, κρατείστε γερά, συνεχίστε τον αγώνα εδώ, κι όταν βγείτε έξω αφήστε στην άκρη όλα όσα μπορούν να σας χωρίζουν, και βάλτε στην πρώτη μοίρα αυτό που μάς ενώνει όλους — την πάλη για την οριστική διάλυση του φρανκισμού».
Το βράδυ τού ανακοίνωσαν την απόφαση: Θάνατος. Η απόφαση επικυρώθηκε από τον υποστράτηγο της περιοχής Μαδρίτης, Βαλίνιο. Μόνο το υπουργικό συμβούλιο μπορούσε να καταργήσει την απόφαση του δικαστηρίου.
Η είδηση ότι ο Γκριμάου καταδικάστηκε σε θάνατο, προκάλεσε θύελλα αγανάκτησης σ’ όλο τον κόσμο. Παντού έγιναν μεγαλειώδικες διαδηλώσεις και συλλαλητήρια με το αίτημα να καταργηθεί η άδικη καταδίκη. Οι Ισπανικές πρεσβείες πολιορκούνταν κυριολεκτικά από τα αγανακτισμένα πλήθη. Ένας ατέλειωτος χείμαρρος από αποφάσεις διαμαρτυρίας, τηλεγραφήματα και γράμματα έφτανε στο Φράνκο μ’ ένα μόνο αίτημα: να δοθεί χάρη στο Γκριμάου. Η βασίλισσα του Βελγίου Ελισαβέτα, ο καρδινάλιος του Παρισιού Φελτίνι, ο πρώτος αρχιεπίσκοπος της Ισπανίας καρδινάλιος Πλα και ο νούντσιος του Πάπα στη Μαδρίτη Ντανιέλ, επιστήμονες και συγγραφείς με παγκόσμια ονόματα ακόμα και μερικοί υπουργοί της ισπανικής κυβέρνησης κάλεσαν τον Φράνκο ν’ ακούσει τη φωνή της παγκόσμιας κοινής γνώμης και να καταργήσει τη θανατική ποινή.
Στις 19 του Απρίλη ο πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ και πρώτος γραμματέας της ΚΕ τού ΚΚΣΕ Ν. Σ. Χρουστσόφ έστειλε στο Φράνκο τηλεγράφημα, που έγραφε: «Ξεκινώντας από αισθήματα ανθρωπισμού και ουμανισμού, Σας απευθύνω θερμή παράκληση να καταργήσετε αυτή την ποινή και να σώσετε τη ζωή του Χουλιάν Γκριμάου. Είμαι βαθιά πεπεισμέος ότι τα πιο πλατιά στρώματα της παγκόσμιας κοινωνίας θα υποδέχονταν με αίσθημα ικανοποίησης την ανθρωπιστική αυτή χειρονομία από μέρους Σας».
Αλλά παρά τις εκατοντάδες εκκλήσεις, ο Φράνκο έμεινε ανένδοτος. Του χρειαζόταν ο νεκρός τού Γκριμάου. Η εκτέλεση του Γκριμάου έπρεπε να τρομάξει τις λαϊκές μάζες και να σταματήσει την πορεία της αποσύνθεσης του Φρανκιστικού καθεστώτος, συνδέοντας τους οπαδούς του με τη συνενοχή στο έγκλημα και στο χυμένο αίμα.
Την αυγή της 20 του Απρίλη οδηγήθηκε ο Χουλιάν Γκριμάου για εκτέλεση. Τον έβγαλαν στην εσωτερική αυλή της φυλακής, οπού είχε κιόλας σκαφτεί ο τάφος. Αλλά και μπροστά στο θάνατο στάθηκε γενναίος κι ακλόνητος, όπως προηγούμενα μπροστά στους πράχτορες τής ασφάλειας και μπροστά στο δικαστήριο. Όταν έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης πέταξε στα μούτρα των δημίων τούτα τα λόγια: «25 χρόνια ήμουν κομμουνιστής και θα πεθάνω κομμουνιστής». Δε δέχτηκε να εξομολογηθεί στον παπά. Όταν ένας στρατιώτης δοκίμασε να δέσει τα μάτια του, ο Γκριμάου του είπε: «Μη μού δένετε τα μάτια. Είμαι κομμουνιστής και πάντα αντίκρυζα χωρίς φόβο το θάνατο. Δε φοβάμαι και τώρα. Τα εγκλήματα που μού αποδίνουν είναι ανυπόστατα. Δεν έκανα ποτέ κανένα έγκλημα. Με σκοτώνουν μόνο και μόνο γιατί αφιέρωσα τη ζωή μου στην υπεράσπιση των συμφερόντων του λαού».
