Η δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο 1914-Το φυτίλι του πρώτου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου
Μια ανοργάνωτη και πρόχειρη δολοφονία ήταν η σταγόνα που περίμεναν οι ιμπεριαλιστές να ξεχειλίσει το ποτήρι των αδυσώπητων ανταγωνισμών τους, που θα βύθιζαν κυρίως τη γηραιά ήπειρο στον πρώτο “σύγχρονο” πόλεμο της ιστορίας.
Πολυάριθμοι περαστικοί είχαν συγκεντρωθεί το πρωινό της 28ης Ιούνη στο κέντρο του Σαράγεβο για να υποδεχθούν τον αρχιδούκα και διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, στην οποία ανήκε τότε και η Βοσνία, τον Φερδινάνδο, στην επίσημη επίσκεψή του με τη σύζυγο Σοφία. Μια αυτοκινητοπομπή, με το αριστοκρατικό ζεύγος σε ανοιχτό όχημα πορευόταν κατά μήκος του ποταμού Μιλγιάκα με κατεύθυνση το δημαρχείο. Το κονβόι πήγαινε αργά, ακολουθώντας το βηματισμό του πλήθους. Κανείς δεν υποψιαζόταν τι θα συνέβαινε εκείνη την ηλιόλουστη μέρα, λιγότερο από όλους ο ίδιος ο Φερδινάνδος, που εκείνο το πρωί είχε τηλεγραφήσει στην κόρη του: “Διάθεση δική μου και της μαμάς πολύ καλή. Καιρός ζεστός κι ωραίος”.
Ανάμεσα στο πλήθος βρισκόταν κι εκείνοι που δεν είχαν έρθει απλά για να χαζέψουν το θέαμα. Επρόκειτο για έξι Βόσνιους, μέλη της “Νέας Βοσνίας”, οργάνωσης που στόχευε στην πολιτική ένωση των Γιουγκοσλάβων για ανεξαρτητοποίηση από την Αυστροουγγαρία, εξοπλισμένους με βόμβες, πιστόλια και κάψουλες δηλητηρίου έτοιμους να βγάλουν από τη μέση το μισητό σύμβολο της αυτοκρατορικής καταπίεσης. Είχαν παραταχθεί κατά μήκος της διαδρομής σε απόσταση περίπου 300 μ. ο ένας από τον άλλο. Οι δυο νεαρότεροι ήταν 17 ετών κι ο μεγαλύτερος μόλις 27. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν πλημμελή, καθώς μόλις 150 αστυνομικοί φρόντιζαν για τη φύλαξη του υψηλού επισκέπτη, του οποίου το ακριβές πρόγραμμα είχε δημοσιοποιηθεί στις εφημερίδες.
Ο πρώτος υποψήφιος δράσης ήταν ο Μωχάμετ Μεχμεντμπά, που άφησε το κονβόι να περάσει ανενόχλητο, επειδή από πίσω του υπήρχε αστυνομικός, όπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε αργότερα. Ο Βάσο Κουμπρίλοβιτς, δεύτερος στη σειρά, δεν άντεξε ψυχολογικά και έμεινε άπραγος. Ο τρίτος, ο Νεντέλκο Καμπρίνοβιτς, αφού σύμφωνα με έναν θρύλο έμαθε ποιο είναι το όχημα του αρχιδούκα από έναν αστυνομικό, πέταξε τη βόμβα την οποία σύμφωνα με τον ίδιο θρύλο απώθησε ο αρχιδούκας με το χέρι. Δυο άλλες εκδοχές υποστηρίζουν πως η βόμβα είτε βρήκε μόνο το καπώ είτε ότι ο σωφέρ την αντιλήφθηκε εγκαίρως και πάτησε το γκάζι.
Σε κάθε περίπτωση, ο αρχιδούκας έμεινε αρχικά αλώβητος από τη βόμβα, που περιείχε καρφιά και μολύβι και έσκασε πίσω από το αμάξι, τραυματίζοντας κάποιους περαστικούς. Ο Καμπρίλοβιτς ήταν άτυχος και στην απόπειρα αυτοκτονίας του. Το δηλητήριο που κατάπιε από την κάψουλα δεν ήταν αρκετά ισχυρό, το σημείο του ποταμού στο οποίο έπεσε ήταν πολύ ρηχό και σύντομα έπεσε στα χέρια των αρχών. Ο Φερδινάνδος πάντως προκαλούσε την τύχη του, καθώς αντί μετά την έκρηξη να τραπεί σε φυγή, σταμάτησε το αυτοκίνητο, δίνοντας στόχο τόσο στον Κουμπρίλοβιτς, όσο και σε ένα άλλο μέλος της ομάδας, τον Σβέτκο Πόποβιτς, οι οποίοι ωστόσο τον κοιτούσαν έχοντας παραλύσει.
Οι δυο συνωμότες που είχαν απομείνει, ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ και ο Τρίφκο Γκράμπε έβλεπαν απογοητευμένοι τον Φερδινάνδο να καταφτάνει στο δημαρχείο. Ο αρχιδούκας μην έχοντας καταλάβει ακριβώς τη σοβαρότητα της κατάστασης, λέγεται πως αστειευόταν κατά την άφιξή του “Ωραία πράγματα. Έρχεσαι για επίσκεψη και σε υποδέχονται με βόμβες”. Εντωμεταξύ η συνοδεία του και οι τοπικές αρχές σχεδίαζαν τις επόμενες ενδεδειγμένες κινήσεις. Αντί όμως να φυγαδευτεί ο Φερδινάνδος το ταχύτερο ή να έρθουν στρατιωτικές ή αστυνομικές δυνάμεις για να κλείσουν οι δρόμοι διαφυγής, αποφασίστηκε να συνεχιστεί κανονικά η διαδρομή του αρχιδούκα, με το ίδιο ανοιχτό αυτοκίνητο και χωρίς να αλλάξει θέση στο κονβόι, ενώ μόνο η διαδρομή άλλαξε ελαφρώς.
Ούτε όμως αυτή η αλλαγή έφτασε στα αυτιά του οδηγού του προπορευόμενου οχήματος, το οποίο είχαν εντολή να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι. Λίγη ώρα μετά το όχημα έφτασε σε ένα κατάστημα ντελικατέσεν, όταν ο οδηγός αντιλήφθηκε το σφάλμα του κι ετοιμαζόταν να αλλάξει πορεία. Υπήρχε όμως ένας πελάτης στο μαγαζί που δεν πίστευε στην τύχη του, κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ, που έβλεπε ξαφνικά το στόχο του σε απόσταση βολής κυριολεκτικά. Δίχως να διστάσει άνοιξε πυρ, βρίσκοντας αρχικά την σύζυγό του αρχιδούκα κάτω από την κοιλιακή χώρα, και τον Φερδινάνδο στο λαιμό. Λέγεται πως ο αρχιδούκας που ξεψύχησε λίγα λεπτά αργότερα, είχε πει στη σύζυγό του λίγο πριν επιβιβαστούν εκ νέου στο όχημα “Νομίζω πως θα φάμε μερικές σφαίρες ακόμα σήμερα”, δεν ακολούθησε ωστόσο αυτό το προαίσθημα ή μάλλον την κοινή λογική.
Αυτή η εξαιρετικά ερασιτεχνική πολιτική δολοφονία, που σε οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες δε θα είχε προκαλέσει παρά μια προσωρινή αναστάτωση, σε μια εποχή εξάλλου που οι δολοφονίες ηγεμόνων δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο (ακόμα και στην Ελλάδα ένα χρόνο νωρίτερα είχε δολοφονηθεί ο Γεώργιος Α’ στη Θεσσαλονίκη, υπό αδιευκρίνιστες μέχρι σήμερα συνθήκες), ήταν η θρυαλλίδα μιας σύγκρουσης που σοβούσε για δεκαετίες ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, με τα βασικά στρατόπεδα, εκείνα της Αντάντ και των Κεντρικών δυνάμεων, να είναι σαν έτοιμα από καιρό για ένα ματοκύλισμα που όμοιό του δεν είχε καταγράψει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ο σύγχρονος κόσμος. Στο τέλος του μακελειού, που τίτλοφορήθηκε Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι παλιές αυτοκρατορίες θα είχαν διαλυθεί, και το όραμα των δραστών της δολοφονίας για ενιαίο Γιουγκοσλαβικό βασίλειο θα είχε υλοποιηθεί, με έναν τρόπο που πιθανότατα ποτέ δε θα είχαν φανταστεί. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι μέσα από την γη που είχε γίνει ήδη κόκκινη από αίμα, αναδύθηκε το όραμα μιας γης που γινόταν κόκκινη από ζωή, πάνω στις στάχτες της τσαρικής αυτοκρατορίας.