«Δεν δουλώνω, δεν υπογράφω…» – Αναφορά στην πάλη που έδιναν οι δεσμώτες σε φυλακές και εξορίες ενάντια στις δηλώσεις μετανοίας

Το «δεν δουλώνω, δεν υπογράφω» είναι σήμα «κατατεθέν» του ΚΚΕ, όχι μόνο στις σκοτεινές περιόδους, αλλά και σε μέρες σαν τις σημερινές, της «δημοκρατίας». Tο «δεν δουλώνω, δεν υπογράφω» είναι η δήλωση χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών, που στην υπερεκατοντάχρονη Ιστορία του ΚΚΕ κράτησαν ψηλά με αξιοπρέπεια τη σημαία του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

Το «δεν δουλώνω, δεν υπογράφω» είναι σήμα «κατατεθέν» του ΚΚΕ, όχι μόνο στις σκοτεινές περιόδους, αλλά και σε μέρες σαν τις σημερινές, της «δημοκρατίας». Την ώρα που το ΚΚΕ ανοιχτά, καθαρά διακηρύσσει με το Πρόγραμμά του ότι για την εργατική τάξη της χώρας και τα σύμμαχα μ’ αυτήν στρώματα είναι μονόδρομος η πάλη για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας – παραγωγής και η επαναστατική αντικατάσταση του σημερινού σάπιου συστήματος από ένα ιστορικά ανώτερο, τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό, η αστική τάξη συχνά πυκνά επαναφέρει θέμα ως προς το αν είναι νομιμόφρονη αυτή η δράση του ΚΚΕ για την εφαρμογή του Προγράμματός του.

Η απάντηση έχει δοθεί ξανά και ξανά με το «δεν δουλώνω, δεν υπογράφω», το οποίο είναι η δήλωση χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών, που στην υπερεκατοντάχρονη Ιστορία του ΚΚΕ κράτησαν ψηλά με αξιοπρέπεια τη σημαία του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

Γυάρος το «μαρτύριο της συκιάς»

Από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του ΚΚΕ, το αστικό κράτος με μια σειρά κατασταλτικά εργαλεία δίωξε, φυλάκισε, εξόρισε ακόμα και δολοφόνησε αγωνιστές. Το θεσμικό πλαίσιο των διώξεων συστηματοποιήθηκε με τον νόμο για το λεγόμενο «Ιδιώνυμο αδίκημα», που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1929. «Ιδιώνυμο αδίκημα» δεν θεωρούνταν άλλο από τη διάδοση των ανατρεπτικών, των κομμουνιστικών ιδεών.

Γι’ αυτήν την περίοδο, διαβάζουμε ένα από τα πολλά ηρωικά παραδείγματα ανυποχώρητης στάσης των κομμουνιστών και κομμουνιστριών πολιτικών κρατουμένων: Της κομμουνίστριας Μαρούλας Παπαγεωργίου. Ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε τη φωτογραφία της με τον τίτλο ΠΑΡΤΕ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ! Στη λεζάντα έγραψε: «Αυτή είνε η γρηά επαναστάτρια συντρόφισσα Μαρούλα Παπαγεωργίου από το Αγρίνι, 78 χρονών, φυλακισμένη στις φυλακές Αβέρωφ (…) Είνε καταδικασμένη από το Πλημμελειοδικείο Μεσολογγίου σε 6 μήνες φυλακή και 2 χρόνια εξορία για παράβαση του Ιδιώνυμου. Στη φυλακή έχουν πιαστεί τα πόδια της. Κι όμως, όταν την επισκέφτηκε τελευταία ο υπουργός της Δικαιοσύνης και της ζήτησε να υπογράψει δήλωση “μετανοίας”, για να αποφυλακιστεί, κούνησε αρνητικά το χέρι και περήφανα δήλωσε πως δεν γίνεται προδότης της τάξης της, δίνοντας ένα πρώτης τάξεως μάθημα σε μερικούς δειλούς και λιπόψυχους. Ας πάρουμε παράδειγμα από την ηρωική χειρονομία της γρηάς επαναστάτριας. Ας απαιτήσουμε την άμεση απελευθέρωσή της!» («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ» τόμος Α2, σελ. 371, Γιώργης Πικρός, «Οι ρίζες του λαϊκού μας κινήματος 1912-1936», τόμ. 6, εκδ. «Καρανάση», Αθήνα, 1980, σελ. 21).

Λίγα χρόνια αργότερα, στη μεταξική δικτατορία το «Ιδιώνυμο» αποτέλεσε τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκαν και διάφοροι αντικομμουνιστικοί νόμοι της περιόδου, όπως ο Αναγκαστικός Νόμος 375 του 1936 (νόμος που εσκεμμένα ενοχοποιούσε τους κομμουνιστές ως κατασκόπους), η εφαρμογή του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, οι απολύσεις από το Δημόσιο για λόγους φρονημάτων. Οι εγκληματικοί σκοποί της δικτατορίας εφαρμόστηκαν άμεσα, με κήρυξη του ΚΚΕ εκτός νόμου, με την ωμή τρομοκρατία, με δολοφονίες και άγριους βασανισμούς.

Γυναίκες εξόριστες στο Τρίκερι

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 30 Απρίλη του 1978. Είναι γραμμένο από την κομμουνίστρια Λιλίκα Γεωργίου (δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας), που πέρασε και η ίδια από τις Φυλακές Αβέρωφ. Αναφέρεται στη λειτουργία τους στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, την περίοδο που στα κελιά τους βρέθηκε και η Ηλέκτρα Αποστόλου.

«Πλησίαζαν οι γιορτές του Πάσχα. Από την εκκλησία της φυλακής ακούγονταν ψαλμωδίες και τροπάρια. Οι κοινές κρατούμενες ζητούσαν την άφεση των αμαρτιών τους. Οι κομμουνίστριες, έτσι είχε καθιερωθεί από παλιότερα, δεν πήγαιναν στην εκκλησία. Τις ώρες αυτές που ήταν ελεύθερες από άλλο πρόγραμμα της φυλακής, τρέχαν κι έπιαναν δυο απόμερους πάγκους στην τραπεζαρία κι εκεί σαν ένα μελίσσι στην κυψέλη του άρχιζαν οι πιο ποικίλες απασχολήσεις. Αυτές ήταν οι ωραιότερες ώρες της ομάδας. Οι αναλφάβητες εργάτριες μάθαιναν γράμματα. Εκείνες που ήθελαν μάθαιναν ή μελετούσαν πιο πέρα γαλλικά ή γερμανικά. Γίνονταν και πολιτικά μαθήματα, που είχε αναλάβει υπεύθυνα η ψυχή της ομάδας, η αξέχαστη Ηλέκτρα. Η συντρόφισσα Ηλέκτρα είχε πολιτική προπαίδευση και μνήμη καταπληκτική. Οι πιο γόνιμες ώρες ήταν αυτές, γιατί το πολιτικό μάθημα αγκάλιαζε όλες τις κοπέλες της ομάδας. Μα όλη ετούτη η δουλιά γινόταν προφυλακτικά και πίσω από τα μάτια της διεύθυνσης. Τούτη εδώ όμως καταλάβαινε πως τις ώρες αυτές δενότανε τ’ ατσάλι. Τ’ ανθρώπινο ατσάλι που θα χτυπούσε τον εχτρό του λαού, το φασισμό. Η ομαδούλα τούτη η μικρή ήταν καρφί στο μάτι της διεύθυνσης που πάσχιζε να τη διαλύσει. Ωστόσο, ίσαμε τούτη την άνοιξη, της δεύτερης χρονιάς, δεν είχε καταφέρει ν’ αποσπάσει ούτε μια δήλωση μετανοίας.

Μια ανοιξιάτικη, λοιπόν, Δευτέρα, πρωί πρωί, ορμάνε καμιά δεκαριά γυναίκες φύλακες με την αρχιφύλακα επικεφαλής, εκείνη τη φαρμακερή ψυχή, στην πτέρυγα που ήταν οι κομμουνίστριες. Τα πρώτα κελλιά δέχονταν τη μανία τους. Πετάνε κουβέρτες, στρωσίδια, σεντόνια, ρούχα καταγής κι αρχίζουν μια λεπτομερειακή έρευνα. Ολα τα κάνουν άνω – κάτω. Μια και δυο αρπάζουν και τα τρίποδα που χρησίμευαν για κρεβάτια και τα βγάζουν στο διάδρομο. Η διαταγή δόθηκε λακωνικά στις φύλακες από την αρχιφύλακα: Είκοσι μέρες απομόνωση, ύπνο καταγής με “άνοψο δίαιτα”. Τι ήταν πάλι ετούτο; Δόθηκαν σε λίγο εξηγήσεις. “Ανοψος δίαιτα” σήμαινε κάθε τρίτη μέρα φαγητό. Την πρώτη και τη δεύτερη μέρα μόνο ένα ξεροκόμματο σκέτο και νερό. Τούτη η “ειδική” δίαιτα έρριξε πολλές κοπέλες κάτω. Η απομόνωση πρόβλεπε και κόψιμο του επισκεπτηρίου. Μανάδες, αδερφές κι αδέρφια έρχονταν δυο φορές τη βδομάδα να ιδούν τους ανθρώπους τους, μα γύριζαν άπρακτοι στα σπίτια τους. Ζητούσαν να μάθουν γιατί τιμώρησαν τις κοπέλες. Η διεύθυνση όμως σώπαινε. Τι λόγο είχαν αλήθεια και τις έκλεισαν για είκοσι μέρες στ’ ανήλιαγα και υγρά κελλιά; Ενας και μοναδικός ήταν ο λόγος. Να λυγίσουν τις κοπέλες για ν’ αποσπάσουν δηλώσεις μετανοίας. Δυο ολόκληρα χρόνια δεν είχαν καταφέρει να πάρουν ούτε μια δήλωση.

Μακρόνησος. Συγκέντρωση ορθοστασίας

Το εικοσαήμερο πέρασε. Οι κοπέλες είχαν χάσει κάμποσα κιλά με τούτη την εξοντωτική δίαιτα. Οι σκοποί ωστόσο της διεύθυνσης απότυχαν. Καμιά δήλωση μετανοίας και υποταγής στο φασισμό δεν πήραν από τις 15 αγωνίστριες των Φυλακών Αβέρωφ».

Δεν αποκήρυξαν

Ξεχωριστή περίοδος της πάλης ενάντια στις δηλώσεις μετανοίας είναι αυτή της Κατοχής. Η δικτατορία του Μεταξά παρέδωσε τους πολιτικούς κρατούμενους στους ναζί κι αυτοί με τη σειρά τους όρισαν ανθρωποφύλακες τους χωροφύλακες, οι οποίοι παλιά τους τέχνη κόσκινο συνέχισαν την προσπάθεια να σπάσουν τους κομμουνιστές. Εχει περάσει στην Ιστορία η ηρωική μάχη που έδωσαν στον Αη Στράτη οι εξόριστοι. Είναι η μάχη με την πείνα. Στο πλευρό της χωροφυλακής και οι παπάδες του νησιού. Οι κρατούμενοι υποβλήθηκαν σε σκόπιμη ασιτία με σκοπό να υπογράψουν δηλώσεις αποκήρυξης του κομμουνισμού, πέθαναν 38 μα δεν αποκήρυξαν.

Στα 13.445 φύλλα «Ριζοσπάστη» που κυκλοφόρησαν από την μεταπολίτευση του 1974, δηλαδή από τότε που το ΚΚΕ – μετά από 27 χρόνια στην παρανομία – κυκλοφόρησε ξανά στη νομιμότητα την εφημερίδα του, και στη στήλη «Μνήμες αγωνιστών», είναι δύσκολο να βρει ο αναγνώστης έστω και μια μνήμη που να αφορά σε κείνες τις περιόδους, που να μην αναφέρεται η φράση «δεν έκανε δήλωση». Σ’ αυτές τις τρεις λεξούλες κρύβεται ένα τεράστιο μέρος της προσωποποιημένης Ιστορίας του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας.

Διαβάζουμε, τυχαία, μία από τις σύντομες «Μνήμες»:

«Το 1941 έγινε μέλος του ΚΚΕ και μέσα από τις γραμμές του συμμετείχε δραστήρια στη διαμόρφωση της ΕΑΜικής Αντίστασης κατά της τριπλής Κατοχής. Το 1944 συνελήφθη σε μπλόκο, βασανίστηκε στην Ασφάλεια και καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε είκοσι χρόνια φυλακή. Στη δίκη αρνήθηκε την πρόταση του προέδρου να κάνει δήλωση μετανοίας και φυλακίστηκε στις φυλακές Χατζηκώστα και στο Χαϊδάρι, έως την απελευθέρωση.

Ξυλογραφία του Γ. Φαρσακίδη. Μακρόνησος «Φάλαγγα» στην κορυφή

Τον Μάρτη του 1945 συνελήφθη και πάλι με χαλκευμένες κατηγορίες και φυλακίστηκε για ένα χρόνο. Τον Μάρτη του 1947 εξορίστηκε στις Ράχες Ικαρίας απ’ όπου απέδρασε τον Αύγουστο του ίδιου έτους και εντάχθηκε στον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος. Τον Φλεβάρη του 1948 συνελήφθη εκ νέου, βασανίστηκε, αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας και εξορίστηκε στη Μακρόνησο, στο σύρμα του 1ου Τάγματος. Αργότερα στη Γυάρο και στον Αη-Στράτη».

Το βιογραφικό αφορά συγκεκριμένο αγωνιστή, το αναφέρουμε χωρίς όνομα γιατί αυτό είναι πάνω – κάτω το βιογραφικό χιλιάδων αλύγιστων της ταξικής πάλης.

*

Στα χρόνια που ακολούθησαν τον ηρωικό Δεκέμβρη του ’44, στις φυλακές της Κέρκυρας η μεγάλη πλειοψηφία των κρατουμένων ήταν θανατοποινίτες, καταδικασμένοι για «κατοχικά αδικήματα», «αδικήματα που διαπράχτηκαν το Δεκέμβρη του 1944» και «εκτακτομετρίτες», δηλαδή καταδικασμένοι με βάση το Γ’ Ψήφισμα του 1946 και τον ΑΝ 509/1947.

Μόνο από το 1947 έως το 1950 εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας περισσότεροι από 118 κομμουνιστές. Αρνήθηκαν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους ήταν ο δήμαρχος Περιστερίου Ευγένιος Χαραλαμπίδης και ο 20χρονος Σίμος Τζατζαρίδης που είχε συλληφθεί στα 14 χρόνια του κατηγορούμενος για σφαγές (!) και εκτελέστηκε 6 χρόνια αργότερα (Αρχείο Εισαγγελίας Πρωτοδικών Κέρκυρας και Ληξιαρχείο Δήμου Κερκυραίων).

Είναι η περίοδος που απ’ άκρη σ’ άκρη όλης της χώρας – παράλληλα με τον ηρωικό αγώνα του ΔΣΕ στα βουνά – στις φυλακές, στις εξορίες και τα εκτελεστικά αποσπάσματα γράφονται λαμπρές σελίδες αντίστασης. Σε ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Γυάρος, Ματωμένη Βίβλος», διαβάζουμε στη λεζάντα: «Ο Πέτρος Λαγός από την Κοκκινιά Πειραιά βασανίστηκε και κρεμάστηκε στη συκιά μερόνυχτα, γιατί αρνήθηκε να κρεμάσει την εικόνα του βασιλιά στον όρμο του (25 Μάρτη 1949) και γιατί δε θέλησε να κάνει “δήλωση”».

Το αρτοποιείο της Ομάδας Συμβίωσης στον Αη Στράτη

Ξεχωριστή η ιστορία της Αλίκης Τσουκαλά. Η Αλίκη δικάστηκε μαζί με άλλα στελέχη του ΚΚΕ στη Χαλκίδα, όπως τον Τάκη Φίτσιο (από τα ιδρυτικά μέλη του Κόμματος) και τον Γιάννη Χριστοφορίδη (καπετάνιο του καϊκιού που βοήθησε στην απόδραση των αξιωματικών από τη Νάξο). Η δίκη στο έκτακτο στρατοδικείο έγινε τον Μάρτη 1948. Στις προτροπές του στρατοδίκη να ακούσει τα παρακάλια του πατέρα της και να αποκηρύξει το ΚΚΕ, για να σώσει τη ζωή της, απάντησε «Αν κάποιον αποκηρύσσω αυτός είναι ο πατέρας μου».

Στο Μακρονήσι

Μακρύς ο κατάλογος των ηρωισμών στο Μακρονήσι, με πρώτη – πρώτη ιστορία αυτήν που αφορά τον θρυλικό κομμουνιστή Δημήτρη Τατάκη, έναν από τους μεγαλομάρτυρες στο «σύρμα» της Μακρονήσου, και τον θηριώδη βασανιστή Κοθρά. Τον βασανιστή που καθώς του άρεσε να βάζει στοιχήματα, έβαλε στοίχημα με τον ήρωα. Ο Κοθράς στοιχημάτισε ότι με τα βασανιστήρια που θα του κάνει θα υποκύψει και θα υπογράψει δήλωση μετανοίας. «Βάζουμε, αλλά θα το χάσεις!», είπε νηφάλιος κι ανθρώπινος ο Τατάκης στο ανθρωποειδές. Και το ‘χασε το στοίχημα ο Κοθράς. Οπως περιγράφει ο Νίκος Κυτόπουλος, στο βιβλίο του «Το στοίχημα» («Σύγχρονη Εποχή»), το άγριο βασανιστήριο του Τατάκη κράτησε 33 ολόκληρες μέρες. Οι δήμιοί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον λυγίσουν, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για τους υπόλοιπους Μακρονησιώτες. Δεν τα κατάφεραν όμως. Οταν τον ρώτησαν γιατί δεν υπέγραφε την περιβόητη «δήλωση μετανοίας», ώστε να θέσει τέρμα στο μαρτύριό του, εκείνος απάντησε: «Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».

Είχε και τα ευτράπελά της η προσπάθεια να αποσπαστούν δηλώσεις μετανοίας. Διαβάζουμε:

«Ο βασανισμένος Χ.Β. του Β΄ Τάγματος αναμόρφωσης οπλιτών (Β΄ ΕΤΟ) (διοικητής Τζανετάκος) είχε υποκύψει στα βασανιστήρια. Επρεπε όμως να κάνει και δήλωση μετανοίας μπροστά σε συγκέντρωση του Τάγματος. Του έδωσαν, λοιπόν, από το Α2 Γραφείο, μια τυπωμένη στερεότυπη δήλωση όπου αναφερόταν ότι: “…Χάρις στο ζήλο των αξιωματικών μου ΑΝΕΒΛΕΨΑ και αποκηρύσσω κ.λπ…κ.λπ.”. Μουρμουρητά, αποδοκιμασίες και ειρωνικά σχόλια από τους συγκεντρωμένους “σκαπανείς”, γιατί αυτός που είχε υποχρεωθεί να δηλώσει ότι “ανέβλεψε”, είχε χάσει το μάτι του, κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων…».

Αλλο: «Μεγάλη εβδομάδα και οι “σκαπανείς” του Α΄ Τάγματος μετά το ολοήμερο κουβάλημα της πέτρας, κάτω από το ανελέητο ξυλοκόπημα με τους ορθοστάτες των σκηνών, με ρόπαλα, σύρματα και σιδερόβεργες, οδηγήθηκαν κοπαδιαστά στο υπαίθριο ιερό για τη λειτουργία. Κάποια στιγμή ο παπάς του τάγματος, γνωστό κάθαρμα, άρχισε να διαβάζει το “κατά Μάρκον ευαγγέλιο”. Και τότε διακόσιοι και πάνω βασανισμένοι, σαν να είχαν συνεννοηθεί προηγούμενα φώναξαν περιπαιχτικά:

– “Κάτω ο Μάρκος”. Ο παπάς κοκάλωσε και επανέλαβε: – Διαβάζω το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. Και από τους δεσμώτες η ειρωνική φωνή: “Κάτω ο Μάρκος, κάτω ο Μάρκος…”».

Αμετανόητες και αμετανόητοι

Στο Τρίκερι εξορίστηκαν για «προληπτικούς λόγους» οι πρώτες γυναίκες πολιτικές κρατούμενες. Υπολογίζεται ότι τον Αύγουστο – Σεπτέμβρη του 1949 βρίσκονταν στο Τρίκερι περίπου 5.000 γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους. Οι «προληπτικές», όπως τις ονόμασαν, ζούσαν στο μοναστήρι του νησιού απομονωμένες από τους υπολοίπους. Το φθινόπωρο του 1950 επανέφεραν από τη Μακρόνησο στο Τρίκερι περίπου 500 «αμετανόητες», δηλαδή δεν είχαν υπογράψει δήλωση μετανοίας. Τις 50 που απέμειναν τις μετέφεραν στον Αη Στράτη στις 23.9.1953 (Συλλογικό, Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος, τόμ. Γ’, σελ. 347, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2006).

