Χριστούγεννα του ’43 στο Καϊμακτσαλάν. Πρωτοχρονιά του ’44 μαζί με τους Σέρβους παρτιζάνους – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
“Είπαμε «χρόνια πολλά». Ευχηθήκαμε, «με τη νίκη» και ανταλλάξαμε πολλές, όλο ελπίδα ευχές. Ξεκουραστήκαμε καμιά ώρα, παρακολουθώντας συνέχεια τις γερμανικές φάλαγγες κάτω στο δημόσιο δρόμο…” – Το 16ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στα υψώματα του Καϊμακτσαλάν. Αναμνήσεις του Γιάννη Παπανικολάου, υπασπιστή του 3/40.
Παραμονή Χριστουγέννων του 1943. Βρισκόμαστε στην Κουτσούφλιανη του Βερμίου. Είπαμε τα κάλαντα στη διοίκηση του 16ου Συντάγματος, όπου υπηρετούσαμε.
Τελείως ξαφνικά, κατά τις 10 η ώρα, ήρθε σύνδεσμος – από τη Νάουσα νομίζω – και μας έφερε άσχημα νέα. Οι Γερμανοί μαζί με ταγματασφαλίτες και ΠΑΟτζήδες, κύκλωσαν το Βέρμιο και ετοιμάζονται να ανεβούν για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Επειδή είμαστε λίγοι – και οι περισσότεροι βοηθητικών υπηρεσιών – γιατί πολλά από τα μάχιμα τμήματα του συντάγματος, μαζί και ο καπετάν Πέτρος (Χρήστος Μόσχος), που έτυχε να βρίσκεται εκεί, ήταν διασκορπισμένα σε διάφορες αποστολές – η διοίκηση πήρε την απόφαση να μην δώσουμε μάχη, αλλά να φύγουμε και να περάσουμε στα υψώματα του Καϊμακτσαλάν.
Θυμάμαι, μας μοιράσανε δέματα με διάφορα δώρα. Άλλα είχανε φανέλες, κάλτσες, γλυκά και, γενικά, χριστουγεννιάτικα, και άλλα διάφορα χρήσιμα για μας τους αντάρτες, αντικείμενα. Τα δώρα αυτά προέρχονταν από διάφορες πόλεις και χωριά της περιοχής και προορίζονταν για όλους τους αντάρτες του 16ου συντάγματος. Πολλά από τα δέματα τα κρύψαμε στο δάσος, σε μια σπηλιά μυστική, που χρησιμοποιούσαμε για κρυφή αποθήκη. Άλλωστε και να ήθελε κανείς μας να πάρει περισσότερα δεν μπορούσε, γιατί ετοιμαζόμασταν για πορεία και η μεταφορά τους στην πλάτη ήταν αδύνατη.
Στα γρήγορα ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε, με κατεύθυνση προς Άνω Γραμματικό. Φθάσαμε και συνεχίσαμε για το Κέντροβο. Εκεί μας βρήκε η νύχτα. Σταματήσαμε για λίγο να ξεκουραστούμε και να κολατσίσουμε ξηρά τροφή, που είχαμε μαζί μας. Ψωμί, τυρί και σταφίδα από τα χριστουγεννιάτικα δέματα που πήραμε.
Σε λίγο ξεκινήσαμε, σε φάλαγγα κατ’ άνδρα, ο ένας πολύ κοντά στον άλλο, όπως συνήθως, για να μην ξεκοπούμε και χαθούμε. Συνεχίσαμε έτσι για, περίπου, 500 μέτρα, πριν φτάσουμε στο δημόσιο δρόμο Έδεσσας – Φλώρινας, κοντά στο Μουχαρέμ Χάνι. Εκεί σταματήσαμε και χωριστήκαμε σε σχηματισμούς.
Μια διμοιρία, καμιά εικοσαριά άνδρες, τράβηξε περί τα 500 μέτρα προς την πλευρά της Έδεσσας.
Σε κάποιο σημείο του δρόμου, αφού πρώτα ερεύνησε καλά γύρω γύρω έστησε ενέδρα. Το ίδιο έκανε άλλη μια τέτοια ομάδα, προς την αντίθετη μεριά του δρόμου. Δηλαδή, προς τη μεριά της Άρνισσας. Αυτές ήταν οι πλαγιοφυλακές μας.
Και τώρα η δική μας ομάδα, η υποδειγματική ανταρτοεπονίτικη, ενισχυμένη και με μια ομάδα του λόχου διοικήσεως, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, προχωρήσαμε κατευθείαν μπροστά, ως εμπροσθοφυλακή. Αφήσαμε για λίγο το δρόμο και μπήκαμε μέσα από το δάσος, ακολουθώντας κάτι μονοπάτια, που μόνο ο οδηγός μας (τον είχαμε πάρει από το χωριό Κέντροβο) ήξερε, μέσα στα σκοτάδια και με κλειστά τα μάτια. Ήξερε όλα τα κατατόπια, γιατί ήταν γιδοβοσκός στην περιοχή αυτή. Μας οδηγούσε από ένα κατηφορικό δασωμένο πρανές, προς το Μουχαρέμ Χάνι. Προχωρούσαμε με τα όπλα μας οπλισμένα ανά χείρας και με το δάχτυλο στη σκανδάλη, σιγά σιγά και πίσω μας ακολουθούσε η κύρια φάλαγγα, με επικεφαλής τον καπετάν Πέτρο.
50 μέτρα προτού φτάσουμε στην άσφαλτο, σταματήσαμε, ακροαστήκαμε για λίγα λεπτά γύρω μας και αφού βεβαιωθήκαμε ότι όλα ήταν ήσυχα, ξεκινάμε μόνο εμείς, η εμπροσθοφυλακή. Φθάνουμε στην άσφαλτο, βαδίζουμε λίγα μέτρα προς τα δεξιά, 100 μέτρα, ίσως και περισσότερα, ωσότου βρήκαμε το απέναντι μονοπάτι. Περνάμε δίπλα από ένα χωραφάκι, λίγα μέτρα πιο πέρα. Περνάμε τη σιδηροδρομική γραμμή, ανεβαίνουμε ένα υψωματάκι βραχώδες και εκεί ακροβολιστήκαμε, πιάνοντας τις θέσεις μας.
Τότε, ένας από εμάς έβγαλε ένα ουρλιαχτό, σα λύκος. Αυτό ήταν το σύνθημά μας, για να προχωρήσει ο καπετάν Πέτρος, με την κύρια φάλαγγα.
Ήταν η ώρα 1 μετά τα μεσάνυχτα. Ξημερώνουν τα Χριστούγεννα του 1943. Στη θέση που είμαι, προσέχω προς την πλευρά της Έδεσσας, πίσω από μια πέτρα για προκάλυμμα. Περνάνε από το μυαλό μου πολλά προηγούμενα Χριστούγεννα που πέρασα στο σπίτι μου, μαζί με τους δικούς και τους φίλους μου, καθώς και άλλες ωραίες αναμνήσεις.
Στο μεταξύ, η φάλαγγα ακούγεται να περνάει την άσφαλτο. Ύστερα τις σιδηροδρομικές γραμμές. Φτάνουν οι πρώτοι κοντά μας και συνεχίζουνε την πορεία προς το Καϊμακτσαλάν. Ειδοποιούμε τους πλαγιοφύλακες με ουρλιαχτά τσακαλιού. Αποσύρονται και εκείνοι από τις θέσεις τους και έρχονται προς εμάς. Φεύγουν και εκείνοι, μαζί με τους άλλους, και μένουμε μόνο εμείς, ως οπισθοφυλακή. Όλοι προχωράνε μπροστά ολοταχώς. Ακολουθούμε κι εμείς. Ανεβαίνουμε ένα ύψωμα. Παίρνουμε τον κατήφορο, πάντοτε από στενά και κακοτράχαλα μονοπάτια. Βρισκόμαστε σ’ έναν καμπίσκο με χωράφια, μεταξύ των χωριών Βρυτά και Ξανθόγεια, συνεχίζοντας να βαδίζουμε.
Όταν φτάσαμε στους πρόποδες του Καϊμάκ Τσαλάν, ξημέρωσε για τα καλά. Η μέρα ήταν πεντακάθαρη. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε μια γυμνή πλαγιά, σκορπισμένοι και απ’ όπου νόμιζε ο καθένας καλύτερα. Σαν τα κατσίκια προχωρούσαμε, κατευθείαν προς το χωριό Πάτημα, που το βλέπαμε ολοκάθαρα μπροστά μας.
Βγήκε ο ήλιος. Κάτω από εμάς ο καμπίσκος της Παναγίτσας ήταν σαν τηγάνι. Στο δημόσιο δρόμο φάλαγγες γερμανικών αυτοκινήτων άρχισαν να κυκλοφορούν, άλλες προς την Έδεσσα και άλλες προς τη Φλώρινα. Ο Θεός σίγουρα μας φύλαξε και δεν μας είδαν από κάτω και να μας βάλουν, με το πυροβολικό τους, ή να ειδοποιήσουν την αεροπορία τους και να μας πετσοκόψουν, κυριολεκτικά, γιατί το μέρος όπου βρισκόμασταν δεν είχε τίποτα για να προστατευτούμε. Ήταν τελείως ακάλυπτο και φαινόμασταν ολοκάθαρα.
Κοντά στο μεσημέρι φτάσαμε στο χωριό Πάτημα. Ήταν ένας οικισμός, με καμιά δεκαριά σπίτια. Έξω από ένα δίπατο σπίτι, κάτω από ένα υπόστεγο, ήταν δύο τρεις χωρικοί, με δυο καζάνια νερόβραστες φακές, όλο πέτρες. Ευτυχώς, μας περίμεναν γεμίζοντας τις καραβάνες μας και δίνοντάς μας και από ένα κομμάτι καλαμποκοσικαλίσιο σαν τούβλο, ψωμί, για να γεμίσουμε κι εμείς τα άδεια μας στομάχια.
Είπαμε «χρόνια πολλά». Ευχηθήκαμε, «με τη νίκη» και ανταλλάξαμε πολλές, όλο ελπίδα ευχές. Ξεκουραστήκαμε καμιά ώρα, παρακολουθώντας συνέχεια τις γερμανικές φάλαγγες, κάτω στο δημόσιο δρόμο, να πηγαινοέρχονται, αφουγκραζόμενοι συνάμα μήπως και ακούσουμε τον χαρακτηριστικό θόρυβο, χλου-χλου-χλου, της οβίδας, που κάνει όταν έρχεται, ή το βόμβο του αεροπλάνου. Ευτυχώς, όμως, τίποτα απ’ ό,τι φοβόμαστε δεν συνέβη.
Σε λίγο ξεκινήσαμε για τα καλύβια του Γιαννακούλια, όπου ήταν τα λημέρια του 2/30 τάγματος. Ύστερα από καμιά ώρα πορεία, όλο ανάβαση, σε γυμνό και όλο βράχια έδαφος, φτάσαμε σε δάσος. Πήραμε θάρρος, έσπασε η σιωπή μας, και αρχίσαμε να καλαμπουρίζουμε, λέγοντας διάφορα αστεία. Σταματήσαμε σε ένα απλωτό μέρος. Συγκεντρωθήκαμε όλοι, και τότε μας εξήγησε ο καπετάν Πέτρος τους λόγους που αυτή τη φορά επιβαλλόταν να έρθουμε σε σύγκρουση με τον εχθρό, γιατί μόνο φθορά και απώλειες θα είχαμε, χωρίς να μπορούμε να φέρουμε κάποιο καλό αποτέλεσμα.
Έπρεπε, λοιπόν, να οργανωθούμε και να είμαστε έτοιμοι για την άνοιξη. Να αρχίσουμε τον ανταρτοπόλεμο άφθαρτοι, δυναμικοί, χωρίς απώλειες και με ακμαίο θάρρος και ηθικό.
Ύστερα από λίγο ήρθανε δύο συναγωνιστές, από το 2/30 τάγμα του καπετάν Σταύρου, για να μας οδηγήσουν στα λημέρια τους, στο Καϊμακτσαλάν. Ξεκινήσαμε και με πορεία όλο μέσα σε δάσος, φθάσαμε στα λημέρια, όταν νύχτωσε. Εκεί μας περίμεναν ο καπετάν Αράπης κι ο καπετάν Σπύρος, με μια διλοχία του 2/30 τάγματος, ο ένας λόχος της οποίας αποτελούνταν από Ρώσους, Πολωνούς, Μαροκινούς, Ιταλούς και μαχητές άλλων εθνικοτήτων, οι οποίοι φύγανε από τους Γερμανούς και εντάχθηκαν στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Μας τακτοποίησαν, μοιράζοντάς μας κατά ομάδες, μέσα σε κάτι αμπριά, που είχανε φτιαγμένα με σειρές πολλών κορμών δένδρων, φτέρες και χώμα. Όλα μέσα στο εσωτερικό τους είχανε κάτι σαν ντιβάνια, από κλαδιά δέντρων, με μπόλικη φτέρη στρωμένη. Ήταν αναπαυτικά και μας φάνηκαν σαν σομιέδες. Και σε μια άκρη, είχε το καθένα και από ένα είδος τζακιού, με μεγάλες απολαυστικές φωτιές, αναμμένες, έτοιμες. Από την πολλή κούραση που είχαμε, άλλοι φάγανε για βραδινό και άλλοι όχι, παρ’ ότι μας είχανε οι συναγωνιστές μας του 2/30 ζεστό τραχανά.
Πέσαμε και κοιμηθήκαμε σαν ψόφιοι, μέχρι αργά την άλλη μέρα, που μας φώναξαν για να πάρουμε τσάι. Τι να δούμε, όμως; Δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω από τα αμπριά, γιατί το χιόνι έφτανε μέχρι τα 50 εκατοστά. Όλη τη νύχτα χιόνιζε και συνέχιζε ακόμα να χιονίζει πυκνά, παρ’ ότι η προηγούμενη ημέρα ήταν ηλιόλουστη. Μας φέρανε οι συναγωνιστές του 2/30 ζεστό τσάι, ψωμί φρέσκο, που βγάλανε τη νύχτα, και από ένα κομμάτι τυρί φέτα. Για το μεσημέρι είχαμε μπόλικο πρόβειο κρέας βραστό. Μας έδωσαν σταφίδα, ξηρά σύκα και καπνό, με τσιγαρόχαρτο. Με λίγα λόγια, γιορτάσαμε σαν Χριστούγεννα, εκείνη τη δεύτερη μέρα. Πιο πάνω, στη μέση ενός ξέφωτου του δάσους, ήταν ένα έλατο, το οποίο οι Πολωνοί, πριν από λίγες μέρες, το είχαν στολίσει και με το παχύ χιόνι που το είχε σκεπάσει, καθώς και τη γύρω περιοχή, ήταν κάτι ονειρώδες, φαντασμαγορικό, κάτι ασύλληπτο για τη φαντασία μας, που θύμιζε κάτι καρτ ποστάλ από τις χώρες του βορρά. Η γραφικότητα αυτή θα μου μείνει αξέχαστη, σ’ όλη μου τη ζωή. Χιόνιζε, με τεράστιες σα χαρτοπετσέτες νιφάδες, μέσα στο πυκνό, από οξιές και έλατα, δάσος και τα δέντρα με τα κλαδιά τους έγερναν μέχρι το έδαφος.
Περάσαμε μερικές ώρες μέσα σ’ αυτό το ονειρώδες τοπίο, παίζοντας χιονοπόλεμο μεταξύ μας και πριν σουρουπώσει πήραμε το βραδινό μας συσσίτιο. Όσοι είχαν υπηρεσία για σκοπιές, πήγανε στα πόστα τους και οι υπόλοιποι μπήκαμε μέσα στα ζεστά αμπριά και αφού φάγαμε, επιδοθήκαμε στην εξόντωση και καταπολέμηση της ψείρας.
Έτσι, περάσαμε μερικές ακόμα ημέρες στα λημέρια του Καϊμακτσαλάν. Στις 30/12/1943, πήραμε εντολή να συγκεντρωθούμε και να φύγουμε για την Τζένα. Τους λόγους δεν μας τους είπανε. Κατά το μεσημέρι, ξεκινήσαμε και φτάσαμε βραδάκι στον κάμπο της Καρατζόβας, έξω, κοντά στο χωριό Ορμά. Συνεχίσαμε την πορεία μας μέσα στην παγωνιά και τη νύχτα φτάσαμε στα λουτρά του Πόζαρ. Εκεί βρήκαμε ένα τμήμα από Σέρβους παρτιζάνους, με τον καπετάν Τέμπο, οι οποίοι ήταν εκεί αρκετές ημέρες.
Τα κτίρια των λουτρών ήταν μεγάλα και ωραία, πλην όμως δεν είχαν ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα. Στρώσαμε τις κουβέρτες που είχαμε κάτω στα τσιμεντένια δάπεδα, με τη μισή κουβέρτα κάτω και την άλλη μισή να μας σκεπάζει και προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε. Παρ’ όλη την κούραση που είχαμε στάθηκε αδύνατον να κλείσουμε μάτι. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, έως και πολικό, με τη θερμοκρασία να φτάνει 20 κάτω του μηδενός και το πάτωμα από κάτω μας να είναι παγωμένο και σκληρό «σαν τσιμέντο». Ανασηκωθήκαμε και αρχίσαμε να κάνουμε σημειωτόν και να χοροπηδάμε για να μην ξεπαγιάσουμε από το κρύο.
Μόλις ξημέρωσε, πολλοί από μας βρήκαμε ζεστό καταφύγιο μέσα στις υπόγειες δεξαμενές -πισίνες, που είχανε οι εγκαταστάσεις. Καθώς το νερό τους ήταν πολύ ζεστό, μπήκαμε μέσα και δεν μας έκανε καρδιά να βγούμε έξω στο κρύο. Τότε ήρθε ο διοικητής μας Κολοκοτρώνης, μαζί με τον γιατρό του συντάγματος, και βάλανε τις φωνές: «Βγείτε γρήγορα έξω, μας είπαν. Όποιος βαρέθηκε τη ζωή του και θέλει να πεθάνει, ας μείνει μέσα στο νερό, αλλά και αυτός δεν μπορεί να μείνει μέσα, γιατί τον χρειαζόμαστε για να φέρουμε σε πέρας τον αγώνα μας. Βγείτε έξω από το νερό, πριν εξαντληθείτε, γιατί το νερό αυτό φέρνει εξάντληση και δεν επιτρέπεται η παραμονή μέσα περισσότερο από 10 λεπτά, ιδίως τώρα το χειμώνα. Άλλωστε μόλις βγείτε έξω θα ξυλιάσετε».
Κάτω από, περίπου ίδιες συνθήκες, περάσαμε την Πρωτοχρονιά του 1944. Μαζί με τους Σέρβους παρτιζάνους, μείναμε κάτω στα υπόγεια των εγκαταστάσεων για να ζεσταινόμαστε από τους ατμούς των ζεστών νερών.
Κατά τον ίδιο τρόπο περάσαμε ακόμα μερικές μέρες. Ώσπου τη νύχτα των Φώτων, το 2/30 τάγμα, με τους καπεταναίους του, Αράπη και Σπύρο, μαζί και ο διεθνής λόχος αλλοδαπών, χτύπησαν τους Γερμανούς μέσα στην Αριδαία. Είχαν για αποστολή να απαγάγουν τον ίδιο τον Γερμανό ταγματάρχη -φρούραρχο. Μην μπορώντας, όμως, να τον πιάσουν ζωντανό, αναγκάσθηκαν να τον σκοτώσουν, όπως και τον υπασπιστή του. Εκείνο το βράδυ οι Γερμανοί στην Αριδαία έπαθαν σωστή πανωλεθρία. Είχανε πάνω από 20 νεκρούς (μαζί με το φρούραρχο) και πολλούς τραυματίες.
Αποφασίσαμε να ανεβούμε ξανά στα λημέρια του Καϊμακτσαλάν. Αφήσαμε τους Σέρβους στα λουτρά. Ξεκινήσαμε, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, ή μάλλον, όχι το δρόμο, αλλά το κακοτράχαλο ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στα λημέρια. Περπατήσαμε αρκετές ώρες και όταν φτάσαμε ψηλά στο χιονισμένο έδαφος, ήμασταν τελείως εξαντλημένοι. Από εκεί και πέρα η δυσκολία ήταν ακόμη πιο μεγάλη, πολλοί συναγωνιστές από την πολλή κούραση και εξάντληση, μείνανε στο δρόμο. Εμείς, όταν φτάσαμε στα λημέρια, πήραμε ψωμιά και άλλα τρόφιμα και γυρίσαμε πίσω, δίνοντάς τα στους βραδυπορούντες συναγωνιστές μας. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες, φτάσαμε και πάλι στα λημέρια. Εκεί βρήκαμε και άλλα τμήματα του συντάγματος μας, από όσα ήταν διασκορπισμένα σε διάφορες αποστολές.
Την τρίτη μέρα συγκεντρωθήκαμε και πήραμε εντολή όλοι οι μάχιμοι να ετοιμαστούμε, γιατί θα πηγαίναμε σε μια σπουδαία και δύσκολη αποστολή.
Εκείνες τις ημέρες είχε κάνει επιδρομή από Γευγελή μια μεγάλη δύναμη Γερμανών, έχοντας μαζί τους και ένα σύνταγμα βουλγαρικού φασιστικού στρατού. Λεηλατώντας, καίγοντας και ρημάζοντας τα χωριά στο διάβα τους, κατευθύνονταν προς την Αριδαία, κυκλώνοντας, ταυτόχρονα, το βουνό Πάικο, στο οποίο από την άλλη πλευρά της Γουμένισσας και των Γιαννιτσών, ανέβαινε άλλη μια δύναμη γερμανοτάταρων. Ο προορισμός του ήταν, ξεκαθαρίζοντας πρώτα το Πάικο και όλη την περιοχή, γενικά, από τους αντάρτες, να αναθέσουν την επιτήρηση και κατοχή της περιοχής Καρατζόβας στη δικαιοδοσία των Βουλγάρων. Σκοπός που δεν επιτεύχθηκε τελικά, χάρη στην σθεναρή αντίδραση του ΕΛΑΣ.
Γι’ αυτόν, ακριβώς, το λόγο ήρθε και μας πήρε ο καπετάν Πέτρος από το Καϊμακτσαλάν, έχοντας τις πληροφορίες αυτές αρκετές μέρες νωρίτερα. Θα περνούσαμε από την πλευρά του Πάικου και θα προωθούμασταν, για να πιάσουμε τα στρατηγικά υψώματα, Σκρα, Φανό, Κούπα, έτσι ώστε να τους αναχαιτίσουμε ευκολότερα. Αφού, όμως, δεν μπορέσαμε να περάσουμε στο Πάικο, διότι με την επιχείρηση του 2/30 στην Αριδαία οι Γερμανοί αναστατώθηκαν και γέμισε η Καρατζόβα γερμανικά στρατεύματα, που είχαν πιάσει όλα τα περάσματα, αποφασίστηκε να τους χτυπήσουμε, σε συνεργασία με τους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους, στην κοιλάδα, ανάμεσα από το Πάικο και την Τζένα.
Για το σκοπό, άλλωστε, αυτό είχαν φύγει και οι Γιουγκοσλάβοι, πριν από δύο ημέρες από το Πευκωτό, για να συναντήσουν και τους άλλους δύο λόχους του συγκροτήματος τους, που ήταν στην περιοχή της Περίκλειας. Κατεβήκαμε, λοιπόν, και πιάνοντας τα υψώματα μεταξύ των χωριών Νότια -Φούστανη, στήσαμε ενέδρες πλάι σε ένα ποταμάκι. Πιο πάνω, από εμάς, προς Νότια και Περίκλεια, είχαν ταμπουρωθεί οι Γιουγκοσλάβοι. Όταν φάνηκε η φάλαγγα των Γερμανών, τους αφήσαμε να μπούνε καλά μέσα στο πέταλο και τότε τους περιλάβαμε και τους αποδεκατίσαμε, στην κυριολεξία.
Η μάχη κράτησε πάνω από 4 ώρες, με ολέθρια για τους Γερμανούς αποτελέσματα. Πολύ λίγοι από εκείνους κατόρθωσαν να γλιτώσουν. Είχαν παραπάνω από 100 νεκρούς και πάρα πολλούς τραυματίες. Τη μεγαλύτερη, όμως, πανωλεθρία πάθανε από την πλευρά των παρτιζάνων, διότι προς το μέρος τους ήταν ο κύριος όγκος των Γερμανών. Οι Σέρβοι είχαν πιάσει, τότε, πολλούς αιχμαλώτους και αποκόμισαν πάρα πολλά λάφυρα. Από το δικό μας τμήμα είχαμε έναν νεκρό και τρεις τραυματίες, ο ένας εκ των οποίων ήταν σοβαρά. Αφού τελείωσε η μάχη, εμείς ξαναποσυρθήκαμε προς το Πευκωτό, ενώ οι Γιουγκοσλάβοι τράβηξαν επάνω από την Περίκλεια.
Τις επόμενες μέρες, οι Γερμανοβούλγαροι, με μεγάλη ενίσχυση που τους ήρθε, αρχίσανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή, ρημάζοντας, καίγοντας και λεηλατώντας τα χωριά. Σκότωναν και αθώους πολίτες. Προκάλεσαν σωστό ολοκαύτωμα.
Εμείς καθίσαμε άλλες δύο μέρες στο Πευκωτό και, για να μην δώσουμε στόχο στους Γερμανούς, προωθηθήκαμε στο βάθος του βουνού Τζένα. Εκεί, στην τοποθεσία «Αρκουδόπετρα», σ’ ένα άνοιγμα του δάσους, υπήρχε ένα μεγάλο στρατιωτικό τολ, το οποίο είχαν γεμίσει οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι, από το καλοκαίρι, με σιούμα (δεμάτια από πλατύφυλλα κλαδιά δέντρων, που προορίζονταν για χειμερινές ζωοτροφές).
Το μεγάλο μας πρόβλημα τώρα, ήταν η διατροφή. Επειδή η περιοχή είχε γεμίσει με Γερμανούς, η ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη) δεν μπορούσε να μας προμηθεύσει με τρόφιμα. Γι’ αυτό, όσες μέρες μείναμε στην περιοχή, υποφέραμε πάρα πολύ από την έλλειψη τροφής.
Την επόμενη μέρα, ο καπετάν Πέτρος έστειλε μια ομάδα προς τα καλύβια του Καραφυλιά, λέγοντας: «Εκεί είναι ένας Βλάχος τσέλιγκας, με πολλά γίδια. Θα προσπαθήσετε να τον βρείτε και να του πείτε χαιρετισμούς από μένα και ότι τον παρακαλώ να μας δώσει 10 γίδια, και μετά την μπόρα αυτή, πολύ σύντομα θα τον πληρώσουμε, με λίρες, ή θα του επιστρέψουμε τα γίδια. Δώστε του και αυτή την απόδειξη». Πήγανε οι συναγωνιστές και σε δύο ώρες, περίπου, επιστρέψανε άπρακτοι. Ο Βλάχος δεν δέχτηκε την απόδειξη και δεν τους έδωσε τίποτα.
Θύμωσε ο καπετάνιος και διέταξε τους συναγωνιστές να ξαναγυρίσουν και να του πάρουν 20 γίδια. Σε λίγη ώρα ξαναγύρισαν, φέρνοντας 6 γίδια. Μαζί τους ήρθε και ένας χωρικός, ο οποίος απευθύνθηκε στον καπετάνιο, λέγοντας: «Καπετάνιε, ο βλαχοτσέλιγκας πήρε το κοπάδι του και έφυγε προς τα κάτω, σε γερμανοκρατούμενη περιοχή. Πάρτε, λοιπόν, τα δικά μου γίδια, για να απαλλαγώ από τη φροντίδα τους, αλλά, το σπουδαιότερο, για να εξυπηρετηθείτε εσείς, τώρα στις δύσκολες στιγμές που περνάτε. Κι αν ζήσουμε, με πληρώνετε ή θα μου γυρίσετε τα γίδια». (…)
Αναμνήσεις του Γιάννη Παπανικολάου, υπασπιστή του 3/40 (Αρχείο ΚΜΙΕΑ, “Εθνική Αντίσταση” 148/2010).
Ο Γιάννης Παπανικολάου γεννήθηκε στην Πλατανούσα Ιωαννίνων. Ανθυπολοχαγός της σχολής Ευελπίδων. Στρατιωτικός διοικητής του 2ου Υπαρχηγείου ανταρτών Ανατολικής Ηπείρου, στρατιωτικός διοικητής του 2ου Τάγματος του 3/40 Συντάγματος ΕΛΑΣ και Υπασπιστής του ίδιου Συντάγματος.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.