Το δημοψήφισμα στο Ζάαρ (1935): Εθνικισμός κι εθελούσια παράδοση στο ναζισμό
Mετά την ήττα του Γερμανικού Ράιχ στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή του Ζάαρ στα νοτιοδυτικά της Γερμανίας με 800.000 περίπου κατοίκους, πέρασε υπό τον έλεγχο της Κοινωνίας των Εθνών, όπως όριζε η συνθήκη των Βερσαλλιών. Μαζί με την απώλεια της Άνω Σιλεσίας και του Ντάντσιχ αποτελούσε από τα μεγαλύτερα πλήγματα στην ψυχολογία των Γερμανών, ενώ είχε και σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις.
Mετά την ήττα του Γερμανικού Ράιχ στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή του Ζάαρ στα νοτιοδυτικά της Γερμανίας με 800.000 περίπου κατοίκους, πέρασε υπό τον έλεγχο της Κοινωνίας των Εθνών, όπως όριζε η συνθήκη των Βερσαλλιών. Μαζί με την απώλεια της Άνω Σιλεσίας και του Ντάντσιχ (αμφότερα στη σημερινή Πολωνία), αποτελούσε από τα μεγαλύτερα πλήγματα στην ψυχολογία των Γερμανών, ενώ είχε και σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις. Το γεγονός πως η διεύθυνση της αρμόδιας κυβερνώσας επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών είχε δοθεί στους Γάλλους, όξυνε ακόμα περισσότερο τα αισθήματα πικρίας των ηττημένων, αισθήματα τα οποία εξαρχής αξιοποίησαν στο έπακρο οι εθνικιστικές κι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, τόσο του Ζάαρ όσο και του Ράιχ. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη συνθήκη των Βερσαλλιών, στις 13 Γενάρη του 1935 επρόκειτο να διεξαχθεί δημοψήφισμα υπό την επίβλεψη της Κοινωνίας των Εθνών, με ερώτημα την προσάρτηση της περιοχής είτε στο Γερμανικό Ράιχ, είτε στη Γαλλία, είτε και τη διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος.
Τα γερμανικά κόμματα επιδόθηκαν σε μια μαζική εκστρατεία προγάνδισης των θέσεών τους, υπέρ ή κατά της προσάρτησης στη Γερμανία. Στο πρώτο στρατόπεδο πρωτοστάτησαν από το 1933 κι εξής οι ναζί, οι οποίοι συνένωσαν τα δεξιά κόμματα του Ζάαρ υπό την ηγεσία τους, σχηματίζοντας το λεγόμενο “Γερμανικό Μέτωπο”, στο οποίο εισέρρεαν αφειδώς πόροι από τη ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας. Ο υπουργός προπαγάνδας Γιόζεφ Γκαίμπελς λάνσαρε το σύνθημα “Γερμανικό είναι το Ζάαρ, πάντα και για πάντα!” (Deutsch ist die Saar, immerdar!) με το οποίο το “Γερμανικό Μέτωπο” κατάφερε να συγκινήσει βετεράνους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και όλους όσοι ένιωθαν πως με την επιστροφή στο Ράιχ θα ξεπλενόταν “το αίσχος των Βερσαλλίων”. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τοπικό ναζιστικό κόμμα ως και το 1933, όταν και πραγματοποιήθηκε η τελευταία πριν το δημοψήφισμα εκλογική αναμέτρηση στην περιοχή, είχε σχετικά περιορισμένη επιρροή, αφού δεν ξεπέρασε ποτέ τις 30.000 ψήφους. Οι φωνές των πολυάριθμων πολιτικών εξόριστων που είχαν καταφύγει στο Ζάαρ και προειδοποιούσαν για τις τραγικές συνέπειες τυχόν προσάρτησης, δε στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν το εθνικιστικό παραλήρημα που υποδαυλιζόταν από τη γερμανική κυβέρνηση, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η γαλλική κυβέρνηση ουσιαστικά επέδειξε μια ευμενή προς τη ναζιστική εκστρατεία ουδετερότητα.
Αδύναμη να αναστρέψει τις εξελίξεις αποδείχτηκε και η συμφωνία που συνάφθηκε στις 2 Ιούλη 1935, μεταξύ του τοπικού Σοσιαλδημοκρατικού και Κομμουνιστικού Κόμματος (που δρούσαν νόμιμα όσο η περιοχή του Ζάαρ δεν ανήκε στο Ράιχ), κατά της προσάρτησης και υπέρ της διατήρησης της διεθνούς επιτροπείας. Οι αναμνήσεις του σπουδαίου Ανατολικογερμανού ιστορικού Κουρτ Γκοσβάιλερ, που βρέθηκε στο Ζάαρ την προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος, είναι ενδεικτικές για την αδυναμία των εργατικών κομμάτων να εκτιμήσουν σωστά τις εθνικιστικές διαθέσεις του πληθυσμού, ο οποίος παρότι εν πολλοίς δε συμμεριζόταν τη ναζιστική πολιτική, προφανώς θεωρούσε ότι ήταν κάτι δευτερεύον σε σχέση με την επιθυμία επανένωσης με τη “μαμά-πατρίδα”.
Τελικά, από τους 540.000 ψηφοφόρους που προσήλθαν στην κάλπη, το 90,5% ψήφισε υπέρ της προσάρτησης στη Γερμανία. Υπέρ της γαλλικής προσάρτησης ψήφισε μόνο το 0,4%. Την 1η Μάρτη του 1935 επήλθε η προσάρτηση του Ζάαρ, υπό την ηγεσία του νεοδιορισμένου γκαουλάιτερ Γιόζεφ Μπρύκελ. Αμέσως εφαρμόστηκε η πολιτική εθελούσιας ή βίαιης διάλυσης των υπόλοιπων κομμάτων και η υπαγωγή όλων των δομών της περιοχής στο ναζιστικό κράτος. Περίπου 8.000 άτομα κατέφυγαν στο εξωτερικό, για να γλιτώσουν από τις διώξεις. Η προσάρτηση του Ζάαρ παρουσιάστηκε από το Χίτλερ ως “νίκη της εθνικής αυτοδιάθεσης”κι αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Φύρερ στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι διεθνώς ο αστικός πολιτικός κόσμος και ο τύπος της εποχής χαιρέτισε με συμπάθεια την εξέλιξη. Οι βάσεις για αυτό που έγινε μεταγενέστερα γνωστό ως “πολιτική κατευνασμού”, και κορυφώθηκε με τη συμφωνία του Μονάχου τρία χρόνια αργότερα, είχαν ήδη τεθεί.