Ο Φράνκο δεν τόλμησε να αναθέσει την εκτέλεση της ποινής στους Ισπανούς φαντάρους και ο Γκριμάου εκτελέστηκε από ένα απόσπασμα μισθοφόρων. Αλλά κι εκείνοι ήταν τόσο τρομαγμένοι από την παλληκαριά τού Γκριμάου, που δεν μπόρεσαν να τον σκοτώσουν με το πρώτο και ο ανθυπολοχαγός τής ασφάλειας τού Φράνκο, που έδωσε το παράγγελμα στη διμοιρία, επενέβη να τον αποτελειώσει. Ο Αξιωματικός πυροβόλησε κάμποσες φορές στον ξαπλωμένο στη γης Γκριμάου πριν πεθάνει.
Τον Γκριμάου τον έθαψαν στο νεκροταφείο της φυλακής. Αλλά και ο νεκρός του προκάλεσε δέος στους φρανκιστές δήμιους. Πολύν καιρό φρουρούσαν το μνήμα του για να μην πλησιάσει εκεί κανείς.
Η τραγωδία που ξετυλίχτηκε στη Μαδρίτη συγκλόνισε όλον τον κόσμο. Χιλιάδες πλήθη πολιόρκησαν τις πρεσβείες και τα προξενεία της Ισπανίας. Μια θάλασσα από λουλούδια, σαν τελευταίος φόρος τιμής των ζωντανών προς τον πεσόντα, πλημμύρισε τα πεζοδρόμια και τα πλακόστρωτα μπροστά στις πρεσβείες τής Ισπανίας στο Λονδίνο και το Παρίσι, στη Ρώμη και στην Κοπεγχάγη. Επί 10 λεφτά παρέλυσε η ζωή στην Ιταλία. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου έκραζαν τη διαμαρτυρία τους.
«Τις ώρες αυτές τού πόνου και της οργής εμείς οι κομμουνιστές κλαίμε με ματωμένα δάκρυα τον ακριβό κι ωραίο μας Χουλιάν Γκριμάου. Τίποτε δεν μπορεί να μας παρηγορήσει για τη μεγάλη αυτή απώλεια και για κείνες που είχαμε στο μακρόχρονο αγώνα μας για τη λευτεριά της Ισπανίας… Θα εκδικηθούμε το έγκλημα αυτό, εγκαθιστώντας στην Ισπανία το πιο ουμανιστικό καθεστώς, το δημοκρατικό πολίτευμα, που θα βάλει τέλος στο πνεύμα του εμφυλίου πολέμου και τους αιματηρούς διωγμούς, το πολίτευμα, που θα εξασφαλίζει σ’ όλους τούς Ισπανούς ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις ή τη θρησκεία τους τη ζωή και τη λευτεριά», είπε ο γενικός γραμματέας τού ΚΚΙ Σ. Καρίλιο.
Ο Γκριμάου έπεσε, αλλά ο Φράνκο δεν πέτυχε τους σκοπούς του. Οι Ισπανοί κομμουνιστές δεν τρόμαξαν. «Ο θάνατος τού Χουλιάν Γκριμάου, έγινε σημαία πάλης — δήλωσε η πρόεδρος του ΚΚΙ Ντολόρες Ιμπαρούρι — Ο Γκριμάου είναι μαζί μας, ζει και θα ζει στις καρδιές των νέων γενεών, που πορεύονται στο δρόμο τού κομμουνισμού, στο δρόμο της νίκης. Ο Χουλιάν Γκριμάου εκτελέστηκε στο όνομα τού φασιστικού νόμου. Στο όνομα της λαϊκής υπόθεσης οι καλύτεροι εκπρόσωποι της ισπανικής νεολαίας έρχονται και θα έρχονται με το κομμουνιστικό κόμμα, θα παλέψουν έτσι όπως πάλεψε ο Χουλιάν Γκριμάου, όπως πάλεψαν πολλές χιλιάδες ήρωες, που στάθηκαν υπόδειγμα επαναστατικής πάλης, ήρωες, που έπεσαν σ’ αυτόν τον αγώνα, αλλά έπεσαν αήττητοι».
Η δολοφονία τού Γκριμάου προκάλεσε πλατύ κίνημα διαμαρτυρίας και σ’ όλη την Ισπανία. Εκατοντάδες τηλεγραφήματα και γράμματα έφτασαν στην κυβέρνηση, που καταδίκαζαν το στυγερό αυτό έγκλημα. Στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης έγινε αντιφρανκιστική εκδήλωση. Στή διαδήλωση της Βαρκελώνης στις 2 τού Μάη εκατοντάδες άνθρωποι φώναζαν ρυθμικά «Φράνκο δολοφόνε!». Στη Σεβίλλη πέρασαν από τους δρόμους σιωπηλοί οι φάλαγγες των διαδηλωτών. Σε δεκάδες επιχειρήσεις της Μαδρίτης, της Βαρκελώνης, τού Μπιλμπάο, της Αστουρίας και άλλων πόλεων και επαρχιών οι εργάτες τίμησαν τη μνήμη τού Γκριμάου μ’ ένα λεπτό σιγής. Αυτό που κατέλαβε τον εργαζόμενο λαό της Ισπανίας δεν ήταν φόβος, αλλά οργή. Αυτό που κυριαρχούσε στις γραμμές της αντιπολίτευσης δεν ήταν ο πανικός κι η σύγχυση, αλλά ο πόθος για μια ακόμα μεγαλύτερη ενότητα. Ακόμα κι αυτοί οι Ισπανοί, που υποστήριζαν για την ώρα τη διχτατορία τού Φράνκο, δοκίμαζαν μεγάλη ντροπή. Ένας φαλαγγίτης έγραψε στην Αγγέλα Γκριμάου: «Ίσως σας φανεί, όπως και στην κυβέρνηση της χώρας μου, παράξενο, που ένας φαλαγγίτης σας απευθύνει ετούτο το γράμμα…, πιστεύω πως ανάμεσα στους φαλαγγίτες πολλοί, όπως εγώ αυτή τη στιγμή, θάθελαν να κρύψουν αυτή τη ντροπή και τη λύπη τους γι’ αυτή την πράξη…». Χιλιάδες και χιλιάδες Ισπανοί είδαν στη ζωή και τους άθλους τού Γκριμάου το λαμπρό παράδειγμα που δείχνει τι είναι κομμουνιστής, τι είναι κομμουνιστικό κόμμα. Ο Γκριμάου παρουσίασε σ’ όλο τον κόσμο ένα μεγάλο παράδειγμα αληθινού ηρωισμού.
*
Αχ αδερφοί, στης Μαδρίτης τη γκρίζα αυγή
την ώρα που σε μας οι άνδρες ακόμα κοιμούνται
Πεθαίνει ο Χουλιάν Γκριμάου…Αχ αδερφέ, στης Μαδρίτης τη γκρίζα αυγή
την ώρα που σε μας ο ήλιος από αίμα βγαίνει
Πεθαίνει ο Χουλιάν Γκριμάου…Αχ μάνα, στης Μαδρίτης τη γκρίζα αυγή
προτού κανείς εδώ διαβάσει την εφημερίδα
Πεθαίνει ο Χουλιάν Γκριμάου…Σύντροφοι, στης Μαδρίτης την κόκκινη αυγή
Ο Χουλιάν Γκριμάου μαζί μας ζει
Ζει κι ωστόσο είναι νεκρός…Ποίηση: Βολφ Μπίρμαν – Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος