«Δε μπορείς να είσαι αντάρτης δίχως όπλο. Πάρε το δικό μου…» (Από τη ζωή και τη δράση του Γιώργου Κοτζιούλα) – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
“Ο Κοτζιούλας ξαφνιάστηκε, κοκκίνισε σα μικρό παιδί, χάιδεψε λίγο το φονικό όργανο, έκατσε παράμερα σε μια πέτρα και σε μιαν ώρα απάγγειλε κιόλας το ποίημά του. Όλοι χάρηκαν την απαγγελία. Μα ο ποιητής δεν έκανε τσιριμόνιες, δεν χαρίζονταν σε κανέναν…”
Δεν πάει πολύς καιρός που κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις «εκδόσεις Ασίνη» ένα ανέκδοτο ως τώρα ξεχωριστό λογοτεχνικό κείμενο του Γιώργου Κοτζιούλα με τίτλο «Αντάρτες» (επιμέλεια, εισαγωγή, σημειώσεις: Σωτηρία Μελετίου). «Νουβέλα αλλά και απομνημόνευμα, λογοτεχνικό έργο άλλα και μαρτυρία, ψυχογράφημα αλλά και χρονικό», όπως εύστοχα σημειώνεται στο οπισθόφυλλο, στο βιβλίο ξετυλίγεται μια ιστορία που βασίζεται σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ήπειρο την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης. «Ο Λάμπρος Βέργος (το προσωπείο του συγγραφέα) και οι συντοπίτες του παρακολουθούν την εμφάνιση των πρώτων αντάρτικων ομάδων στην περιοχή- γίνονται μάρτυρες της τιμωρίας του προδότη, της ενέδρας και της αψιμαχίας με τους Ιταλούς κατακτητές, της παράλληλης οργάνωσης του ΕΔΕΣ και των ΕΟΕΑ ζουν από κοντά τη ζωή των ανταρτών και παίρνουν ενεργό μέρος στην αντιστασιακή τους δράση».
Φιλόλογος, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής, από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς, ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στις 23 του Απρίλη 1909 στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων και έφυγε από τη ζωή στις 29 του Αυγούστου 1959, στην Αθήνα. Το 1943-1945 συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Βγαίνοντας στο βουνό βρέθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη, οργάνωσε το Καλλιτεχνικό Τμήμα της 8ης Μεραρχίας Ηπείρου του ΕΛΑΣ και ίδρυσε τον περιοδεύοντα θίασο «Λαϊκή Σκηνή», παρουσιάζοντας το Θέατρο στα βουνά. Κατέγραψε γεγονότα της εποχής σε πεζά, χρονικά, ποιήματα και αναμνήσεις. Στην κατηγορία αυτή ανήκει το αφήγημα «Αντάρτες». Την έκδοση συμπληρώνουν δύο παραρτήματα: ένα με κείμενα του Κοτζιούλα και ένα με κείμενα άλλων, τα οποία αφορούν άμεσα τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αναφέρονται στους «Αντάρτες», συμβάλλοντας στη γνώση και την κατανόηση των ανθρώπων, της σκέψης και της δράσης τους στο πλαίσιο της εποχής.
Από το βιβλίο μεταφέρουμε απόσπασμα από μαρτυρία του Γιάννη Παπανικολάου που αναφέρεται στην ένταξη του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα στις γραμμές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Ο Γιάννης Παπανικολάου γεννήθηκε το 1907 στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων. Υπήρξε ανθυπολοχαγός της σχολής Ευελπίδων, στρατιωτικός διοικητής του 2ου Υπαρχηγείου ανταρτών Ανατολικής Ηπείρου, στρατιωτικός διοικητής του 2ου Τάγματος του 3/40 Συντάγματος ΕΛΑΣ και Υπασπιστής του ίδιου Συντάγματος.
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ1
Γιάννη Παπανικολάου[…] Υποδέχτηκα τον Κοτζιούλα ύστερ’ από χρόνια νεαρό διπλωματούχο φιλόλογο στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού στην Αθήνα, όπου χρειάστηκε να υπηρετήσει τη θητεία του, από αναβολή. Ζήτησα τη μεσολάβηση του λοχαγού Μπουραντζή. Του ανέθεσα να γράφει την ημερήσια διαταγή του Συντάγματος και έμενε έτσι τις άλλες ώρες λεύτερος να πηγαίνει στις βιβλιοθήκες και στις διορθώσεις σε εκδοτικούς οίκους, που κυριολεκτικά τον εκμεταλλεύονταν απάνθρωπα και εξευτελιστικά. […] Αλλά ο ρόλος μας άλλαξε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Είχε προηγηθεί ενεργά στο ΕΑΜ. Με υποδέχτηκε εκείνος, τον Οκτώβρη 1942 στην Πλατανούσα. Δούλευε κιόλας τους πρώτους στίχους, προσκλητήριο ξεσηκωμού του σκλαβωμένου λαού μας.
Τότε έφτασε και ο διορισμός του σαν καθηγητής στη Ζωσιμαία των Γιαννίνων. Ο Κοτζιούλας σημειώνει την πρώτη αντιστασιακή του πράξη, χωρίς δισταγμό.
– Να επιστραφεί -είπε- ο διορισμός μου στους αρμόδιους. Δεν τον αποδέχομαι. Όλα τα χρόνια με κυνηγούσαν. Δε μου ’διναν τη δυνατότητα να διδάξω στη νεολαία μας. Τώρα είναι αργά. Ο λαός μας δημιούργησε γυμνάσιο για μικρούς και μεγάλους, το ΕΑΜ. Εκεί μέσα, σ’ αυτό το θαυμάσιο λαϊκό δημιούργημα μπορώ τώρα ν’ ασκήσω το επαγγελματικό και πατριωτικό μου χρέος, όπως άλλωστε το κάνουν όλοι οι απλοί άνθρωποι.
Ο ποιητής γίνεται ο πνευματικός συμπαραστάτης και διαφωτιστής του λαού. Είναι παντού. Τον ενθαρρύνει και τον καθοδηγεί για το επιταχτικό χρέος της μεγάλης στιγμής.
Την Πρωτοχρονιά του 1943 πέρασε από την Πλατανούσα το πρώτο αντάρτικο τμήμα του ΕΛΑΣ με αρχηγό τον ανθυπομοίραρχο Φάνη Τσάκα. Ο Κοτζιούλας είναι αφάνταστα συγκλονισμένος και καταγράφει την πρώτη εντύπωσή του με ένταση σεισμικής δόνησης: «…Τρεμούλα μ’ έπιασε ιερή κι έσφιξε η γνώμη αντρίκεια: την κλεφτουριά θυμήθηκα μ’ όλα τ’ αρματολίκια». Ακολουθεί το τμήμα Τσάκα σε περιοδεία στα χωριά βορειοδυτικά των Τζουμέρκων. […]
Στις 31 Μάρτη 1943 ίο Αρχηγείο Ανταρτών Ανατολικής Ηπείρου μού ανάθεσε τη στρατιωτική διοίκηση του 2ου υπαρχηγείου, στα Πέντε Πηγάδια των Γιαννίνων. Στην τριμελή διοίκηση ορίστηκαν ο καπετάνιος Γάκης Σπύρος από το χωριό Πεστά και πολιτικός καθοδηγητής του ΕΑΜ ο Γιώργος Κοτζιούλας. Να, που ο ποιητής μας επίσημα ανάλαβε διοίκηση σε τμήμα του ΕΛΑΣ.
Πήγαμε στα Πέντε Πηγάδια. Είναι περίπου 90 αντάρτες (Γρατσουναίοι-Μπουντούρηδες, Νικόλα Γιώργος κ.λπ.)2 που αποκόπηκαν από τον ΕΔΕΣ, πήρανε από τη Γεωργική Σχολή Γιαννίνων 95 αγελάδες, 300 πρόβατα και 15 άλογα για λογαριασμό του ΕΛΑΣ. Προορίζονταν ν’ ανταλλαγούν στα χωριά με γεννήματα. Θα δημιουργούσαν έτσι μικρές αποθήκες τροφίμων για την τροφοδοσία των νεοσύλλεχτων ανταρτών που εκγυμνάζονταν στοιχειώδικα, πριν αντιπαραταχθούν να χτυπήσουν τον εχθρό.
Στις παραμονές του Πάσχα 1943 μαζευτήκαμε κοντά στο χωριό Μπουράτσα.3 Έστειλα το τμήμα Καρά στα Κατσανοχώρια να επισκευάσουν τα παπούτσια τους, να εφοδιαστούν με καμιά κουβέρτα και να συνδεθούν με τη μικρή ελασίτικη ομάδα του Βορηά4 στο μοναστήρι, στα Πλαίσια. Τους άλλους, τους Γρατσουναίους και τους λοιπούς, τους συγκέντρωσα στη Μπουράτσα. Μαζεύτηκαν περισσότεροι από 50, για πρώτη φορά.
Η προθυμία τους έχει την εξήγησή της: είχα ανακοινώσει από την προηγούμενη στους αρχηγούς τους πως, τάχα, το αρχηγείο των ανταρτών διέταξε να τους μοιράσω 25 αρνιά για το Πάσχα, κι αναλογία: ένα αρνί σε κάθε πέντε άτομα. Αυτό το έκανα με την ελπίδα να σώσω τα υπόλοιπα πρόβατα και τις αγελάδες της οργάνωσης που έβλεπα να εξαφανίζονταν και σε μια προσπάθεια να πάρω, επί τέλους, την περιουσία απ’ τα χέρια τους.
Νομίζω πως η ενέργεια ήταν σωστή, είχε θετικά αποτελέσματα. Χάρηκαν όλοι για το ενδιαφέρον της Διοίκησης.
Στο τέλος της μοιρασιάς ο Αλέξης Μπουντούρης, βλέποντας πως ο ποιητής δεν κρατούσε όπλο, μόνος αυτός απ’ όλους μας, τον πλησίασε, έβγαλε το δικό του πιστόλι (εκείνος κρατούσε και αραβίδα), το κρέμασε στο ζωστήρα του Κοτζιούλα και είπε:
– Δε μπορείς να είσαι αντάρτης δίχως όπλο. Πάρε το δικό μου. Αλλά δε θα το πάρεις απλέρωτο. Θα μας γράψεις τώρα αμέσως ένα ποίημα…
Ο Κοτζιούλας ξαφνιάστηκε, κοκκίνισε σα μικρό παιδί, χάιδεψε λίγο το φονικό όργανο, έκατσε παράμερα σε μια πέτρα και σε μιαν ώρα απάγγειλε κιόλας το ποίημά του. Όλοι χάρηκαν την απαγγελία. Μα ο ποιητής δεν έκανε τσιριμόνιες, δεν χαρίζονταν σε κανέναν. Κι εδώ, στο ποίημα που ακολουθεί, έδωκε μιαν απ’ τις ωραιότερες ζωγραφιές για όσα γίνονταν σ’ αυτή τη δύσκολη αποστολή μας. […]
1.Απόσπασμα από το Γιάννης Παπανικολάου, «Από τη ζωή και τη δράση του Γιώργου Κοτζιούλα. Προσωπικές αναμνήσεις», Ελεύθερο Πνεύμα 53 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1984), σ. 397-400.
2.Οι οικογένειες των βλαχοποιμένων που αναφέρονται εδώ είναι διαφορετικές από την οικογένεια του Νάσιο Δήμου ή Φαρμάκη ή Κολοβού· αυτό δεν αναιρεί την ομοιότητα στις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές, αφού οι νοοτροπίες, το «πολιτιστικό υπόβαθρο» και τα συμφέροντα ήταν ίδια.
3.Αναφορά στη συνάντηση αυτή κάνει και ο Αλέκος Παπαδόπουλος (βλ. Αλέξανδρος Β. Παπαδόπουλος, Απομνημονεύματα. Μεγαλεία και θρήνοι, δόξες και αθλιότητες ενός αγώνος, Ιωάννινα 1976 , σ. 252-253)·
4.Βασίλης Βλησίδης
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.