«Ε, φωτογράφε, δεν μας είπες, σ’ αρέσει η αντάρτικη ζωή;»
Τους κοίταζα και δεν τους χόρταινα. Καμάρωνα τη λεβεντιά τους, τις κάπες τους, τ’ αργυροκαπνισμένα τσαπράζια τους, τις παλάσκες με τις σφαίρες, τα τσαρούχια με τις φούντες και τις σόλες που είχαν μισή οκά πρόκες…Αμ’ οι μουστάκες τους; Έμοιαζαν σαν σπαθιά μυτερά…
Την εποχή που ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο ΕΛΑΣ, οργανώνει τη δομή του με σκοπό την όσο το δυνατό πιο συντονισμένη διεξαγωγή του ανταρτοπόλεμου και την ανάπτυξή του σε παλλαϊκό πόλεμο κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους, ο φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης, Σπύρος Μελετζής, βρίσκεται ανάμεσα στις αντάρτικες ομάδες του Ολύμπου. Διηγείται ο ίδιος στο βιβλίο – λεύκωμά του «Με τους αντάρτες στα βουνά»:
Τον Αύγουστο του 1942, τότε που η πείνα θέριζε ακόμα την Αθήνα, βρέθηκα στην Ελασσόνα για να προμηθευτώ λίγα τρόφιμα για την οικογένειά μου. Εκεί συνάντησα ένα γιατρό που είχα γνωρίσει στην Αθήνα όταν ήταν φοιτητής. Αυτός με διευκόλυνε να βρω τρόφιμα άλλα και μεταφορικό μέσο να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Όλα τότε ήταν δύσκολα.
Στο Ιατρείο του γιατρού άκουσα να μιλούν για τους αντάρτες του Ολύμπου. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκα καθώς τους περιέγραφαν με τις μαχαίρες τους, τις κάπες, τα φυσικλίκια γύρω στους ώμους και στη μέση, τις φουστανέλλες και τα τσαρούχια, που από κείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να ησυχάσω. Αλλά πώς θα γινόταν ν’ ανέβαινα στον Όλυμπο και πού θα ’βρισκα τους αντάρτες αφού αυτοί, όπως άκουσα, δεν είχαν μόνιμο στέκι, αλλά διαρκώς περπατούσαν μέρα νύχτα. Ωστόσο δεν αποθαρρύνθηκα. Είπα στον γιατρό πως για μένα θα ήταν μεγάλη χαρά να βρεθώ στον Όλυμπο και να δω από κοντά αντάρτες έστω κι αν δεν μ’ άφηναν να τους φωτογραφίσω. Όπως ένα μικρό παιδί που ακούγει την γιαγιά του να τού λέει ένα παραμύθι για δράκους και για νεράιδες και κείνο με το παιδικό του μυαλό πλάθει τους δράκους θεόρατους, ψηλούς σαν βουνά και με μια δύναμη που μπορούν να ξεριζώνουν δέντρα, σαν να ‘ναι παιγνιδάκια ψεύτικα, έτσι και γω, σαν μικρό παιδί, έπλαθα τους αντάρτες σαν δράκους και τους έβλεπα σαν όντα παράξενα, ξωτικά, που μπορούσαν να πετάν σαν τους αϊτούς πάνω στις κορφές του Ολύμπου, να δρασκελάν τις ρεματιές, ν’ αψηφάν κάθε κίνδυνο και να ‘ναι ανίκητοι στις μάχες.
Μ’ άκουσε με προσοχή ο γιατρός, δεν μού ‘δωσε θάρρος, αλλά και δεν με απογοήτευσε. «Άφησε, μού είπε, και θα δούμε, θα ρωτήσουμε πρώτα κι ότι μας πούνε. Ξέρεις, αυτοί είναι και ζόρικοι, δεν ακούνε κανένα, έχουν δική τους παντιέρα, είναι όπως το πάρουνε. Πάντως θα προσπαθήσω να σού δώσω αυτή τη χαρά.» Και πραγματικά σε τρεις μέρες, μ’ ένα σημείωμα του γιατρού, ανέβηκα στο χωριό Καρυά. Εκεί έδωσα το σημείωμα στον άνθρωπο στον όποιον προορίζονταν. Από κει και πέρα όλα ήρθαν βολικά. Με συνόδευσαν ως πέρα στο βουνό και με παρέδωσαν σ’ έναν αντάρτη που φύλαγε σκοπός κοντά σε μια καλύβα. Σ’ αυτή τη καλύβα συνεδρίαζαν κείνη τη μέρα οι αρχηγοί των αντάρτικων ομάδων του Ολύμπου, του Αμάρμπεη, της Οξυάς και του Κόζακα. Όταν τέλειωσε το συνέδριο τους και βγήκαν έξω με τριγύρισαν κι άρχισαν να με ρωτούν για την ‘Αθήνα, για την πείνα και γενικά πώς τα περνάνε. Εγώ τάχα χαμένα. Μα και τι να τους έλεγα, μήπως ήξερα και τίποτε παραπάνω; Εγώ ένα σκεπτόμουνα, πώς θα τους φωτογράφιζα. Τίποτε άλλο.
Δυο τρεις έσφαξαν ένα αρνί, το έγδαραν, το σούβλισαν και άρχισαν να το ψήνουν. Σαν ψήθηκε, έστρωσαν κλαριά από έλατα, άπλωσαν και τις κάπες τους και στρώθηκαν στο φαγί. Εμένα μου πρόσφεραν τα πιο ωραία κομμάτια και κάθε τόσο μου έλεγαν: «Φάγε βρε φωτογράφε, φάγε για να μη λες πως ήρθες στα λημέρια μας και δεν σε περιποιηθήκαμε». Έφαγα όσο μπορούσα, μα τι μπορούσα να φάγω παραπάνω; Ύστερα μου διηγήθηκαν πως 17 μέρες συνέχεια τρώγανε έτσι, μόνο ψητό κρέας, ποτέ δεν στάθηκαν κάπου για να μαγειρέψουν και να φάνε μαγειρευτό φαγί, μα ούτε και άλλο τίποτε. Δεκαεπτά μέρες να τρως συνέχεια ψητό κρέας το είχανε πια συχαθεί και λαχταρούσαν μια φασουλάδα, φακές, ρεβύθια, ας ήταν ό,τι και νάταν μα να ήταν βρασμένο. Λίγο τυρί, λίγο ψωμί φρέσκο, γιατί τις περισσότερες μέρες δεν ζύγωναν σε χωριά και τρώγανε γαλέτες και παξιμάδια. Κι ο ύπνος λίγος, και μόνο την ημέρα, τις νύχτες βάδιζαν από λημέρι σε λημέρι, από βουνό σε βουνό. Σε κάποια στιγμή με ρώτησαν: «Ε φωτογράφε, δεν μάς είπες, σ’ αρέσει η αντάρτικη ζωή; Τί λες, έρχεσαι μαζί μας; Να, αυτή είναι ή ζωή μας! Όλο το βιος μας, όλη η περιουσία μας είναι αυτές οι κάπες που φορούμε και τούτα τα ντουφέκια που κρατούμε. Αυτά είναι για μας και οι μάνες κι οι αδερφές μας και οι φίλοι μας. Έχουμε και 17 μέρες να φάμε μαγειρευτό φαγί και να κοιμηθούμε σε σπίτι. Σκληρή, πολύ σκληρή, φωτογράφε, είναι η ζωή του αντάρτη, μα πιο σκληρή κι ανυπόφορη είναι η σκλαβιά».
Τ’ άκουγα όλ’ αυτά χωρίς πολύ πολύ να τα καταλαβαίνω γιατί εμένα ο νους μου τριγυρνούσε στο πώς θα τους φωτογράφιζα. Τους κοίταζα και δεν τους χόρταινα. Καμάρωνα τη λεβεντιά τους, τις κάπες τους, τ’ αργυροκαπνισμένα τσαπράζια τους, τις παλάσκες με τις σφαίρες, τα τσαρούχια με τις φούντες και τις σόλες που είχαν μισή οκά πρόκες. Μα εκείνο που μου έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν οι γενειάδες τους έτσι όπως κατρακυλούσαν σαν αφρισμένοι καταράχτες πάνω στα στήθια τους. Αμ’ οι μουστάκες τους; Έμοιαζαν σαν σπαθιά μυτερά. Μου θύμισαν βιβλικές βυζαντινές μορφές άγιων πού είχα δει στο μοναστήρι του Σέλτσου τότε που έκανα την περιοδεία μου στην Ήπειρο για να το φωτογραφίσω, το 1938.
Φαίνεται πως ο φίλος μου ο γιατρός θα έγραφε στο σημείωμά του πως θέλω να τους φωτογραφίσω γιατί κάποια στιγμή που είχαμε πια φιλιωθή μου είπαν: «Λοιπόν, φωτογράφε, θέλεις να μας φωτογραφίσης; Έλα, φωτογράφισέ μας.» Έτσι πήρα τις πρώτες μου φωτογραφίες απ’ το αντάρτικο του Ολύμπου. Δυστυχώς μόνο τρεις φωτογραφίες σώθηκαν απ’ αυτές με πολλές φθορές.