Το τελευταίο γράμμα του 27χρονου κλωστοϋφαντουργού Ηλία Λιάκουρα προς τη γυναίκα του. Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας. Την περίοδο 1947 – 1958 εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο πάνω από 118 αγωνιστές, γιατί αρνήθηκαν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας

Σ’ ένα υπόμνημα προς τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που υπέγραψαν πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών της Κέρκυρας στις 3 Ιούνη 1955 διαβάζουμε στο κεφάλαιο «Δηλώσεις Μετανοίας»:

«Το μέσο αυτό που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην περίοδο της 4ης Αυγούστου αποσκοπεί να εξευτελίσει, να ταπεινώσει και να τρομοκρατήσει τον περήφανο και ανυπότακτο σε κάθε είδους βία και καταπίεση ελληνικό λαό, και να τον κάνει να σκύψει το κεφάλι (…)

Στην περίοδο του εμφυλίου (…) όποιος δεν υπέγραφε δήλωση μετανοίας κατατάσσονταν στην κατηγορία των “προδοτών” και άρχιζε ο διωγμός εναντίον του για τα πολιτικά του φρονήματα και μόνο, ο ξυλοδαρμός, η σύλληψη και η εκτόπιση, η παραπομπή σε κάποια υπόθεση, το Μακρονήσι, οι φυλακές, το εκτελεστικό απόσπασμα. (…)

Χιλιάδες πολίτες καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν γιατί αρνήθηκαν να απαντήσουν καταφατικά στο “ναι” ή “ου” (μετανοείς ή δεν μετανοείς, υπογράφεις ή δεν υπογράφεις) του προέδρου του Στρατοδικείου (…)

Πολύ χαρακτηριστικά είπε ο Ν. Μπελογιάννης στην απολογία του πως με την πολιτική των δηλώσεων μαθαίνουν την ελληνική νεολαία να σηκώνει τα χέρια μπροστά στον πρώτο κίνδυνο.

Του συντρόφου μας Παπαμερκουρίου του έσπασαν τη σπονδυλική στήλη και καμπούριασε. Ετσι και εκτελέστηκε. Αλλά μέσα στο γολγοθά έλεγε απλά και σταθερά: “Θα βρω αρκετή δύναμη να σηκώσω το κορμί μου μπροστά στο απόσπασμα”».

Ψυχή και νους της Αντίστασης το ΚΚΕ

Σκοπός του αστικού κράτους ήταν να εξοντώσει τον κρατούμενο τόσο βιολογικά όσο και ηθικά – πολιτικά. Οι φυλακές και οι εξορίες αποτελούσαν πραγματικούς τόπους μαρτυρίου. Στενότητα χώρου διαμονής, σάπια τρόφιμα και συσσίτιο πείνας, στερήσεις επισκεπτηρίου και αλληλογραφίας, ακατάλληλο πόσιμο νερό και περιορισμένης ποσότητας, εκβιασμοί, απειλές, κλείσιμο στα πειθαρχεία, ξύλο, καψόνια, απομόνωση. Ολα αυτά αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας των κρατουμένων. Και όμως, ακόμα και σε αυτές τις τόσο αντίξοες συνθήκες, χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες, φυλακισμένοι και εξόριστοι, μπόρεσαν να κρατήσουν ψηλά το αγωνιστικό τους φρόνημα, οργανώνοντας τη ζωή τους.

Η ζωή των αγωνιστών στις φυλακές ήταν οργανωμένη σε «Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Κρατουμένων». Η αντιμετώπιση των αναγκών και των προβλημάτων υποτασσόταν στα συμφέροντα του συνόλου. Η καθολική συμμετοχή, με βάση τους κανόνες ομαδικής συμβίωσης, ήταν η δύναμή τους.

Ετσι περιορίστηκε η δυνατότητα στον αντίπαλο να εκμεταλλευτεί τις δυσκολίες και τις ατομικές αδυναμίες, για να επιβάλει με «σωφρονιστικούς» κανονισμούς και δικά του όργανα το καθεστώς που ήθελε, ρυθμίζοντας, όπως επιδίωκε, σχέσεις, στάση και συμπεριφορές. Αυτό δεν το κατόρθωσε ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές. Οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες πήραν στα χέρια τους την οργάνωση της ζωής τους, έδιναν τη μάχη συλλογικά, με ενιαία εκπροσώπηση, τα δικά τους όργανα, τους δικούς τους κανόνες και τρόπο ζωής.

Ετσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να σπάσει – σε μεγάλο βαθμό – η απομόνωση, να ανοίξουν δρόμοι επικοινωνίας με την καθοδήγηση του Κόμματος και τις παράνομες Κομματικές Οργανώσεις, με άλλες οργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αλλά και να αξιοποιηθούν όποια περιθώρια υπήρχαν στον νόμιμο Τύπο.

Μέσα από αυτούς τους δρόμους τροφοδοτήθηκε ο αγώνας ενάντια στα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις, αναδείχτηκε το πρόβλημα των πολιτικών κρατουμένων και έγινε στοιχείο της πολιτικής ζωής, συνδέθηκε με τον αγώνα για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Διευκόλυνε να λύνονται προβλήματα νομικής υπεράσπισης, οικονομικής ενίσχυσης και υποστήριξης των αγώνων τους. Ο αγώνας για τη σωτηρία τους πήρε διεθνείς διαστάσεις στο πλαίσιο του ΟΗΕ.

Στο πλαίσιο της οργανωμένης ζωής, διαμορφώνονταν οι προϋποθέσεις που στήριζαν τα δικαιώματά τους στη ζωή και καλλιεργούσαν τις αξίες για τις οποίες αγωνίζονταν. Η οργανωμένη ζωή στηρίχτηκε στη συλλογικότητα, στο ομαδικό πνεύμα, στην αγωνιστική συντροφική ατμόσφαιρα και αλληλεγγύη. Η ασφυκτική περικύκλωση, που δημιουργούσαν ο μαντρότοιχος και το συρματόπλεγμα, δεν μπόρεσε να σταματήσει την οργανωμένη συλλογική λειτουργία και πάλη, την πολύμορφη μορφωτική και πολιτιστική δραστηριότητα των πολιτικών κρατουμένων. Ετσι οι συνθήκες του κάτεργου μετατρέπονταν σε χώρο όπου ενισχύονταν η αισιοδοξία, η αυτοπεποίθηση και η πίστη στις δυνάμεις τους, ατσαλωνόταν η απόφαση των πολιτικών κρατουμένων να συνεχίσουν τον αγώνα.

Στις φυλακές και τις εξορίες λειτουργούσαν Κομματικές Οργανώσεις που ενημέρωναν τους πολιτικούς κρατούμενους για την πολιτική του ΚΚΕ, συζητούσαν τις Αποφάσεις και πάλευαν για τη βελτίωση της ζωής των κρατουμένων, για τη συνεχή ανύψωση του αγωνιστικού φρονήματος. Γίνονταν μαθήματα ιδεολογικά και άλλα επιμορφωτικά. Οι φυλακές και οι εξορίες μετατράπηκαν σε σχολεία. Πολλοί αγωνιστές και αγωνίστριες, που μπήκαν στις φυλακές και τις εξορίες αναλφάβητοι, βγήκαν έχοντας αποκτήσει πολλά εφόδια, ακόμα και για επαγγελματική απασχόληση. Ηταν πολύ σημαντική η προσπάθεια για την κατάκτηση της γνώσης.

Κυρίως όμως χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι έδιναν μάχες για να μην υπογράψουν «δήλωση μετανοίας», θέμα εκ των ων ουκ άνευ για την οντότητα του ΚΚΕ, κάθε κομμουνιστή και κομμουνίστριας, αφού η μη υπογραφή των «δηλώσεων μετανοίας» συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη και το χαρακτήρα του ΚΚΕ, με τον επαναστατικό σκοπό του.

Η προσπάθεια του αστικού κράτους να αποσπάσει «δηλώσεις μετανοίας» εξυπηρετούσε πολλαπλούς στόχους: Να πείσει ότι κανένας αγώνας, όσο ηρωικός και αν είναι, δεν μπορεί να κάμψει την αστική κυριαρχία, ότι είναι αγώνας μάταιος. Να φθείρει το ΚΚΕ και τους κομμουνιστές ότι λένε μεγάλα λόγια, ενώ στις δυσκολίες αναδιπλώνονται και βάζουν τον εαυτό τους πάνω από τον κοινό σκοπό. Στόχευε, δηλαδή, στην ηθική απαξίωση του κομμουνιστή και της κομμουνίστριας. Επομένως και να πείσει τους εργαζομένους ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να υποταχτούν.

Χιλιάδες μέλη του Κόμματος και του ΕΑΜ αρνήθηκαν να αποκηρύξουν το ΚΚΕ και τα ιδανικά του, δίνοντας τη ζωή τους ή παραμένοντας έγκλειστοι μέχρι και είκοσι χρόνια. Νίκησαν και το θάνατο. Υπήρξαν και πολλοί που λύγισαν προς στιγμή και αμέσως ανακάλεσαν.

Ακόμα και στην κόλαση της Μακρονήσου είχε συγκροτηθεί Κομματική Οργάνωση και των στρατιωτών. Εγραψε ο Σταύρος Κασιμάτης στην έκθεση που έδωσε στο ΠΓ για τη δουλειά των παράνομων Οργανώσεων στα χρόνια 1947 – 1952:

«Στο Μακρονήσι συγκροτήσαμε οργάνωση μέσα στους φαντάρους. (…) Ηρθαμε σε επαφή με γνωστά μας παιδιά και συγκροτήσαμε οργάνωση από 153 φαντάρους συγκροτημένους σε τριάδες σε όλα τα τάγματα, με επαφή με τη ΣΦΑ και τα απομονωτήρια. Βάλαμε το ζήτημα των αντιδηλώσεων. Ξεσηκώσαμε ένα μαζικό κίνημα αντιδηλώσεων».

Παράλληλα με την ηρωική στάση χιλιάδων αγωνιστών, πολλοί άλλοι υπέγραψαν «δήλωση μετανοίας» μην αντέχοντας στις μεγάλες δυσκολίες. Αγωνιστές που συμμετείχαν με αυτοθυσία στις εξάρσεις της μαζικής λαϊκής πάλης, τώρα, σε συνθήκες ήττας, δεν άντεξαν στα παρατεταμένα μαρτύρια, στις οικογενειακές και βιοποριστικές πιέσεις. Ορισμένοι, ελάχιστη μειοψηφία, συνεργάστηκαν με τον ταξικό εχθρό.

Υπήρξαν και αγωνιστές που δεν ανακάλεσαν τη «δήλωση», όμως παρέμειναν επί χρόνια στη μεγάλη πλειοψηφία τους υποστηρικτές της ΕΔΑ και του ΚΚΕ. Ορισμένοι από αυτούς έδειξαν με τη στάση τους ότι μπορούσαν να επανέλθουν στο Κόμμα, όπως και έγινε.

Είναι, επίσης, γεγονός ότι για αρκετά χρόνια μετά από τον αγώνα του ΔΣΕ, εκείνοι που λύγισαν αντιμετωπίστηκαν, σε αρκετές περιπτώσεις, όχι μόνο με πολιτική αδιαλλαξία, που ήταν σωστή και αναγκαία, αλλά και με έντονη περιφρόνηση, κάτι που εξηγείται από τις δύσκολες συνθήκες της πάλης.

Γενικά, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες δικαίωσαν την ιδιότητά τους ως μελών του ΚΚΕ, ως πρωτοπορίας ικανής να αντέχει σε όλες τις συνθήκες, ακόμα και σε συνθήκες ήττας, υποχώρησης του κινήματος.

*

Στην εποχή μας, δεν είναι λίγες οι φορές που ο αντίπαλος μας θυμίζει πως «ο λύκος κι αν εγέρασε…». Τον όχι και τόσο μακρινό Γενάρη του 2004 ο υφυπουργός Εμπορίου Α. Καλαφάτης είχε το θράσος να ισχυριστεί πως αν οι σημερινοί συνταξιούχοι δεν έχουν καλές συντάξεις έχουν και οι ίδιοι ατομική ευθύνη που δεν υπέγραψαν δηλώσεις, για να εργαστούν και να έχουν Ασφάλιση. «Φταίει το αριστερό κίνημα που είχε ως αρχή του, τους δηλωσίες να τους αποτάσσει», είπε. Η δήλωση προκάλεσε την άμεση αντίδραση των αντιστασιακών που στην ανακοίνωσή τους του υπενθύμισαν στιγμές απ’ το Μακρονήσι. Τότε που ο βασανιστής ρωτούσε: «Είσαι παντρεμένος;» «Οχι», απαντούσε ο κρατούμενος, για να συνεχίσει ο βασανιστής «Δε σ’ άφησε το κόμμα να κάνεις οικογένεια;».

Η σχετική ανακοίνωση ξεχείλιζε από οργή: «Οι κομμουνιστές – αγωνιστές, κ. Καλαφάτη, είμαστε περήφανοι που κρατήσαμε ψηλά την τιμή και την αξιοπρέπεια στα κολαστήρια της Μακρονήσου, της Γιούρας και στα κάτεργα των φυλακών. Οι βασανισμένοι αγωνιστές αντιμετώπιζαν το θάνατο τραγουδώντας. Ενώ εσείς, κ. Καλαφάτη, μαζί με όλο το ασκέρι σας (…) δεν είστε άξιοι να αντιμετωπίσετε τους αγωνιστές κομμουνιστές και προσπαθείτε με αθλιότητες να μας αντιμετωπίσετε».

Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: