«Δαντική» κόλαση – Η Αριστούλα Ελληνούδη γράφει για τις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ
Ο λόγος αδυνατεί να αποτυπώσει -με όλο του το μέγεθος και τις αμέτρητες πτυχές του- πόσο εφιαλτικό και απάνθρωπο ήταν το «κολαστήριο» που αποκαλούνταν Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Μόνον στην «Κόλαση» του Δάντη, του μέγιστου ποιητή του Μεσαίωνα, μπορεί να βρει κανείς την περιγραφή που αρμόζει…
Στη μνήμη της Αριστούλας Ελληνούδη, που χτες έφυγε από τη ζωή, παρουσιάζουμε ένα κείμενό της για τις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Το κείμενο είναι μέρος της εισαγωγής του βιβλίου Ποιήματα αγωνιστριών στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, που εξέδωσε το 2011 το Ίδρυμα Φιλοξενίας Ηλικιωμένων Αγωνιστών «Το Σπίτι του Αγωνιστή». Η Αριστούλα Ελληνούδη εκτός από το γράψιμο της εισαγωγή, είχε επίσης την επιμέλεια των κειμένων της έκδοσης.
«Δαντική» κόλαση
Οι Φυλακές Αβέρωφ Ανδρικές και Γυναικείες- χτίστηκαν το 1890. Ουδέποτε από τότε εγκλείστηκε στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ τόσος μεγάλος αριθμός γυναικών, όσος όταν οι βασανισμένες, υπόδικες καταδικασμένες -«εις το όνομα του Βασιλέως»- από στρατοδικεία σκοταδιστικής σκοπιμότητας, σε ισόβια και επί τω πλείστον σε θάνατο, κομμουνίστριες και άλλες προοδευτικές αγωνίστριες της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, ακόμη και υπερήλικες μάνες αγωνιστών (ανδρών και γυναικών). Εδώ να σημειωθεί ότι, στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, μαζί με τις κρατούμενες μάνες τους, «έζησαν» και 80, περίπου, παιδάκια βρεφικής και νηπιακής ηλικίας, στις περιπτώσεις εκείνες που ο πατέρας ή είχε σκοτωθεί, ή είχε εκτελεστεί, ή ήταν διωκόμενος και δεν υπήρχε έστω ο ένας γονιός, ή άλλος στενός συγγενής της κρατουμένης για να αναλάβει, το μωρό η το νήπιό της. Στην ίδια αναγκαία κατάσταση βρέθηκαν και κρατούμενοι αγωνιστές στις Ανδρικές Φυλακές Αβέρωφ, αλλά με μικρότερο αριθμό παιδιών.
Το τμήμα των Γυναικείων Φυλακών ήταν χτισμένο σε σχήμα Π το οποίο περιβαλλόταν από πανύψηλο τετράπλευρο εξωτερικό τείχος, με φυλάκια σκοπιάς στις τέσσερις γωνίες του. Εσωτερικά, στον ελεύθερο χώρο που άφηνε το σχήμα Π ήταν η αυλή (60 X 25 μέτρα, περίπου). Καταμεσής της αυλής υπήρχε ένας μεγάλος, αλλά κιτρινισμένος από το λιγοστό ηλιακό φως, φοίνικας. Πιο πέρα από αυτόν ήταν μια μικρή εκκλησία. Γύρω απ’ αυτόν το «θρυλούμενο» και σε τραγούδια των φυλακισμένων αγωνιστριών φοίνικα -το μόνο στοιχείο που θύμιζε τη φύση και τη ζωή στον «έξω κόσμο»- οι δεσμώτριες, όταν τους επιτρεπόταν ο προαυλισμός, τραγουδώντας και χορεύοντας, αποχαιρετούσαν όσες μελλοθάνατες συντρόφισσές τους οδηγούνταν για εκτέλεση.
Στο μέρος του κτηρίου που έβλεπε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας ήταν η είσοδος των Γυναικείων Φυλακών. Στο ισόγειο αυτής της πλευράς ήταν τα διοικητικά γραφεία της φυλακής και τα δωμάτια των υπαλλήλων της. Στο υπόγειο βρίσκονταν οι αποθήκες. Στον όροφο αυτής της πλευράς του κτηρίου ήταν το φαρμακείο και το υποτιθέμενο «αναρρωτήριο».
Εσωτερικά, αριστερά και δεξιά της αυλής, ήταν οι πτέρυγες -Ανατολική και Δυτική- στο επάνω μέρος των οποίων ήταν τα κελιά των κρατουμένων γυναικών και στο κάτω μέρος τους, στο ισόγειο, -όταν χτίστηκαν οι φυλακές- ήταν οι βοηθητικοί χώροι (εργαστήρια, υφαντήρια, πλυντήρια, μαγειρεία, τραπεζαρίες, κλπ).
Κάτω από το ισόγειο της Ανατολικής πτέρυγας, μετά από 20 σκαλοπάτια, βρίσκονταν τα μπουντρούμια, όπου απομόνωναν όσες μελλοθάνατες θα εκτελούνταν άμεσα και όσες τιμωρούνταν για κάποια διαμαρτυρία τους. Τα μπουντρούμια ήταν έντεκα πολύ μικρά κελιά. Ο μισός χώρος των κελιών αυτών ήταν τσιμεντωμένος σε ύψος 50 πόντων πάνω από το δάπεδο. Το ύψωμα αυτό ήταν το «κρεββάτι» της μελλοθάνατης ή της τιμωρημένης. Αυτά τα κελιά σφραγίζονταν με σιδερένια πόρτα και δεν είχαν, καν, παράθυρο.
Στα κελιά των επάνω ορόφων στοιβάχθηκαν οι πολιτικές κρατούμενες, οι οποίες μεταφέρθηκαν, στις αρχές του 1947, από τις φυλακές της οδού Θεμιστοκλέους (μια πολυκατοικία στην Αθήνα που μετατράπηκε σε φυλακή το 1945). Η χωρητικότητα των κελιών στους ορόφους ήταν φοβερά ασφυκτική για το μεγάλο πλήθος των κρατουμένων σ’ αυτά. Γι’ αυτό, οι ίδιες οι κρατούμενες γκρέμισαν τους τοίχους που χώριζαν τα κελιά, δημιουργώντας μεγαλύτερους «θαλάμους». Οι υποτιθέμενοι «θάλαμοι» είχαν λίγα σιδερόφρακτα εξωτερικά παράθυρα (50 πόντων), ψηλά στον τοίχο, κοντά στο ταβάνι. Στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια αυτά τα παραθυράκια τα έφραξε η διοίκηση της φυλακής με τσίγκους, αφήνοντας μόνο μια στενή χαραμάδα πάνω-πάνω, στερώντας ακόμα και τον αέρα στις κρατούμενες που υπέφεραν αφόρητα, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.
Η κατάσταση των «θαλάμων» στην Ανατολική πτέρυγα ήταν πολύ χειρότερη. Ιδιαίτερα στον τελευταίο θάλαμο, αφού κάτω από αυτόν λειτουργούσαν τα μαγειρεία. Τα τεράστια καζάνια των μαγειρείων, που έβραζαν όλη την ημέρα, «φλόγιζαν» όχι μόνο τον τελευταίο αλλά και τους άλλους θαλάμους. «Φλεγόμενες» οι νέες και υγιείς κρατούμενες, τρέχοντας ασταμάτητα στους λιγοστούς νεροχύτες των επάνω ορόφων (οι οκτώ, συνολικά, κάτω θάλαμοι δεν είχαν ούτε νερό, ούτε λουτήρες, ούτε αποχωρητήρια), γέμιζαν και ξαναγέμιζαν κουβάδες με νερό και το έριχναν στο δάπεδο, προσπαθώντας να το δροσίσουν. Μάταια, όμως, γιατί το νερό εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας γινόταν αμέσως ατμός. Έτρεχαν κι έτρεχαν αδιάκοπα με τους κουβάδες για να δροσίσουν τα βρέφη, τα νήπια, τις γερόντισσες, τις άρρωστες, τις φυματικές στο «αναρρωτήριο», αφήνοντας τελευταίο τον εαυτό τους.
Στους «θαλάμους» και στους βοηθητικούς χώρους των δύο πτερύγων, που το χτίσιμό τους προβλεπόταν, το πολύ, για 200 κρατούμενες, το αμερικανοκίνητο ελληνικό κράτος της βίας και τρομοκρατίας στοίβαξε το 1948-1949 1.300 αγωνίστριες -στην πλειοψηφία τους κομμουνίστριες- για 5 έως και 15 χρόνια. Εδώ να σημειωθεί ότι στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ κρατήθηκαν, συνολικά, περίπου 3.000 αγωνίστριες.
Οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, ο ανθρωποσυνωστισμός, η άθλια σίτιση, η έλλειψη οξυγόνου, οι συχνές απαγορεύσεις του αυλισμού, προκαλούσαν πολλά και σοβαρά προβλήματα στην υγεία των επί πολλά χρόνια καταπονημένων γυναικών. Καταπονημένων από την Κατοχή, τις μετακατοχικές διώξεις, τη βία και τρομοκρατία, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τη φυλάκιση, τις εκτελέσεις αγαπημένων τους. Από το ξεκλήρισμα, συχνά, όλης της οικογένειάς τους. Τυραννισμένων και από την απηνή δίωξή τους. Από τον αποτρόπαιο βιασμό -ουκ ολίγες είχαν βιαστεί- και τα φρικτά βασανιστήρια που οι περισσότερες είχαν υποστεί από ανθρωπόμορφα τέρατα του κράτους και παρακράτους. Από τις χαλκευμένες κατηγορίες και την ποταπή μεταχείρισή τους στα δικαστήρια και τα στρατοδικεία.
Πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας αντιμετώπιζαν οι κρατούμενες (φυματίωση, ακατάσχετες αιμοπτύσεις, συχνές λιποθυμίες, κατάπτωση του οργανισμού, ψυχολογικές διαταραχές, κλπ). Προβλήματα που οδήγησαν τις πιο ασθενικές και στο θάνατο (αρκετές ετοιμοθάνατες την ύστατη ώρα στάλθηκαν σε νοσοκομείο, όπου φυσικά πέθαναν αμέσως). Όμως, υπήρξαν και πολλές άλλες βαριά άρρωστες, οι οποίες σώθηκαν χάρη στις ακάματες προσπάθειες συγκρατουμένων τους, που ήταν γιατρίνες, οδοντογιατρίνες, ή φοιτήτριες της Ιατρικής και Οδοντιατρικής, πριν συλληφθούν.
Ο λόγος αδυνατεί να αποτυπώσει -με όλο του το μέγεθος και τις αμέτρητες πτυχές του- πόσο εφιαλτικό και απάνθρωπο ήταν το «κολαστήριο» που αποκαλούνταν Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Μόνον στην «Κόλαση» του Δάντη, του μέγιστου ποιητή του Μεσαίωνα, μπορεί να βρει κανείς την περιγραφή που αρμόζει στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ.
Οι αγωνίστριες του λαού μας, όμως, πολέμησαν κι αυτή την «κόλαση». Την πολέμησαν με το ακατάβλητο φρόνημα, το ανυπότακτο πνεύμα, το αίσθημα της αξιοπρέπειας, τη βαθιά πίστη τους για τα δίκια και τα οράματα του αγώνα τους για λευτεριά, ανεξαρτησία και μιαν άλλη κοινωνία της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της σοσιαλιστικής προκοπής του λαού μας, για μια Ελλάδα του Ανθρώπου, με το λαό μόνο και αποκλειστικό «αφέντη» στον τόπο του, εξυψώνοντας σε ανυπέρβλητο βαθμό το ανθρώπινο «μπόι» τους. Την ανθρώπινη υπόστασή τους. Αντιστάθηκαν και σ’ αυτή την «κόλαση» με το λεύτερο νου και την ηρωική ψυχή τους. Με την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη τους. Με την ιατρική και νοσηλευτική βοήθεια που πρόσφεραν στις άρρωστες. Με την ψυχολογική στήριξη των μανάδων και των παιδιών τους. Με την ψυχαγώγηση των παιδιών. Με τη βαριά χειρωνακτική δουλειά τους στα εργαστήρια, στα μαγειρεία, στα πλυντήρια, στην καθαριότητα των θαλάμων, στις βούτες, στις «Καλλιόπες», στους νιπτήρες. Με τη ραπτική και τα χειροτεχνήματά τους, ακόμα και πάνω σε κουρελάκια.
Πολλές και πολύμορφες ήταν οι μάχες που έδιναν ενάντια στην «κόλαση» και στο θάνατο που βίωναν. Σπουδαιότατη μάχη για τη ζωή ήταν και ο εξαλφαβητισμός όλων των αναλφάβητων γυναικών, ακόμα και των υπέργηρων και των παιδιών σχολικής ηλικίας. Τα μαθήματα, όλου του δημοτικού και γυμνασίου, που δίδασκαν οι σπουδαγμένες στις άλλες που είχαν μισοβγάλει το δημοτικό ή το γυμνάσιο (γλώσσας, γραμματικής, φιλολογίας, μαθηματικών, λογιστικών, κ.ά.) και τα ιδεολογικά μαθήματα που έκαναν. Μάχες έδιναν και για να εξασφαλίσουν και το παραμικρό χαρτάκι. Για να τους επιτραπεί να κρατήσουν τα χαρτιά περιτυλίγματος των λιγοστών δεμάτων που επιτρεπόταν να λαβαίνουν, όσες βέβαια είχαν κάποιο δικό τους που να ζει και να τις νοιάζεται, στέλνοντας κάποια τροφή ή ρουχισμό. Ακόμα και σε στρατσόχαρτα αναγκάζονταν να γράφουν.
Τα πρώτα χρόνια η απόκτηση ενός τετραδίου ή ενός μπλοκ ήταν μεγάλη και σπάνια «τύχη». Στη δεκαετία του 1950, με την παύση των εκτελέσεων και τη μερική χαλάρωση των αυστηρών και επίμονων ελέγχων, μπορούσαν οι κρατούμενες -όσες είχαν κάποια βοήθεια από συγγενή, με δέμα ή χρήματα- να εξασφαλίσουν χαρτιά ή μπλοκ, μολύβια και στυλό για γράψιμο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μέχρι την αποφυλάκιση των τελευταίων κρατουμένων, σχεδόν όλες οι κρατούμενες, σε συνεννόηση με τις δεσμοφυλακίνες, προμηθεύονταν μπλοκ και άλλα πράγματα από κάποιον μπακάλη – με το αζημίωτο, βέβαια.
Πάλεψαν την κόλαση και το θάνατο, όχι μόνο με τη σπουδαία μορφωτική και επιμορφωτική δουλειά τους, αλλά και με την πολιτιστική ψυχαγωγία. Παρά και ενάντια στις απαγορεύσεις των κανονισμών της φυλακής και τη λύσσα των δεσμοφυλάκων, συγκρότησαν χορωδιακή, χορευτική και θεατρική ομάδα. Έγραφαν και έπαιζαν αγωνιστικά και σατιρικό σκετς. Έγραφαν στίχους, που τους τραγουδούσαν βάσει γνωστών μελωδίων αλλά και συνθέτοντας, σε παρτιτούρες, πρωτότυπες μελωδίες. Στιχουργούσαν και τραγουδούσαν κάλαντα. Έγραφαν και ποίηση.