Χρόνια δίσεκτα παιδιά μου…

“Μπορεί να μην είχαμε πλούτη αφού ο τόπος μας ήταν μικρός και φτωχικός αλλά τα κουτσοκαταφέρναμε. Μετά ήρθε ο φασισμός, μάς κάψανε κι οι Γερμανοί και πάει, καταστραφήκαμε. Ύστερα έπιασαν δουλειά οι «εθνικόφρονες» που μας καταδίωξαν και μας ξερίζωσαν εντελώς. Με τον «επαναπατρισμό», το 1950, τότε γυρίσαμε ξανά στα χωριά μας…”

“Μη φανταστείτε ότι η Ευρυτανία τη δεκαετία του ‘50 ήτανε όπως την ξέρετε σήμερα. Φτώχεια και κακό να δει τότε το μάτι σας! Βέβαια προτού τον πόλεμο τα χωριά μας ήταν αλλιώς. Υπήρχε ζωή, κόσμος και παραγωγή. Μπορεί να μην είχαμε πλούτη αφού ο τόπος μας ήταν μικρός και φτωχικός αλλά τα κουτσοκαταφέρναμε. Μετά ήρθε ο φασισμός, μάς κάψανε κι οι Γερμανοί και πάει, καταστραφήκαμε. Ύστερα έπιασαν δουλειά οι «εθνικόφρονες» που μας καταδίωξαν και μας ξερίζωσαν εντελώς. Με τον «επαναπατρισμό», το 1950, τότε γυρίσαμε ξανά στα χωριά μας.

Στον εμφύλιο, που λέτε, αδειάσανε σχεδόν όλα τα χωριά της Ευρυτανίας. Ο κυβερνητικός στρατός και οι μαύροι μας έδιωξαν κακήν κακώς για να μη βρίσκουν οι αντάρτες αποκούμπι και τροφές. Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα χωριά είχαν μεγάλη παράδοση στην αντίσταση και τον αγώνα και γι’ αυτό το κράτος και οι Αγγλοαμερικανοί μάς έβλεπαν με μισό μάτι. Μας κάνανε πέρα, μάς εκτοπίσανε και τα χωριά ερημώσανε, ρήμαξαν. Τότε άλλοι χωριανοί πήγαν στην Αθήνα, άλλοι στο Αγρίνιο κι όπου αλλού βάζει ο νου σας. Ξεριζώθηκε ο κοσμάκης έτσι απροειδοποίητα αφού αιφνιδιαστικά και μέσα σε λίγες ώρες τον αποδιώξανε και δεν πρόλαβε να πει όχι “κιχ” μα μήτε κουτάλι να πάρει που λέει ο λόγος.

Όσοι είχανε και αυτό το… κουτάλι, γιατί υπήρχαν κι εκείνοι που τους είχανε κάψει πριν από δυο-τρία χρόνια οι Γερμανοί και ήτανε από τότε κατεστραμμένοι. Όπως εμάς που μας κάψανε το σπίτι μας, ένα ωραίο πέτρινο δίπατο που ήτανε στολισμένο με όμορφα πράγματα από την Κωνσταντινούπολη όπου πήγαιναν παλιότερα οι παππούδες μας και μας τα είχανε φέρει από εκεί. Σπίτι από τα καλά, κουκλί! Είχε μια πέτρινη αυλή με μια κρεβατίνα από πάνω, ενώ άφθονα νερά έτρεχαν σε αυλάκια έξω και γύρω από το σπίτι και ποτίζανε παραδίπλα τους κήπους και τα χωράφια μας.

Πριν την καταστροφή; Eίχαμε «όλου του κόσμου τα καλά»: Καλαμπόκια, φασόλια, πατάτες, κρεμμύδια, ντομάτες, σκόρδα, πιπεριές, όλα τα κηπευτικά, φρούτα, μα και κάμποσα ζώα. Και όμως από όλο το νοικοκυριό μας κι από εκείνο το ωραίο σπίτι δεν έμεινε τίποτε όρθιο, ούτε ένα τοιχάκι, ούτε μια κλωστούλα! Μας τα έκαψαν όλα οι ναζήδες! Μονάχα κάτι τσουκαλάκια που πρόλαβαν και τα έβαλαν σε μια αχυρώνα οι γονείς μου, μόνο αυτά γλίτωσαν! Και τώρα κοιτάξτε που οι Γερμανοί αφεντάδες μάς ζητάνε και τα ρέστα, αντί να πληρώνουν το λαό μας ως τον αιώνα τον άπαντα για όσα μας προξένησαν!

Επιστρέψαμε, λοιπόν το ’50, αλλά να γνωρίζετε ότι δεν γύρισαν όλοι πίσω. Γιατί πολλοί αγωνιστές αναγκάστηκαν κι έφυγαν στα ανατολικά κράτη όπως ο αδερφούλης μου, άλλοι ήταν καταδιωγμένοι με εξορίες και φυλακές, ενώ κάποιους τους σκοτώσανε άδικα οι παρακρατικοί φονιάδες όπως το δικό μας τον πατέρα κι έτσι απομείναμε ορφανά τα αδέρφια. Αρκετοί ακόμα παρέμειναν στις πόλεις και δεν ξαναήρθανε. Σκορπίσαμε. Τίποτε πια δεν ήταν όπως παλιά…

Οπότε τα χωριά στην Ευρυτανία άλλα ήτανε παρατημένα κι άλλα κατεστραμμένα. Έπρεπε να ξαναστήσεις νοικοκυριό από την αρχή. Ήταν τάχα η “βοήθεια” της Ούντρα. Τι βοήθεια δηλαδή, δίνανε στις κοινότητες κάτι παλιοκουβέρτες, κάτι ψευτορουχάκια και γάλα σε σκόνη. Τα καλύτερα απ’ αυτά τα κρατούσανε οι πρόεδροι και τα πιο παρακατιανά τα δίνανε αλλού. Αυτά γίνονταν, αλλά εδώ θα μου πείτε κατακλέβουν το σύμπαν ολόκληρο τώρα, δεν θα κράταγε και τότε το κατιτίς του ο κάθε προεδράκος; Τις πιο πολλές φορές η διανομή γινόταν με πολιτικά κριτήρια “εθνικοφροσύνης”, ποιοι τους ήτανε αρεστοί!

Γυρίσαμε, που λέτε, και δεν υπήρχε τίποτα. Μερικοί που είχανε συγγενείς στην ξενιτειά λάβαιναν κάτι. Ε, τότε κάτι είχαμε ψευτολάβει κι εμείς. Λίγα ρούχα… Και τότε άρχισε η μάνα μου να τα δίνει κι αυτά από δω κι από κει : Ένα παλτό το ‘δωσε σε ένα ξυλουργό για να της φτιάξει ένα τραπεζάκι, ένα παντελόνι για να κάνει ένας άλλος μάστορας μια σκαφούλα που να ζυμώνει το ψωμί μας ή ένα σακάκι για να σιάξει ο παραάλλος ένα πλαστήρι για να ανοίγει τα φύλλα για την πίτα! Κι έτσι τα ‘δωσε όλα στους φτωχούς τεχνίτες για να στηθεί κάπως ξανά το σπιτικό μας. Τι σπιτικό; Ένα καλυβάκι που το είχανε στήσει λίγοι καλοί φίλοι του αείμνηστου πατέρα μου μετά το χαμό του για να στεγαστεί η γυναίκα του και τα ορφανά.

Έτσι ήτανε η ζωή και η μάνα μου η αγωνίστρια πολεμούσε για να μας μεγαλώσει. Μετά με τον καιρό άντε να πάρουμε ένα γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα, δυο τρία κατσικάκια για το γάλα κι αργότερα ένα γαϊδουράκι. Με πολύ κόπο ο κόσμος ξανάρχισε να σκάβει και να φυτεύει μερικά χωραφάκια: το φθινόπωρο με σιτάρι, το καλοκαίρι με καλαμπόκι, με φασόλια κι ότι άλλο. Έτσι κάπως ξαναξεκινήσαμε. Κι εμείς και ο περισσότερος ο κόσμος. Χίλια βάσανα περάσαμε μπας και μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε. Τι νομίζετε. Υπήρχε φτώχεια μεγάλη γι’ αυτό και ξενιτευτήκανε αργότερα και τόσα παιδιά. Για να βοηθήσουν και την υπόλοιπη την οικογένεια. Έτσι ήτανε η δεκαετία εκείνη.

Χρόνια δίσεκτα παιδιά μου… ”

Ε. Σ.

 

Για το blog “Ευρυτάνας ιχνηλάτης”

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: